Του Κώστα Κατσουλάρη
Το τελευταίο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, «Τα σακιά», είναι ένα ανάγνωσμα υποβλητικό, σκληρό, γοητευτικό όσο και, στιγμές στιγμές, δυσβάσταχτο. Οι δυο βασικοί του ήρωες, η 50χρονη πια Βιβή Χολέβα και ο τριαντάχρονος γιος της Λίνος, εκφράζουν διαφορετικές όψεις του «τέρατος», καθώς εκείνος αποδεικνύεται κατ’ εξακολούθηση βιαστής-δολοφόνος, ένας σύγχρονος «δράκος» του αθηναϊκού κέντρου. Η Καρυστιάνη, σε 350 πυκνές σελίδες, στήνει ένα σκηνικό υψηλής έντασης, μέσα στο οποίο τα πρόσωπά της συνθλίβονται διαδοχικά και αλλεπάλληλα, μέχρι την τελική –περιορισμένη, κατ’ ανάγκην– κάθαρσή τους.
Το βιβλίο απαρτίζεται από πέντε κεφάλαια –«Το σύρνεφο», «Το ταχίνι», «Το φτυάρι», «Το κορδόνι», «Το ντουβάρι»–, με το πρώτο και το τελευταίο να εκτυλίσσονται στο αφηγηματικό παρόν, τον Μάιο του 2007, κατά τη διάρκεια πενθήμερης άδειας του Λίνου από τον Κορυδαλλό όπου εκτίει ισόβια κάθειρξη. Στα υπόλοιπα κεφάλαια εξιστορείται το παρελθόν, εστιάζοντας στα χρόνια πριν το 1997, οπόταν ο Λίνος, μες στη παραζάλη μιας άνοιξης, διέπραξε τα τρομερά του εγκλήματα. Σε όλα τα κεφάλαια, πλην ενός, στο «Το φτυάρι», η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη εστιασμένη μέσα από τη μητέρα, ενώ όταν η δραματική ένταση φορτίζεται και η ανάγκη ενός πιο εξομολογητικού ύφους γίνεται αδήριτη διολισθαίνει στον ελεύθερο πλάγιο λόγο. Παρόμοια τεχνική, με ακόμη περισσότερες εκτροπές προς την ελεύθερη ροή της διαταραγμένης συνείδησης του ήρωα, ακολουθείται στο τέταρτο κεφάλαιο, οπότε και γινόμαστε μάρτυρες της συναισθηματικής και ψυχικής κατάστασης του Λίνου, της διολίσθησής του στην τερατώδη πλευρά του εαυτού του.
Η Καρυστιάνη στήνει τον αφηγηματικό της καμβά με μαεστρία, ελέγχοντας με τη δέουσα προσοχή της ροή της πληροφορίας προς τον αναγνώστη, κι αφού πρώτα έχει στήσει καλά τον βασικό της χαρακτήρα, που δεν είναι άλλος από τη μάνα, τη Βιβή Χολέβα. Με διαδοχικές καταδύσεις στο παρελθόν της, από την παιδική της ηλικία σε χωριό της Πελοποννήσου μέχρι την θριαμβευτική της εισαγωγή στην Ιατρική, κι από εκεί στον πρόωρο γάμο της και τη γέννηση του γιου της, αναπλάθεται τόσο η ιδιαίτερη προσωπικότητα και ψυχοσύνθεση της Βιβής, που χαρακτηρίζεται από συναισθηματική ψυχρότητα και ροπή προς τη ματαίωση και το θάνατο, όσο και του ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος της Μεταπολίτευσης. Η υιοθέτηση του βλέμματος και της στάσης της ηρωίδας προσδίδει μια αντιηρωική και απομυθοποιητική προοπτική στα γεγονότα και την ατμόσφαιρα αυτής της περιόδου, το πνεύμα της οποίας ενσαρκώνεται σε μεγάλο βαθμό στο πρόσωπο της νονάς του Λίνου, της Ρόδως. Η τελευταία –στο όνομα της ερωτικής απελευθέρωσης– δεν διστάζει να «κακοποιήσει» τον βαφτισιμιό της, εντείνοντάς του την αποστροφή προς τις γυναίκες αλλά και προς τον αποτυχημένο σεξουαλικά εαυτό του.
Γύρω τους κινείται σαν σκιά ο Φώτης, ο πατέρας του Λίνου, μέχρι τον πρόωρο θάνατό του, οφειλόμενο εν πολλοίς στον αλκοολισμό του. Ο Φώτης είναι ένας ακόμη αδύναμος κρίκος της ιδιότυπης αυτής οικογένειας, ισοπεδωμένος από τις δικές του ελλείψεις και φαντάσματα –είναι ορφανός, παρατημένος από συγγενείς και φίλους– μα κυρίως από τον ψυχρό οδοστρωτήρα στον οποίο εξελίσσεται η γυναίκα του. Η σταδιακή εκμηδένιση του πατέρα, μα κυρίως η απουσία αισθημάτων της Βιβής απέναντί του –ο Λίνος της «χτυπάει» το γεγονός ότι δεν έχυσε ούτε δάκρυ στην κηδεία του– είναι το τελευταίο εξάρτημα της καταστροφικής μηχανής που παίρνει μπροστά αμέσως μετά το τέλος της εφηβείας. Όχι τυχαία, ο γιος υιοθετεί το φαντασιακό του πατέρα του για τον δικό του πατέρα –αριστερό με κακό τέλος–, εξού και το ρωσικό καπέλο γίνει μέρος της τελετουργίας της βίας και του θανάτου.
Ας το ξεκαθαρίσουμε: Η γραφή της Καρυστιάνη δεν ξεπέφτει ούτε στιγμή σε εργαλειακές εξηγήσεις της τρέλας ή του εγκλήματος. Ο νεοελληνικός αχταρμάς, ο εσμός των νεόπλουτων και των ξιπασμένων, είναι παρών στο βιβλίο, και σίγουρα η επιλογή να τοποθετηθεί χρονικά η πλοκή ανάμεσα στο 1997 και το 2007 –τη δεκαετία της νεοελληνικής φούσκας– δεν είναι αδιάφορη. Ωστόσο, ο Λίνος και οι πράξεις του δεν ανάγονται σε μία και μόνο παράμετρο –την κοινωνική–, ούτε αντίστοιχα η οικογενειακή παθογένεια της Βιβής και του δικού της παρελθόντος εξηγεί από μόνη της τη γέννηση του «τέρατος». Τόσο η Βιβή όσο και ο Λίνος, καθώς και οι άλλοι χαρακτήρες του βιβλίου, είναι άτομα μοναδικά, ιδιαίτερα, που φέρουν τη δική τους σφραγίδα: Η αποτυχία τους είναι, σε μεγάλο βαθμό, προσωπική υπόθεση, προσωπική τους ήττα, και έτσι την αισθάνονται. Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τη γενικότερη εικόνα: Μιας κοινωνίας αχαλίνωτης, κυνικής, στην οποία η επιδεικτική εξωστρέφεια συνδυάζεται με έντονη ροπή προς την αποσιώπηση, το «κουκούλωμα». Ο Λίνος, τελικά, είναι προϊόν της Ιστορίας, όσο και της οικογένειάς του, όσο και της τύχης και της ατυχίας του. Στιγμές στιγμές είναι σαν να λέει: Έχω μέσα μου ένα κτήνος, γιατί κανείς σας δεν το συγκρατεί, γιατί κανείς σας δεν το εμποδίζει; Είναι ένα τραγικό πρόσωπο που δεν έχει καν την πολυτέλεια να αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του. Ίσως εκεί, σε αυτό τον αγώνα, στην ανάληψη της ευθύνης, να βρίσκεται και ο δρόμος του προς τον εξανθρωπισμό και την εξιλέωση.
(Ας στοχαστούμε αυτό το σημείο σαν μια γενικότερη, άδηλη προτροπή της αφήγησης. Η προσωπική ανάληψη ευθύνης είναι ίσως αυτό που λείπει περισσότερο αυτή τη στιγμή στη χώρα μας, σε κάθε επίπεδο. Από αυτή την άποψη, ο Λίνος, εμφανίζεται πιο ώριμος, πιο ανθρώπινος από πολλούς συνανθρώπους μας, έστω κι αν τα εγκλήματά του είναι τόσο αποτρόπαια).
Μετά το «Κοστούμι στο χώμα», στο οποίο και τότε είχε καταφέρει να συνθέσει εξαιρετικά παραστατικά και περίπλοκα πορτρέτα ανθρώπων που έχουν χάσει τον έλεγχο της ατομικότητάς τους, κι άρα την ευθύνη του εαυτού τους –στο περιβάλλον της κρητικής βεντέτας, ωστόσο, όχι στο άναρχο οικοσύστημα της Κυψέλης–, η Καρυστιάνη κατάφερε να αναμετρηθεί με ένα δύσκολο και γεμάτο παγίδες θέμα, δίνοντας ένα βιβλίο που στοχεύει κατ’ ευθείαν στο στομάχι. Η γλωσσική και εκφραστική επινοητικότητα της συγγραφέως είναι πραγματικά εντυπωσιακή – παράδειγμα θαυμάσιας επινόησης: οι επιθέσεις του «ρω» στη γλώσσα της Βιβής όταν ταράζεται. Μέσα σε έναν ποταμό λόγου υψηλής έντασης με δυσκολία θα συναντήσει κανείς δυο τρεις τετριμμένες εκφράσεις, μια χιλιοειπωμένη μεταφορά, μια κοινότοπη σκέψη, έναν ήδη πεπατημένο εκφραστικό δρόμο. Τόσο η απώλεια ελέγχου της ώριμης συντετριμμένης Βιβής, όσο και οι σκηνές ψυχικού καταποντισμού του Λίνου, αγγίζουν υψηλότατα επίπεδα ποιητικής, που από μόνα τους θα καθιέρωναν έναν συγγραφέα. Αν, τώρα, προσθέσει κανείς την καλοδουλεμένη δομή, την σωστή δοσολογία πληροφόρησης και απόκρυψης, την ακαταπόνητη διερεύνηση κάθε πτυχής της ιστορίας και των χαρακτήρων –δείτε για παράδειγμα πόσο δουλεμένες είναι οι σκηνές στους Δελφούς, εκεί που άλλοι συγγραφείς θα επέτρεπαν στον εαυτό τους να είναι πιο τσαπατσούληδες– σχηματίζεται ανάγλυφα το μέγεθος της επιτυχίας της Καρυστιάνη: Ένα βαθιά ανθρωπιστικό, μέσα στα ανθρώπινα συντρίμμια του, μυθοπλαστικό σύμπαν.