
Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Παναγιωτίδη «Ίχνη στα Όνειρα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βακχικόν. Στην κεντρική εικόνα, ο πίνακας «Το όνειρο» (1883) του Pierre-Cécile Puvis de Chavannes.
Του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου
Ο εξωτερικός κόσμος υπάρχει όπως ο ηθοποιός
επί σκηνής∙ βρίσκεται εκεί, όντας ταυτόχρονα
κάτι άλλο.
Fernando Pessoa (μτφρ. Αλέξανδρος Βέλιος)
Ίσως ήταν το άνοιγμα της συνείδησής μου στην αφήγηση,
η απόλυτη συναίσθηση της σημασίας μου στο ελάχιστο αυτό
σημείο του τόπου και του χρόνου του Σύμπαντος που μου
αναλογούσε. Η σημασία των πραγμάτων αυξάνεται όσο
εννοείς την ασημαντότητά τους –και αυτές τις επτά ημέρες
αυτό ακριβώς εννόησα.
Γιώργος Παναγιωτίδης, Ίχνη στα όνειρα (σελ. 18)
Πρόκειται για έναν εσωτερικό μονόλογο ή για μια πολυπρισματική αφήγηση (multiperspective narration); Έχουμε έναν αφηγητή που εμμονικά αναστοχάζεται ή μιαν αφηγηματική μονάδα που ψάχνει –σαν ιός– έναν ξενιστή για να διεισδύσει και να αναπαραχθεί; Το κείμενο υπακούει στα γνωστά πρότυπα του μαγικού ρεαλισμού (ή ίσως της υπερμυθοπλασίας) ή φλερτάρει με νέα είδη;
Ο λόγος γίνεται για το μυθιστόρημα του Γιώργου Παναγιωτίδη, Ίχνη στα Όνειρα, από τις εκδόσεις Βακχικόν.
Πολλές φορές η κατηγοριοποίηση ενός λογοτεχνικού έργου είναι πραγματικός άθλος για τον κριτικό. Μιας και καλείται να επιλύσει περίπλοκα κειμενικά παζλς και να κινηθεί μέσα σε παράλληλους κόσμους αναζητώντας σήματα και ίχνη που θα καθοδηγήσουν την προσέγγισή του. Άλλοτε το επιτυγχάνει (έστω και μερικώς) κι άλλοτε χάνεται στους δαιδάλους της γενεαλογίας.
Θεωρώ πως το μυθιστόρημα του Παναγιωτίδη ανήκει στο [σχετικά καινούριο] είδος της κβαντικής μυθοπλασίας (quantum fiction) και η διαπίστωση αυτή δεν έχει να κάνει με την ικανοποίηση και μόνο μιας θεωρητικής ανάγκης. Αλλά είναι το βασικό κλειδί ερμηνείας ολόκληρου του βιβλίου.
Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οδηγός, για μένα, στάθηκε η ρευστή κατάσταση των γεγονότων και η έντονη (και πολυεπίπεδη) απροσδιοριστία. Θεωρώ πως το μυθιστόρημα του Παναγιωτίδη ανήκει στο [σχετικά καινούριο] είδος της κβαντικής μυθοπλασίας (quantum fiction) και η διαπίστωση αυτή δεν έχει να κάνει με την ικανοποίηση και μόνο μιας θεωρητικής ανάγκης. Αλλά είναι το βασικό κλειδί ερμηνείας ολόκληρου του βιβλίου. Ήδη το όνομα του είδους απαιτεί από εμάς μια διαφορετική αντιμετώπιση της μυθοπλαστικής πραγματικότητας. Είναι σαν να μας προειδοποιεί πως τίποτε απ’ ό, τι θεωρείται αναμενόμενο δεν χωράει εκεί και πως ένα θολό πέπλο καλύπτει τους ήρωες και τα κίνητρά τους. Πως η γραμμικότητα του χρόνου καταρρέει και πως ένα δίκτυ(ο) πιθανοτήτων καταλαμβάνει ό, τι μέχρι πρότινος περιγράφονταν ως δομή.
Το κείμενο πλέον δεν αποτελεί αρχιτεκτόνημα. Αλλά ένα πεδίο μέσα στο οποίο συγκρούονται αντιτιθέμενες δυνάμεις. Το κλασικό επεισόδιο [ή το κεφάλαιο ή η σκηνή] μετατρέπεται σε ενδεχόμενο (ή νέφος ενδεχόμενων) και η οπτική γωνία σε μιαν εξίσωση με συντελεστές τα πρόσωπα και τους πρωταγωνιστές, τον αφηγητή (ή τους αφηγητές και τις σχέσεις μεταξύ τους) και τέλος τον αναγνώστη.
Ουσιαστικά, ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας τα γνωστά υλικά της λογοτεχνίας του φανταστικού, δημιουργεί μια κβαντική συνθήκη. Πρώτα με τις αλληλοεπικαλυπτόμενες ιστορίες κι έπειτα με την ποιητικότητα της γλώσσας του. Τα σχήματα λόγου καλωσορίζουν μεν τον αναγνώστη στο καινούριο περιβάλλον του μυθιστορήματος, από την άλλη, όμως, η πολυσημία και το αμφιλεγόμενο μπερδεύουν και ζαλίζουν τις αισθήσεις. Ο αναγνώστης –σαν μαγεμένος– παραπατά και σκοντάφτει σε αναιρέσεις της τελευταίας στιγμής και ίπταται συνεχώς πάνω από ένα ψηφιδωτό τυχαιοτήτων που, για να δώσει ολοκληρωμένη τη μορφή του, χρειάζεται κι εκείνος να προσφέρει την προσωπική του (διά)θεση.
Κλείνοντας, θα ήταν λάθος να δούμε το μυθιστόρημα αυτό μόνο ως ένα παιχνίδι σχημάτων και τεχνικών. Πίσω απ’ όλα όσα αναφέρθηκαν, κρύβεται ένας σοβαρός φιλοσοφικός στοχασμός. Ο Γιώργος Παναγιωτίδης, μας προτρέπει να δούμε τις διάφορες πλευρές της εποχής μας και τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζεται η ατομική ταυτότητα. Η ιική αφηγηματική μονάδα που εισβάλει στην ιστορία ή στις διάφορες εκδοχές της ίδιας ιστορίας. Η απουσία οποιασδήποτε βεβαιότητας. Η αγωνία για αυτοπροσδιορισμό. Οι χαοτικές καταστάσεις που αναπτύσσονται στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η αδυναμία γνήσιας επικοινωνίας. Και τελικά, ο εαυτός ως σμήνος ετερόκλητων στοιχείων. Δεν αναπαριστούν τίποτε άλλο παρά αυτά που (ατελώς ίσως…) ορίζουμε ως «μετανεωτερικότητα» και «αποκεντρωμένο υποκείμενο».
Ο Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος είναι δημοσιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και ποιητής. Τελευταία του συλλογή, «Ακύρηχτος πόλεμος» (εκδ. Δρόμων).