Για το μυθιστόρημα της Καρολίνας Μέρμηγκα «Δέκατος χρόνος» (εκδ. Αλεξάνδρεια). Φωτογραφία: Άγαλμα στον υπαίθριο χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας © Mika/Unsplash.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Οι αρχαίοι μύθοι ήταν και είναι πάντα μήτρα της λογοτεχνίας. Επειδή, όμως, δεν ζούμε στην εποχή όπου αυτοί πετάνε στην ατμόσφαιρα σαν αυθόρμητες προφορικές αφηγήσεις ευφάνταστων εγκεφάλων, εξανάγκης τους παίρνουμε από τα κείμενα των αρχαίων και μέσα από τη δική μας πραγμάτευση τους ξαναψήνουμε στη φωτιά του σήμερα. Από τον Όμηρο, λιγότερο τον Ησίοδο και φυσικά από τους τραγικούς ποιητές η μυθομηχανή εκκολάπτει ακόμα και τώρα πλοκές, χαρακτήρες και δράσεις, ρητά διακειμενικές, ρητά να ανάγονται στο απώτατο, άχρονο, παρελθόν, αλλά και σαφώς –αναπόφευκτα άλλωστε– να σχολιάζουν τη σημερινή πραγματικότητα. Άλλοι λογοτέχνες μεταφέρουν το μυθικό πρότυπο στην εποχή μας και το ντύνουν με κοστούμια και μπλουτζίν, ενώ άλλοι διατηρούν απόλυτα το αρχαιοελληνικό ένδυμα, μιλάνε για το τότε, αλλά λοξοκοιτάζουν τους προβληματισμούς του 21ου αιώνα.
Τι ψάχνουν, λοιπόν, στα μυθικά σανδάλια; Μάλλον όχι τις διαχρονικές αξίες· αυτές, που τυχόν θα βρίσκαμε όμοιες στην αρχαιότητα και στη μετανεωτερική εποχή, είναι αδιάφορες, είτε επειδή δεν υπάρχουν, είτε επειδή έχουν τόσο μετεξελιχθεί ώστε να έχει χαθεί ο κοινός τους πυρήνας. Ή είναι άραγε η μυθική προϊστορία ένα αγλαές παρελθόν που πάντοτε θέλουμε να αποτελεί τις ευκλεείς μας ρίζες, ένα ένδοξο γρανιτικό στρώμα που υπόγεια στηρίζει την πορεία του έθνους μας αλλά και της ανθρωπότητας ολόκληρης; Μήπως το άχρονο μυθικό παρελθόν είναι μια διέξοδος από την οδυνηρή πραγματικότητα της τρίτης χιλιετίας, και οι συγγραφείς επιζητούν μια τέτοια διαφυγή; Ή τελικά, κοιτώντας ως συγγραφείς ή ως αναγνώστες τον μύθο, κοιτάμε στην ουσία σε έναν θαμπό καθρέφτη, ο οποίος έμμεσα, υπόρρητα, τεθλασμένα δείχνει τον κόσμο μας και τις δικές του αγωνίες για τον άνθρωπο;
Η οπτική γωνία είναι και το βασικό χαρακτηριστικό της προκείμενης επαναγραφής, που δεν παραλλάσσει κατάφωρα τα ομηρικά δεδομένα, αλλά με τη μετακίνηση της εστίασης αλλάζει κυρίως τον τρόπο με τον οποίο εμείς σήμερα τα προσλαμβάνουμε.
Ας δούμε, επομένως, πιο επισταμένα ένα τέτοιο μυθιστόρημα όπως ο Δέκατος χρόνος της Καρολίνας Μέρμηγκα. Ο τίτλος αναφέρεται σαφώς στο τελευταίο έτος του Τρωικού πολέμου και μάλιστα στις πενήντα μία μέρες που καλύπτει η ομηρική Ιλιάδα, αλλά και τα προγενέστερα απ’ αυτές γεγονότα, σε μια πανοραμική θέαση της εκστρατείας των Δαναών. Στο κέντρο είναι ο Αχιλλέας και η οργή του («Μῆνιν ἄειδε θεὰ Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος»), αλλά ο ίδιος δεν μιλά, αφού το μυθιστορηματικό ρούχο που ράβει η πεζογράφος στηρίζεται στον διάλογο της Βρισηίδας με τη Μούσα. Η θεά, για να μιλήσει και να πει όσα ζητά ο ποιητής στο προοίμιό του, πρέπει τώρα πρώτα να τα ακούσει από το στόμα μιας γυναίκας. Αυτή η οπτική γωνία είναι και το βασικό χαρακτηριστικό της προκείμενης επαναγραφής, που δεν παραλλάσσει κατάφωρα τα ομηρικά δεδομένα, αλλά με τη μετακίνηση της εστίασης αλλάζει κυρίως τον τρόπο με τον οποίο εμείς σήμερα τα προσλαμβάνουμε.
Η γυναικεία προοπτική είναι μια τάση της παγκόσμιας φεμινιστικής λογοτεχνίας και σκέψης (από το his-tory στο her-story), όπου το ανδρικό γίγνεσθαι επαναπροσεγγίζεται από τη γυναικεία ματιά κι έτσι ξαναγράφεται η Ιστορία. Ας θυμίσω ενδεικτικά στα καθ’ ημάς την Ιερή παγίδα (εκδ. Πατάκη, 2007) της Λείας Βιτάλη, όπου η αφηγήτρια Ιουστίνη αποδίδει τα αίτια της Άλωσης της Πόλης στην κατάπτωση των ιδεωδών της Αυτοκρατορίας και στην παρακμή των θεσμών της. Σε τέτοιες προσπάθειες, η γυναίκα παρουσιάζεται να μην ενστερνίζεται το πολεμικό πνεύμα, τον ηρωικό τόνο αλλά ούτε και την επίδειξη πυγμής ως μοχλό κίνησης της Ιστορίας.
Έτσι και η Καρολίνα Μέρμηγκα, δίνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανώνυμη κόρη του Βρισέα, ανάγοντάς την σε φορέα λόγου, κάνοντάς την δηλαδή τη φωνή που μιλάει στην Καλλιόπη, τη μούσα της επικής ποίησης, επιδιώκει να ξαναφωτίσει την Ιλιάδα από άλλη πλευρά. Το έπος, λοιπόν, από έργο πολεμικής τόλμης και ηρωικής δόξας γίνεται μυθιστόρημα της αιχμαλωσίας και της γυναικείας ανελευθερίας. Η γυναίκα (η ίδια η Βρισηίδα που συνελήφθη από τον Αχιλλέα, αλλά και η Ελένη που παρουσιάζεται σαν παιχνίδι των θεών, η πένθιμη νύφη Ανδρομάχη, η Χρυσηίδα που ήταν εξίσου λάφυρο και γέρας, η Αμαζόνα Πενθεσίλεια που βρήκε τον θάνατο και τον έρωτα την ίδια στιγμή, η Κασσάνδρα που φυλακίστηκε κι αυτή στην επιστροφή των Αχαιών στην πατρίδα, κ.λπ.) είναι το αναμενόμενο θύμα σε έναν ανδρικό πόλεμο. Έτσι, μέσα από τον θρήνο και την επιβεβλημένη σιωπή το θήλυ καταγγέλλει έμμεσα το πολεμικό πρότυπο που οδηγεί σε αιχμαλωσίες, σε διαλύσεις οικογενειών, σε απώλειες συζύγων και γιων, σε καταστροφές ζωών και υπολήψεων. Καταγγέλλει την Ιστορία που εξελίσσεται εις βάρος των γυναικών.
Είπα και προηγουμένως ότι το κέντρο αυτής της μυθοπλαστικής Αχιλληίδας είναι ο Πηλείδης ήρωας. Δορυφόρος του η Βρισηίδα, που επαναφηγείται τον δέκατο χρόνο της πολιορκίας του Ίλιου, παίρνει τον πόλεμο και το αίμα και το μετουσιώνει σε έρωτα. Το πένθος της αφορμάται από τον έρωτά της. Η συζήτηση με την Καλλιόπη περνά όλα όσα έζησε για να καταλήξει στον έρωτα. Σε ένα είδος ψυχολογικής μεταλλαγής, στο γνωστό σύνδρομο της Στοκχόλμης, η αιχμάλωτη Κίλισσα ερωτεύεται τον Αχιλλέα, ζει την οργή του, ζει τον πόνο του, ζει τον θάνατό του.
Το έπος γίνεται μυθιστόρημα, η πολεμική μανία ερωτικό πένθος, κι έτσι η μυθιστοριογράφος μάς οδηγεί συναισθηματικά και διανοητικά στην επαναβίωση της Ιλιάδας μέσω της γυναικείας φωνής η οποία ξαναϋφαίνει το ομηρικό υφαντό.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Μια γυναίκα είμαι μόνο, αλλά κανένας δεν ξέρει καλύτερα από μια γυναίκα ότι είμαστε εδώ για μια μέρα. Ότι τη μια στιγμή πέφτει το φως του ήλιου πάνω μας και την άλλη είμαστε στο σκοτάδι. Οι γυναίκες το ξέρουμε γιατί εμείς γεννάμε τους ανθρώπους και μετά εμείς τους αποχαιρετούμε – τους πλένουμε, τους μυρώνουμε, τους στολίζουμε, τους θρηνούμε. Γεννάμε, θρέφουμε και θάβουμε. Αυτό κάνουμε, και γι’ αυτό κανένας δεν ξέρει καλύτερα από μας ότι όλα κρατάνε όσο μια μέρα […]. Με βασανίζει η Αφροδίτη αλλά και με κανακεύει, δική της είμαι. Μ’ αρέσει-δεν μ’ αρέσει, εκείνη φωτίζει τον πυρήνα της ύπαρξής μου».