Για τη συλλογή διηγημάτων του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων» (εκδ. Πατάκη). Κεντρική εικόνα © Nafsika G./Unsplash
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
«Στο “Jumbo”» ο αφηγητής παρακολουθεί έναν εβδομηντάχρονο υπερήλικα να σεριανίζει στο πολυκατάστημα παιχνιδιών και να σωρεύει στο καρότσι του παιχνίδια και άλλα μικροαντικείμενα, που πιθανόν είχε στερηθεί όταν ήταν παιδί. Τα ψώνια τα πληρώνει ο αφηγητής που είχε ανάλογα απωθημένα από την παιδική του ηλικία. Βεβαίως, αποκαλύπτεται ότι τον ατημέλητο άνου γέρο τον αναζητούν στο Amber alert κι έτσι, όταν έρχεται η αστυνομία να τον πάρει, η σακούλα μένει στον αφηγητή, που χαίρεται με την από σπόντα ικανοποίηση των δικών του ανεκπλήρωτων παιδικών ονείρων.
Το διήγημα αυτό είναι ένα από τα ενδεικτικά κείμενα, που δείχνουν το πώς χτίζει ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης τις μαγικές κατασκευές του. Το δάπεδο των αφηγήσεών του στηρίζεται γερά σε ρεαλιστικά θεμέλια, και μάλιστα συχνά εξωθείται στο όριο των περιγραφών με άπειρες λεπτομέρειες, όρους, ειδικά ονόματα κ.λπ. τα οποία δίνουν την απόλυτη πραγματολογική βάση. Όμως πάνω σ’ αυτό το πάτωμα συναντά κανείς πολυάριθμα έπιπλα, κάδρα, φωτιστικά, βιβλιοστάτες κ.λπ. που ζουν τη δική τους παράλληλη πραγματικότητα, στο όριο ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, τόσο πραγματική όσο και φανταστική, τόσο ανοίκεια όσο και γνώριμη. Κι εκεί που η λογοτεχνία αποκτά υπόσταση είναι στη σύντηξη του ρεαλιστικού με το παράδοξο.
Γι’ αυτό, όποιος έχει διαβάσει μερικές από τις προηγούμενες καλές συλλογές του Γιώργου Σκαμπαρδώνη θα βρει ίσως το τωρινό βιβλίο αναμενόμενο, συμβατικό, σε μια αέναη σκαμπαρδώνεια επανάληψη.
Τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικά που συναντάμε και σ’ αυτήν τη συλλογή τα έχουμε ξαναδεί και στις προηγούμενες δέκα, από το 1989, όταν ο συγγραφέας ξεκίνησε την πεζογραφική του πορεία, μέχρι σήμερα: η Βόρεια Ελλάδα, η Θεσσαλονίκη και το Άγιο Όρος, οι παράδοξοι τύποι του, τα συμπαθητικά ζώα, οι μηχανές, οι ποικίλες αντιθέσεις που δημιουργούν οξύμωρα σχήματα και άλλα ανάλογα. Γι’ αυτό, όποιος έχει διαβάσει μερικές από τις προηγούμενες καλές συλλογές του Γιώργου Σκαμπαρδώνη θα βρει ίσως το τωρινό βιβλίο αναμενόμενο, συμβατικό, σε μια αέναη σκαμπαρδώνεια επανάληψη.
Ενδεχομένως, λοιπόν, αυτό που αξίζει να κρατήσουμε περαιτέρω, το οποίο πάντα υπήρχε αλλά τώρα επιτείνεται, είναι η νοσταλγία για ένα παρελθόν που χάνεται, αφήνει ίχνη και προκαλεί ευχάριστες ή λυπητερές αναμνήσεις, αναπολήσεις ή αναδρομικές αναβιώσεις. Δέκα τουλάχιστον διηγήματα παραπέμπουν σε αναμνήσεις που ζωντανεύουν άλλους καιρούς: από την παλιά μηχανή με καλάθι έως τη λάμπα από το Πέραν κι από τις καντήλες των παιδιών που έλεγαν τα κάλαντα μέχρι το ζαχαροπλαστείο του 1917. Στα περισσότερα κείμενα, η νοσταλγία υποδεικνύει μια αναλλοτρίωτη ζωή, ενώ –σε πολλά από αυτά– τα απωθημένα των φτωχών παιδικών ή νεανικών χρόνων, που τα στιγμάτιζε η στέρηση και η ανικανοποίητη επιθυμία, πραγματοποιούνται στο παρόν ή στο φαντασιακό των πρωταγωνιστών.
Στα περισσότερα κείμενα, η νοσταλγία υποδεικνύει μια αναλλοτρίωτη ζωή, ενώ –σε πολλά από αυτά– τα απωθημένα των φτωχών παιδικών ή νεανικών χρόνων, που τα στιγμάτιζε η στέρηση και η ανικανοποίητη επιθυμία, πραγματοποιούνται στο παρόν ή στο φαντασιακό των πρωταγωνιστών.
Ξεχωρίζω τρία ακόμα διηγήματα: Στο «Ξαναμοντάροντας τα φτερά» ο αφηγητής αγοράζει μια παλιά μηχανή με καλάθι από τον κυρ-Αιμίλιο, ο οποίος μόλις τη βλέπει φτιαγμένη ξανανιώνει, βγάζει φτερά, ψάχνει πάλι έστω και στο μυαλό του κορίτσια και ξανακούει, μολονότι ήταν ημίκουφος, με κίνδυνο να ακούει και όσα λέει η μέγαιρα γυναίκα του. Στον «Διάδρομο» ο πάτερ Ιωάννης, που ασκητεύει στο Άγιο Όρος, επειδή σκανδαλίζεται από τη μαγεία της φύσης, έχει πάρει έναν διάδρομο γυμναστικής και τρέχει μέσα στο κελί του, μακριά από την ομορφιά του τοπίου, ανεβαίνοντας τον δικό του Γολγοθά, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και στην «Καντήλα στο χώμα» γίνεται λόγος για τις καντήλες των παιδιών που λένε τα κάλαντα, οι οποίες όχι μόνο βοηθούν στο καλαντάρισμα αλλά συνδέουν και τους έλληνες μετανάστες που επιστρέφουν στο χωριό με τις αναμνήσεις τους.
Νομίζω για μια ακόμα φορά ότι το βασικό γνώρισμα του θεσσαλονικιού διηγηματογράφου, ανάμεσα σε άλλα, είναι οι ετερότροπες γραμμές που τέμνονται σε συγκινητικά σταυροδρόμια, γραμμές που φαίνονται ασύμβατες και ασύμπτωτες, αλλά εντέλει συγκινησιακά ή νοητικά διασταυρώνονται.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, κριτικός βιβλίου και συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Πυθαγόρας» (εκδ. Καστανιώτη).
Προσοχή: εποχιακή διέλευση βατράχων
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ
ΠΑΤΑΚΗΣ 2021
Σελ. 232, τιμή εκδότη €13,30
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Πετάει, μου λέει, πετάει η μηχανή. Σκέτη μελωδία. Τι να τις κάνεις, ρε συ, τις γυναίκες. Εγώ τώρα ένιωσα έτσι που είχα να νιώσω από τριάντα χρονών. Χάθηκα, δεν ήξερα πού πήγαινα. Πετάει η μοτοσικλέτα. Τέτοιο φευγάτισμα… Πετούσα κι εγώ –ξεμοντάρισα τα φτερά. Ξαναβρήκα την αναπνοή μου. Σαν να ήμουν σε μια άλλη πόλη, άγνωστη. Σε απίθανα τοπία. Χαλάλι, ρε συ. Χαλάλι. Πώς να το εξηγήσεις; Μπορείς; Δύσκολα. Δεν εξηγιέται. Αφού, να σκεφτείς, ύστερα από ένα τέταρτο οδήγημα, ξεβούλωσαν τ’ αυτιά μου. Κι άρχισα πάλι ν’ ακούω κανονικά. Ακούω τα πάντα πάλι. Βλέπω τα πάντα. Σαν τον λύκο».