Για το μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου «Ουρανός απ’ άλλους τόπους» (εκδ. Πατάκη). Οικογενειακή φωτογραφία: Άγνωστος δημιουργός © Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης.
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Έχετε δει χειροποίητους σεμέδες, όπου χιλιάδες κλωστές ενώνονται σε σχέδια, γραμμές; Σεμέδες κυκλικούς ή οβάλ, με κενά και με πυκνά νήματα, με απίστευτες λεπτομέρειες, γωνίες και καμπύλες, λεπτοβελονιές, γυριστές, όρθιες, γυρτές; Έχετε δει κλινοσκεπάσματα ολόκληρα, τρία με τέσσερα τετραγωνικά, φτιαγμένα από χέρι μαστόρισσας που με υπομονή έπλεξε το λευκό νήμα, λίγο λίγο; Έχετε παρατηρήσει τη δαντέλα, τις ενώσεις, τα μικρά και μεγάλα σχέδια, με τεχνικές κροσέ ή λασέ, όπου το σύνολο αποζημιώνει το μάτι, ακόμα κι αν δεν μπορεί να συλλάβει τις λεπτομέρειες κάθε πλέξης;
Κάπως έτσι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε το τελευταίο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου, το οποίο είναι ένα τεράστιο εργόχειρο, γραμμένο στην ηπειρωτική διάλεκτο, αποδοσμένη σε μια πιο «γραπτή» μορφή (εννοώ, όχι με φωνογραφική πιστότητα). Πρόκειται για προφορικό λόγο («Χα, χα, χα, μωρέ κόσμε!»), που χαρακτηρίζεται από συγκοπές κι αποκοπές («περσότερες», «έτσι ’μολογιέται»), τις συμπροφορές των λέξεων («εδώγια», «πούημασταν»), την άναρχη σύνταξη και τις ιδιαίτερες γραμματικές καταλήξεις («πεθαινήσκει»), τις αποφθεγματικές θυμοσοφικές ρήσεις («Μπερδέυονται τα άντερα στην κοιλιά, δυο ξένοι δεν θα μπερδευτούν;»), τα τραγούδια, το πλήθος των σύνθετων τύπων («η μπρουτσκοχείλω», «ο ντουφεκαλεύρης») και των κύριων ονομάτων («Μια Αλέξαινα, μια Αντώνη Τσίταινα, μια Γιωρητσίταινα, δυο Γιωρητσίταινες, η Αγγελούδω»). Το λεξιλόγιο αποτελείται κατά βάση από νεοελληνικές λέξεις αλλά και πολλούς ιδιωματικούς τύπους, ενώ δεν λείπουν λέξεις βλάχικες («σαρμανίτσα») και τούρκικες («μαχαλάς»), αλλά και πεποιημένες από το στόμα της απλής γυναίκας του λαού. Όταν κάποια στιγμή στο μέλλον συνταχθεί πίνακας με τις λέξεις του Σωτήρη Δημητρίου στα «ηπειρωτικά» του έργα («Ντιάλιθ’ ιμ’ Χριστάκη», 1987, «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου», 1993, και «Ουρανός απ’ άλλους τόπους»), θα εκτιμήσουμε τον τεράστιο πλούτο τύπων που ο συγγραφέας διασώζει ή κατασκευάζει αναλογικά, πολλοί από τους οποίους εμφανίζονται άπαξ.
Ίσως, όμως, δεν έχει σημασία να σταθεί κανείς στο καθετί, αλλά να βυθιστεί στη γλωσσική αύρα, η οποία αντανακλά τη λαϊκή ψυχή, το ηπειρωτικό ήθος, τον πόνο της ζωής και το αχ πολλών βασάνων. Αυτό είναι και η συγκινησιακή δύναμη του έργου, που ισοδυναμεί με ένα συγκεκριμένο είδος αισθητικής αυταξίας.
Όλο αυτό το γλωσσικό πανηγύρι, βέβαια, δεν σημαίνει αυτόματα λογοτεχνική (αφηγηματική και αισθητική) δεινότητα, κι επιπλέον δυσκολεύει την ανάγνωση. Οι λέξεις γίνονται σκληρές πέτρες στη μέση του δρόμου, όταν δεν γίνονται κατανοητές. Ίσως, όμως, δεν έχει σημασία να σταθεί κανείς στο καθετί, αλλά να βυθιστεί στη γλωσσική αύρα, η οποία αντανακλά τη λαϊκή ψυχή, το ηπειρωτικό ήθος, τον πόνο της ζωής και το αχ πολλών βασάνων. Αυτό είναι και η συγκινησιακή δύναμη του έργου, που ισοδυναμεί με ένα συγκεκριμένο είδος αισθητικής αυταξίας.
Αφολοή, ο συνειρμός μιας ζωής
Αφηγείται η εκατοντάχρονη Αλέξω, που τώρα ζει στην Ηγουμενίτσα, κι αναθυμάται τη φτώχια, τη μετανάστευση, τη δυσκολία της γης, τα λιγοστά φαγητά, τις σχέσεις των ανθρώπων πάνω στα ορεινά χωριά, απ’ την Πόβλα έως τον Τσαμαντά, στα βουνά της Θεσπρωτίας, τη θέση του κοριτσιού, την παντρειά που έμοιαζε με πούλημα, το καθημερινό άχθος, το βαρύ γέλιο, το αργό μοιρολόι… Οι σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικά τα μαυρο-, δολιο-, παλιο- («μαυρογονέοι», «δολιοάνθρωπος», «παλιοτσάνταλα») δείχνουν συναίσθηση και συμπάθεια προς ανθρώπους που μονίμως δεινοπαθούν.
Ο μονόλογος της Αλέξως είναι συνειρμικός. Άλματα, χάσματα, μνήμες, μονοπάτια της σκέψης που περιλαμβάνουν συγγενείς, χωριανούς, συντοπίτες, συμβάντα, κλίματα, δράματα. Τα μικρά κεφάλαια χωρίζουν βοηθητικά τον λόγο της σε τομές, τα γεγονότα στίζονται πού και πού από τόπους και εθνικές συγκυρίες (Ελληνοϊταλικός πόλεμος, Εμφύλιος, σχέσεις με την Αλβανία), όπως ενσωματώθηκαν στην ντόπια ιστορία και καθημερινότητα· οι άνθρωποι, όμως, μοιάζουν γερά ριζωμένοι σε μια Ελλάδα, που δεν αλλάζει από χρόνο σε χρόνο, όσο η τεχνολογία δεν την αλλοιώνει. Η πλέξη απλώνεται φυγόκεντρα, αλλά εντέλει ο άξονας της ζωής της αφηγήτριας, με τα οικογενειακά αλλά και τα εθνικά στιγμιότυπα, ορθώνεται μέσα στα μυριάδες λεπτοδουλεμένα μοτίβα.
Ο Σωτήρης Δημητρίου γεννήθηκε στην Πόβλα Θεσπρωτίας το 1955 και μεγάλωσε στην Ηγουμενίτσα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το έργο του έχει τιμηθεί με το βραβείο διηγήματος της εφημερίδας Τα Νέα (1987), δύο φορές με το βραβείο διηγήματος του περιοδικού Διαβάζω (η τελευταία το 2002 για το βιβλίο του Η βραδυπορία του καλού), μία φορά με το βραβείο του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2013), ενώ το μυθιστόρημά του Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου ήταν υποψήφιο για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Κείμενά του έχουν μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, σε ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους, στο θέατρο. |
Είμαστε σε μια προνεωτερική εποχή. Η ηπειρωτική ενδοχώρα, η ορεινή Μουργκάνα, τα κακοτράχαλα χωριά, η παραδοσιακή νοοτροπία, η πολυμορφική οικογένεια είναι αυτονόητα δεδομένα, που διακλαδίζονται σε όλο το μήκος της αφήγησης. Είναι η νεοηθογραφία που επιστρέφει στο τοπικό, για να στηρίξει την ταυτότητα και να αναζητήσει κρατήματα για το σημερινό άτομο, το οποίο ζει στην εθνική και παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, αλλά πάντα επιζητεί το μικρό και το παλαιικό, για να επαναπροσδιοριστεί.
Η αφηγήτρια είναι εθνικόφρων, ιδεολογικά στο πλευρό του Ζέρβα (αν μπορούμε, βέβαια, να μιλάμε για ιδεολογία σε ένα ασύνειδο επίπεδο στάσης ζωής)· μάλιστα, θυμάται με φρίκη τον φόνο της μάνας της από τους «αντάρτες». Γίνεται, λοιπόν, αντικομουνίστρια που τα ’χει με τους αριστερούς για τα έκτροπά τους (ο διάλογος του Σωτήρη Δημητρίου με τον Θανάση Βαλτινό στο πεδίο αυτό είναι ενδιαφέρων), μιλά για ανταρτοπόλεμο, κατηγορεί τους αντίπαλους για όσα έκαναν σε μια εμφυλιοπολεμική Ελλάδα που σπαρασσόταν πολλαπλά, ειδικά σε τέτοια μικρά μέρη, όπου η διαμάχη παίρνει τόσο πολιτικές όσο και προσωπικές διαστάσεις.
Περισσότερο, όμως, η αφηγήτρια αναμοχλεύει την καθημερινή ζωή από τη γέννηση, τον γάμο ως τον θάνατο. Εστιάζει πολύ στις γυναίκες και στη μοίρα τους, βλέπει τα πράγματα από τη σκοπιά τους, στήνει ένα περισκοπικό μάτι που πηγαινοέρχεται από την πατρική οικογένειά της και το νέο σπίτι της, σαν παντρεύτηκε τον Φώτο, μέχρι το χωριό και τα γύρω μέρη, όπου κάθε άνθρωπος κουβαλά μια ή και περισσότερες ιστορίες. Μοιάζει σαν να μιλά για τον εαυτό της αλλά και για όλες τις γυναίκες της γενιάς της, της προηγούμενης και της επόμενης. Μοιάζει να κεντά –με την αναρχία της «αφολοής»– το πολύπτυχο εργόχειρο μιας ασήμαντης ζωής, που ωστόσο αντανακλά σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα.
H αφηγήτρια αναμοχλεύει την καθημερινή ζωή από τη γέννηση, τον γάμο ως τον θάνατο. Μοιάζει σαν να μιλά για τον εαυτό της αλλά και για όλες τις γυναίκες της γενιάς της, της προηγούμενης και της επόμενης. Μοιάζει να κεντά –με την αναρχία της «αφολοής»– το πολύπτυχο εργόχειρο μιας ασήμαντης ζωής, που ωστόσο αντανακλά σχεδόν έναν ολόκληρο αιώνα.
Κατά πολλούς η γλώσσα είναι λογοτεχνία και η λογοτεχνία είναι γλώσσα. Αν αυτό ισχύει απόλυτα, τότε ο Σωτήρης Δημητρίου γράφει γνήσια λογοτεχνία, όπως και στα προηγούμενα έργα του, στα οποία η εντοπιότητα εκφράζεται στην τοπική διάλεκτο, με προφορικό τόνο και ποιητική χροιά. Η γλώσσα είναι ήθος· διδάσκει έμμεσα το ήθος του λαού, διδάσκει την πιο απλή αλλά και αυθεντική ματιά του. Ήρωας (και μέσω της γλώσσας) είναι ο λαός, διαθλασμένος στα ποικίλα πρόσωπα στα οποία ενσαρκώνεται (πάλι σαν τον Θανάση Βαλτινό), καθώς το μυθιστόρημα δεν στηρίζεται στην υπόθεση, αλλά στην ατμόσφαιρα που αποδίδεται μέσα από τον χειμαρρώδη λόγο και την καθημερινή ομιλία.
Βέβαια τίθεται πάντα –κατά την αργή διέλευση του βιβλίου– το ερώτημα μήπως τέτοια έργα, περίκλειστα, εσωστρεφή και κρυπτικά, τα οποία ομνύουν στον λαϊκό και απλό άνθρωπο, τελικά πετάνε έξω τον αναγνώστη, ειδικά τον απλό και λαϊκό, αυτόν του μέσου όρου, που δεν μπορεί να παρακολουθήσει την αφήγηση. Η γλώσσα και η συνειρμική τους γραφή γίνεται συχνά ελίτ, με άλλον τρόπο βέβαια απ’ αυτόν των μοντερνιστών, αλλά με την ίδια δυσπρόσιτη γραφή, που βάζει φραγμούς στην ανάγνωση.
Ο Σωτήρης Δημητρίου στήνει ένα λεκτικό μνημείο στην ιδιαίτερη πατρίδα του και μαζί στον απλό άνθρωπο και την αίσθηση που έχει για τον κόσμο. Η ζωή μιας ασήμαντης γυναίκας είναι ο μικρόκοσμος μιας ολόκληρης κοινωνίας και μιας ολόκληρης εποχής. Γι’ αυτό η λογοτεχνία τέτοιου είδους αξίζει ως το απαύγασμα του παρελθόντος που μιλά με άλλη γλώσσα στο παρόν.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Ουρανός απ’ άλλους τόπους
ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2021
Σελ. 584, τιμή εκδότη €22,20
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Αυτός ο αντίχριστος ο Γιώρη Ράφτης, για να σκεπάσει την μπολοβίνα, πήρε την Αρετή νύφη σ’ ένα παιδί του. Κοπελόπλη τώρα η Αρετή. Και καλοπόρεψε. Κι απορώ πώς έστερξε η Αρετή. Δεν την έκανε ζάφτι ο πατέρας, του τα κοπάναγε.
Την πήρε από τ’ αυτί να την παντρέψει.
Δεν θέλω να παντρευτώ, τούειπε.
Τότες ο βασιλιάς ήτανε στην εξορία.
Να καρτερέσουμε τον Κώτσιο, είπε ο πατέρας, να δώκουμε την Ρέτω σε ταύτον.
Τότε την έπιακαν τούτη.
Ω μαυροπατέρα, δεν σου ζήτησα παντρειά εγώ ούτε με βασιλιά ούτε με διακονιάρη. Με καένανε δεν παντρεύομαι».