
Για τη νουβέλα της Νάσιας Διονυσίου «Τι είναι ένας κάμπος» (εκδ. Πόλις). Στη φωτογραφία εγκλωβισμένοι Εβραίοι μετανάστες σε κάμπους στη Δεκέλεια της Κύπρου το 1947 - 1948 © Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ / Dario Navarra.
Της Έλενας Χουζούρη
Τι είναι αλήθεια ένας κάμπος; Η ερώτηση αυτή φέρνει στο νου μας συνήθως ειδυλλιακές ή βουκολικές εικόνες, πάντως όχι δυσάρεστες ή αποτροπιαστικές. Δυστυχώς όμως είναι τουλάχιστον αποτροπιαστικές οι εικόνες από τα campus που οι βρετανικές δυνάμεις είχαν στήσει στην Κύπρο για να κρατήσουν / αιχμαλωτίσουν δεκάδες χιλιάδες Εβραίους πρόσφυγες –ανάμεσά τους μεγάλος αριθμός επιζώντων των ναζιστικών στρατοπέδων εξόντωσης– προκειμένου να τους εμποδίσουν να μεταβούν στην Παλαιστίνη. Πρόκειται για μια ελάχιστα γνωστή σελίδα της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας για την οποία η Ευρώπη και συγκεκριμένα το Ηνωμένο Βασίλειο φρονώ ότι θα έπρεπε να ντρέπεται.
Προσωπικά την είχα ανακαλύψει κατά τη διάρκεια της έρευνάς μου για το μυθιστόρημά μου Ο θείος Αβραάμ μένει πάντα εδώ (εκδ. Πατάκη) χάρη στο εξαιρετικό βιβλίο των Ιάκωβου Σιμπή και Καρίνας Λάμψα Η ζωή απ' την αρχή (εκδ. Αλεξάνδρεια) και ομολογώ ότι είχα μείνει εμβρόντητη. Διότι αδυνατούσα να πιστέψω ότι μετά την τερατωδία του Ολοκαυτώματος, αντί του απόλυτου σεβασμού και της φροντίδας που όφειλε ο πολιτισμένος κόσμος να επιδείξει στους ελάχιστους, συγκριτικά με όσους αφανίστηκαν, επιζώντες των ναζιστικών στρατοπέδων ή όσων, ακόμη λιγότερων, είχαν διασωθεί, η Μεγάλη Βρετανία επέλεξε την Κύπρο για να τους κλείσει εκ νέου σε στρατόπεδα, προκειμένου να τους εμποδίσει να φτάσουν στην Παλαιστίνη. Μικρά πλοιάρια με στριμωγμένους σ’ αυτά, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, μωρά, απέπλεαν κρυφά από ελληνικές παραλίες, για να βρεθούν αντιμέτωπα με βρετανικά πολεμικά, όταν προσέγγιζαν τις ακτές της Κύπρου. Οι Βρετανοί είτε βούλιαζαν τα πλοιάρια είτε τα σταματούσαν και οδηγούσαν με απίστευτη βιαιότητα εκείνον τον τόσο ταλαιπωρημένο κόσμο στα δικά τους πλοία. Επόμενη στάση τα στρατόπεδα –ως εικόνα θύμιζαν τα ναζιστικά– που είχαν ήδη ετοιμαστεί γι’ αυτό το σκοπό, κοντά στην Αμμόχωστο. Να υπενθυμίσω ότι η Κύπρος τελούσε υπό βρετανική κατοχή (τμήμα της Βρετανικής Κοινοπολιτείας), ενώ η Παλαιστίνη υπό βρετανική εντολή. Η ιδιότυπη αυτή αιχμαλωσία θα διαρκέσει τρία χρόνια και θα λήξει με την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ, το 1948.
Η Νάσια Διονυσίου με την ευαισθησία που χαρακτηρίζει τους Κύπριους πεζογράφους και ποιητές σε σχέση με τα επώδυνα βιώματα που, ως μνήμη, εσωκλείουν και μεταπλάθουν στα έργα τους, μας μεταφέρει, πριν από το 1974, στον ειδυλλιακό κάμπο της σφύζουσας από ζωή Αμμοχώστου, όπου είχαν στηθεί οι βρετανικοί «κάμποι».
Η Νάσια Διονυσίου (Λευκωσία, 1979) με την ευαισθησία που χαρακτηρίζει τους Κύπριους πεζογράφους και ποιητές σε σχέση με τα επώδυνα βιώματα που, ως μνήμη, εσωκλείουν και μεταπλάθουν στα έργα τους, μας μεταφέρει, πριν από το 1974, στον ειδυλλιακό κάμπο της σφύζουσας από ζωή Αμμοχώστου, όπου είχαν στηθεί οι βρετανικοί «κάμποι» [campus αγγλιστί]. Φρονώ ότι η επιλογή της Κύπριας συγγραφέως να αναδείξει λογοτεχνικά αυτήν την σκοτεινή σελίδα που γράφτηκε στον γενέθλιο τόπο της εγκιβωτίζει πολλαπλές μνημονικές διαστρωματώσεις και παραπέμπει σε πολλαπλά σημαινόμενα. Κατ’ αρχάς η ίδια η περιοχή της Αμμοχώστου, πόλη διπλά συμβολική για την κυπριακή ιστορική μνήμη, υπενθυμίζει και τη βρετανική κυριαρχία της νήσου και την τουρκική εισβολή το 1974 και όσα επακολούθησαν, μια πόλη περίκλειστη, έρημη, που πρόσφατα επανήλθε στην επικαιρότητα, με ιδιαίτερα δυσάρεστο τρόπο για τους Ελληνοκύπριους.
Η Διονυσίου αποδεικνύει μια αξιοσημείωτη συγγραφική ικανότητα ως προς το πώς διαχειρίζεται το επίμαχο αυτό κεφάλαιο αλλά και όσα κρύβονται πίσω του. Σεβαστικά αλλά και αποστασιοποιημένα, χωρίς να υποκύπτει σε μελοδραματισμούς. Αποφεύγει να πλάσει μια ευθύγραμμη μυθοπλασία με διακριτούς και αληθοφανείς ήρωες επιλέγοντας την θραυσματική εξιστόρηση η οποία βασίζεται στη μνήμη. Έτσι για το αφηγηματικό χρονικό άλμα στην εποχή όπου στην περιοχή της Αμμοχώστου «άνθιζαν» οι βρετανικοί «κάμποι», δηλαδή το 1947, η συγγραφέας επιλέγει μια σειρά επινοημένων ημερολογιακών καταγραφών από το Σάββατο 26 Απριλίου 1947 έως την Κυριακή 11 Μαίου 1947. Πρόκειται για τις ημερολογιακές καταγραφές ενός Κύπριου δημοσιογράφου (περσόνα της συγγραφέως) ο οποίος καλείται από τον βρετανό διοικητή των στρατοπέδων, να καταγράψει τα αιτήματά τους. «Για την ακρίβεια ζήτησαν μόνον εσένα» λέει με μια δόση ειρωνείας ο διοικητής στον δημοσιογράφο όταν φτάνει στο στρατόπεδο. Καθώς ο δημοσιογράφος περιφέρεται στο στρατόπεδο βλέπει και καταγράφει / περιγράφει στις σημειώσεις του το πώς οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες προσπαθούν να διαχειριστούν τις δυσκολίες της στρατοπεδικής τους καθημερινότητας –κάποιοι τις είχαν ήδη υποστεί στο χειρότερο–, κουβεντιάζει μαζί τους, ακούει τις προσωπικές τους ιστορίες, από τις οποίες οι περισσότερες αναβιώνουν την τερατωδία του Ολοκαυτώματος, αλλά και τις επιθυμίες τους για το πώς θα ήθελαν να είναι κάποια στιγμή, στο μέλλον, η ζωή τους.
![]() |
Η Νάσια Διονυσίου γεννήθηκε στην Κύπρο. Σπούδασε Νομική και Διεθνές Δίκαιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αντικείμενο με το οποίο ασχολείται επαγγελματικά. Διηγήματά της έχουν δημοσιευθεί σε συλλογικές εκδόσεις, καθώς και σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. |
Ταυτόχρονα ο δημοσιογράφος, όπως είναι φυσικό, έρχεται σε επαφή και με τους βρετανούς, οι οποίοι, όπως για τους κρατούμενους, έτσι και για τον ίδιο δεν αποτελούν σύμβολα ελευθερίας και δημοκρατίας, αλλά ακριβώς το αντίθετο. Έτσι λοιπόν, ο σημερινός αναγνώστης γίνεται κοινωνός των πολλαπλών μνημονικών διαστρωματώσεων που ενθυλακώνει η νουβέλα της Διονυσίου. Διευρύνοντας το αφηγηματικό πεδίο η συγγραφέας εμβολίζει ανάμεσα στις ημερολογιακές σημειώσεις του δημοσιογράφου, τρεις διαφορετικές ιστορίες, οι οποίες θεωρώ ότι ενέχουν και μια σχολιογραφική χροιά σε σχέση με την εποχή στην οποία αναφέρονται, ενώ ταυτόχρονα ενδυναμώνουν το μνημιακό υπόστρωμα της νουβέλας. Μάλιστα είναι γραμμένες, με εναλλαγές, και στην ελληνική και στην κυπριακή γλώσσα. Στην πρώτη ιστορία, μια αγρότισσα κρύβει στο σπίτι της έναν Γερμανό αιχμάλωτο πολέμου και συνειδησιακά ταλαντεύεται αν αυτό που κάνει είναι το σωστό ή όχι. Στην δεύτερη ιστορία, ένα σεφαραδίτικο τραγούδι κινητοποιεί τις μνήμες μιας Θεσσαλονικιάς Εβραίας από τον γενέθλιο τόπο της και τις οικογενειακές της απώλειες στο Ολοκαύτωμα. Στην τρίτη ιστορία, ένας νεαρός Κύπριος οδηγός, αψηφώντας τις εντολές της βρετανικής διοίκησης, και με προσωπικό κίνδυνο, φυγαδεύει κρυφά από το στρατόπεδο μερικά εβραιόπουλα.
Επιπροσθέτως, η Διονυσίου επιλέγει το αφηγηματικό εύρημα των ονείρων τα οποία, ως παραισθήσεις των όσων δραμάτων γίνεται κοινωνός την ημέρα, τυραννούν τις νύχτες του δημοσιογράφου. Οι εφιαλτικές μνήμες των κρατουμένων Εβραίων στο βρετανικό στρατόπεδο εμφανίζονται διαμεσολαβημένες μέσα στα όνειρά του, ως αναπαραστάσεις θανάτου. Η συγγραφέας, για να τονίσει ακόμη περισσότερο την απόκοσμη αυτή αίσθηση, χωρίς ωστόσο να την μελοδραματοποιήσει ούτε στο ελάχιστο, εφευρίσκει μια σκιώδη φιγούρα –είναι άραγε ο ποιητής της «Φούγκας του θανάτου»;– να εμφανίζεται στα όνειρα του δημοσιογράφου, ενώ στίχοι από το ποίημα του Πάουλ Τσέλαν, του πιο αντιπροσωπευτικού, ίσως, για το Ολοκαύτωμα, συνοδεύουν αυτές τις εφιαλτικές του παραισθήσεις.
Το βασικό μοτίβο της νουβέλας, στο οποίο αυτή επικεντρώνεται είναι η μνήμη που εγκιβωτίζει τα συναισθήματα της απώλειας του γενέθλιου τόπου, της προσφυγιάς, αλλά και της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας του ανθρώπου στο να διεκδικεί το πού ανήκει.
Η Νάσια Διονυσίου στη σφιχτοδεμένη και καλοδουλεμένη νουβέλα της έχει δώσει ιδιαίτερη προσοχή στη γλώσσα και στο πώς τη χρησιμοποιεί. Θα υποστήριζα ότι και η ίδια η γλώσσα της ορισμένες φορές λειτουργεί ως σχόλιο και ενδυναμώνει τα όσα η αφήγηση καταθέτει ρητά ή πίσω από τις γραμμές. Λόγου χάριν, οι τρεις εμβόλιμες ιστορίες της, οι γραμμένες σε ελληνική και κυπριακή διάλεκτο, εναλλάξ, υποκρύπτουν πολύ περισσότερα από όσα φαίνεται ότι σε πρώτο πλάνο αφηγούνται. Το βασικό μοτίβο της νουβέλας, στο οποίο αυτή επικεντρώνεται είναι η μνήμη που εγκιβωτίζει τα συναισθήματα της απώλειας του γενέθλιου τόπου, της προσφυγιάς, αλλά και της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας του ανθρώπου στο να διεκδικεί το πού ανήκει. Και τελικά το συμβολικό ερώτημα του τίτλου τι μπορεί να είναι –ή σε τι να μετατραπεί– ένας, φαινομενικά, αθώος «κάμπος» παραμένει ως ζητούμενο μέσα στην διαχρονική ιστορία του ανθρώπου.
* Η ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο της μυθιστόρημα, «Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Μια παλιά ιστορία» (εκδ. Πατάκη).
Τι είναι ένας κάμπος
ΝΑΣΙΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
ΠΟΛΙΣ 2021
Σελ. 112, τιμή εκδότη €12,00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΝΑΣΙΑΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Στην είσοδο ο φρουρός – χακί στολή, μπερές, τουφέκι περασμένο στον ώμο. Πίσω του η πινακίδα, φτενή σαν από χαρτί, κόκκινα, κεφαλαία γράμματα να απαγορεύουν την είσοδο. Ακόμα πιο πίσω το συρματόπλεγμα, θυμάμαι πως εισέρχομαι σε στρατόπεδο, πως όλο το νησί είναι ένα βρετανικό στρατόπεδο και εδώ ακόμη παραπάνω. Βρίσκω τον ραβίνο να με περιμένει, με καλεί να περπατήσουμε μαζί. Γυναίκες τρίβουν μέσα σε τενεκέδες τα ασπρόρουχά τους, άλλες παραδίπλα καβουρντίζουν μελιτζάνες πάνω σε αυτοσχέδιες εστίες, κάποιοι άντρες καπνίζουν αμίλητοι. Που και που μέσα από τις σκηνές ακούγονται μωρουδιακά κλάματα, δυο παιδιά κυλούν ένα ποδήλατο χωρίς σούστες, μαζί τους τρέχει και ένα σκυλί. Πλησιάζω μια γυναίκα, μου νεύει να σπρώξω το ρούχινο διαχωριστικό και να κοιτάξω προς τα μέσα, το αντίσκηνο είναι χωρισμένο σε τρία μέρη, μπαίνω στο πρώτο, πέντε κρεββάτια εκστρατείας, μαξιλάρια, λάμπα κηροζίνης. “Μια οικογένεια σε κάθε δωμάτιο” μου λέει η γυναίκα, παρατηρώ πως η μπλούζα της έχει το ίδιο χρώμα με το κουρελιασμένο εσωτερικό της σκηνής, πως είναι καμωμένη από την ίδια φόδρα. Αυτό το μπεζ χρώμα είναι, θαρρώ, πάντα το χρώμα της προσφυγιάς». [σελ. 56-57].