Για το μυθιστόρημα του Στέλιου Μάινα «Να θυμηθώ να παραγγείλω» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Μάνου Κοντολέων
Γνωστός ηθοποιός ο Στέλιος Μάινας, πριν από δώδεκα χρόνια είχε κάνει μια πρώτη εμφάνιση και στο χώρο της πεζογραφίας με μια συλλογή διηγημάτων – Τα φαινόμενα απατούν (εκδ. Καστανιώτη). Τώρα επανέρχεται με ένα μυθιστόρημα.
Τα δώδεκα χρόνια που μεσολαβούν ανάμεσα στην έκδοση των δύο βιβλίων μας κάνει να υποθέσουμε πως ο Μάινας δεν αντιμετωπίζει ως βασικό τρόπο καλλιτεχνικής έκφρασής του τη γραφή και πως η ηθοποιία παραμένει ο κεντρικός άξονας με τον οποίο καταθέτει τις καλλιτεχνικές ανησυχίες του. Μπορούμε, άλλωστε, και να υποθέσουμε πως η διετής και γενική περίπου αδράνεια των δράσεων της ηθοποιίας λόγω κορονοϊού, οδήγησε τον Μάινα στο να θυμηθεί την εφεδρεία του λογοτεχνικού του ταλέντου. Και έτσι αυτή τη φορά στράφηκε στο μυθιστόρημα, ένας είδος που δίνει τη δυνατότητα στον δημιουργό του να απλωθεί σε αναζητήσεις μεγαλύτερου χρονικού εύρους και περισσότερων ψυχαναλυτικών ανιχνεύσεων.
Από αυτή τη σκοπιά έχει μεγάλο ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς το κατά πόσο και το πώς ένας από τους πλέον δραστήριους και ταλαντούχους ηθοποιούς μας διαχειρίζεται τους τρόπους με τους οποίους προσεγγίζει χαρακτήρες που θα ερμηνεύσει στο θέατρο ή στον κινηματογράφο για να βασίσει πάνω τους τη σύνθεση μιας μυθιστορηματικής περσόνας.
Το μυθιστόρημα έχει ως κεντρική –και στην ουσία σχεδόν μοναδική– ηρωίδα, μια γυναίκα, σαραντάχρονη, αναισθησιολόγο, την Άννα. Μέσα από τη δική της πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα φωτιστεί ο καίριος προβληματισμός που θέτει το μυθιστόρημα. Η ευθανασία.
Το μυθιστόρημα έχει ως κεντρική –και στην ουσία σχεδόν μοναδική– ηρωίδα, μια γυναίκα, σαραντάχρονη, αναισθησιολόγο, την Άννα. Μέσα από τη δική της πρωτοπρόσωπη αφήγηση θα φωτιστεί ο καίριος προβληματισμός που θέτει το μυθιστόρημα. Η ευθανασία. Αλλά ο Μάινας –ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει την βασική ιδιότητά του, αυτή δηλαδή, του ηθοποιού– δεν θέλει να σταθεί τόσο στην ανάλυση του ηθικού μέρους της πράξης, όσο στην ανίχνευση του προσώπου που την εκτελεί.
Με άλλα λόγια, προτείνω να διαβαστεί το έργο όχι ως μια θέση απέναντι στο δικαίωμα ή όχι της ευθανασίας, αλλά ως μια ερμηνεία της ψυχολογίας του ανθρώπου που επιλέγει να την εκτελέσει. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως μόνο σε τρεις σελίδες καταγράφονται οι θέσεις και οι αντιθέσεις επί του ζητήματος. Με την άνεση, λοιπόν, ενός έμπειρου ηθοποιού που καλείται να δώσει «σάρκα και οστά» σε έναν χαρακτήρα που θα τον ζωντανέψει στη σκηνή ή στην οθόνη, ο Μάινας στήνει στα μάτια του αναγνώστη την ηρωίδα του.
Ο συγγραφέας είναι και δημιουργός και ερμηνευτής των ηρώων του και ο Μάινας δείχνει πως μπορεί να συνδυάσει και τις δυο αυτές ιδιότητες.
Η δομή του έργου είναι ένα συνεχές και πολλαπλό φλας μπακ. Η Άννα έχει καταδικαστεί και είναι στη φυλακή. Από εκεί μέσα αφηγείται, από τη μια την έγκλειστη καθημερινότητά της και από την άλλη τις μνήμες της από το πρόσφατο όσο πλέον απομακρυσμένο παρελθόν της. Θα θυμηθεί στιγμές της παιδικής της ηλικίας, στιγμιότυπα από τη ζωή της ως έφηβη και ως φοιτήτρια της ιατρικής, κάποιους από τους αδιέξοδους πάντα έρωτές της, θα καταλήξει να περιγράφει τον πλέον πρόσφατο που κι αυτός όμως οδηγήθηκε σε άδοξο τέλος. Και ασφαλώς θα σταθεί –χωρίς να μελοδραματοποιεί– στις καίριες αποφάσεις που άλλαξαν όλη της τη ζωή. Αποφάσεις που όμως οι ρίζες τους έφταναν έως τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Έχουμε, λοιπόν, μια λεπτομερή ανάλυση του γιατί η σαραντάχρονη Άννα θα χρησιμοποιήσει τις ιατρικές γνώσεις της με ένα εντελώς δικό της τρόπο. Ο συγγραφέας είναι και δημιουργός και ερμηνευτής των ηρώων του και ο Μάινας δείχνει πως μπορεί να συνδυάσει και τις δυο αυτές ιδιότητες.
Πέρα όμως απ’ όλα αυτά που φωτίζουν μια προσωπικότητα ξεχωριστή τόσο ως προς τη γυναικεία της ταυτότητα, όσο και τη συναισθηματική της δομή, αυτό που διαπερνά την ολοκλήρωση του χαρακτήρας της είναι οι περιγραφές της ζωής της μέσα στο νοσοκομείο, αλλά και μέσα στη φυλακή. Εκεί, δηλαδή όπου από τη μια διαπράχθηκε η ύβρις και από την άλλη συντελείται η κάθαρση. Έχουμε, λοιπόν, μια συγγραφική σκηνογραφία και σκηνοθεσία που είναι λογικό και να δίνει την ιδιαιτερότητά της στο όλο έργο. Ένα έργο που αν και έχει άντρα συγγραφέα, καταφέρνει να περιγράψει τη γυναικεία συμπεριφορά τόσο μέσα στον χώρο ενός νοσοκομείου όσο και μέσα σε γυναικείες φυλακές.
Δεν μπορώ να γνωρίζω το πώς ο Στέλιος Μάινας πήρε όλες αυτές τις πληροφορίες, εκείνο που μπορώ να δηλώσω είναι πως οι γνώσεις του για τις συνθήκες εργασίες σε νοσοκομεία όσο και εκείνες της διαβίωσης μέσα στις φυλακές είναι τόσο επαρκείς, ώστε να περιγράφονται με ιδιαίτερη ζωντάνια.
Λίγο πιο πριν ανέφερα πως η γυναικεία συμπεριφορά έχει με επάρκεια σκιαγραφηθεί. Δεν το αναιρώ, αλλά νομίζω πως θα πρέπει να επισημάνω κι ένα άλλο ιδιότυπο στοιχείο του χαρακτήρα της Άννας. Μια υποβόσκουσα αρρενωπότητα που ίσως και να είναι αυτή η οποία όχι μόνο την εμποδίζει να δημιουργήσει βιώσιμους δεσμούς, αλλά και εν τέλει να την οδηγεί στο να προσφέρει την ευθανασία. Κράτησα την αίσθηση πως ο Στέλιος Μάινας σκιαγράφησε έναν χαρακτήρα όπου το θηλυκό στοιχείο εμπεριέχει το αρσενικό. Κι αυτό κάνει ακόμα πιο ενδιαφέρουσα την προσωπικότητα της σαραντάχρονης αναισθησιολόγου, η οποία δεν απολογείται για τις πράξεις της, αλλά τις υποστηρίζει, με φράσεις που τις χαρακτηρίζει η αξιοπρέπεια της ύπαρξης:
«Πέστε μου ειλικρινά, το κάνατε γιατί νιώθατε πως βοηθάτε; Ή πάσχετε κι εσείς από το ιατρικό “σύνδρομο του Θεού”;»
«Ανακούφισα από τον πόνο έναν αγαπημένο άνθρωπο, του επέτρεψα την αξιοπρέπεια, με την οποία είχε συνηθίσει να ζει σε όλο του τον βίο».
«Το ξέρετε βέβαια πως έτσι του στερήσατε τη σωτηρία της ψυχής του».
«Του στέρησα το μαρτύριο και τους πόνους». (σελ. 261)
Πολλαπλά ενδιαφέρον μυθιστόρημα – τόσο ως προς το θέμα του, όσο και ως προς την ενσάρκωσή του.
* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα για εφήβους «Ο άλλος» (εκδ. Πατάκη).