του Κώστα Κατσουλάρη
Ο Γιάννης Ευσταθιάδης έχει μέσα στα χρόνια κατακτήσει μια ιδιαίτερη θέση στο χώρο της νεοελληνικής γραμματείας. Αποτελεί μέρος μιας άτυπης ομάδας λογοτεχνών της γενιάς του 70 (σταχυολογώ ενδεικτικά: Δημήτρης Καλοκύρης, Αχιλλέας Κυριακίδης, αλλά και Κώστας Μαυρουδής, Αργύρης Χιόνης) οι οποίοι καλλιεργούν μια παιγνιώδη, γλωσσοκεντρική και πολυπρισματική λογοτεχνία, στης οποίας το DNA «ανιχνεύονται», κατά την προσφιλή έκφραση του Κυριακίδη, Μπόρχες, Ζορζ Περέκ, Ίταλο Καλβίνο, καθώς και πλήθος από άλλες μοντερνιστικές επιρροές, τόσο από τη λογοτεχνία όσο και από τον κινηματογράφο, τη σοβαρή μουσική, τις εικαστικές τέχνες.
Ο Ευσταθιάδης, λογοτέχνης θερμός, αισθαντικός, ίσως ο λιγότερο προγραμματικός, κινείται μεταξύ ποίησης και μικρής αφηγηματικής φόρμας, με σταθερές αναφορές στην κλασική και σύγχρονη ορχηστρική μουσική, στην όπερα, καθώς και στο φαγητό ως μεταφορά πολιτισμικών πρακτικών αλλά και αρχέγονων ορμών. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι κάτω από το προσωπείο «Απίκιος» άγγιξε ένα ευρύτερο κοινό: Οι μποχερσιανές συνταγές του και η μετωπική αποδόμηση μιας γκουρμέ επίφασης τον καθιστούσαν ιδανικό σχολιαστή της νεοελληνικής υπερβολής· και βέβαια, ερήμην του, σαρωτικό σαρκαστή της σημερινής τηλεοπτικής μαγειρικής.
Στον «Καθρέφτη», συνθέτει μια σειρά από παραλλαγές πάνω στις πολλαπλές ιδιότητες και συμπαραδηλώσεις του κατόπτρου, πότε μέσα από την ψυχρή, απογυμνωτική του λειτουργία και πότε ιδωμένου ως συμβόλου της συνείδησης, της αυτογνωσίας, του ναρκισσισμού ή και του θανάτου. Τα κείμενα συχνά ακολουθούν ακόμη και μορφολογικά τον καθρέφτη, άλλοτε κυριολεκτώντας –όπως το διήγημα «Να διαβαστεί με καθρέφτη», το οποίο για να αναγνωστεί σωστά πρέπει να τοποθετηθεί μπροστά σε πραγματικό καθρέφτη– και άλλοτε εικονοποιώντας – όπως το «Σπασμένο καθρεφτάκι», στο οποίο το κείμενο εμφανίζεται θρυμματισμένο, καθώς και τα νοήματα που επιχειρεί να ανασυνθέσει.
Οι καθρέφτες του Ευσταθιάδη αποκαλύπτουν, αποκρύπτουν, διαστέλλουν και συστέλλουν την πραγματικότητα, γνωρίζουν το δολοφόνο αλλά και τον προδομένο εραστή, παραμορφώνουν. Όμως, ακόμη και τότε, πάντοτε αντανακλούν την αλήθεια: «Τίποτε δεν παραμόρφωσαν οι καθρέφτες, τίποτε δε μεγέθυναν, καμιά ασημένια κατάθεσή τους δεν έχει ψευδομαρτυρήσει… Απόδειξη: τα μαλλιά μου παραμένουν ίδια άσπρα.» (Παραμορφωτικοί καθρέφτες)
Τοποθετώντας τον εαυτό του «μπροστά στον καθρέφτη», ο Ευσταθιάδης αναμετράται με ένα αιώνιο και πανανθρώπινο σύμβολο, το οποίο πλησιάζει με προσεκτικές, κυκλωτικές κινήσεις, έχοντας ως εφόδια –τι άλλο;– ποίηση, λογοτεχνία, τέχνη. Ο Εμπειρίκος, ο Ραβέλ, ο Ταρκόφσκι, λειτουργούν ως πολιορκητικοί κριοί απέναντι στο γητευτικό του μυστήριο, στο φως που αντανακλά και στο σκοτάδι που τον περιβάλει. Μέσα από τα πολλαπλά του πρόσωπα, μα χωρίς να έχει πραγματικά πρόσωπο (δείτε τη σύνθεση του Δ. Καλοκύρη στο εξώφυλλο, με το πρόσωπο της γυναίκας να χάνεται πίσω από κάτι σκοτεινό, μεταλλικό, ξένο), ο Καθρέφτης αναδεικνύεται τελικά ως ο μεγάλος Άλλος, ο απόλυτος Κύριος του παιχνιδιού της ζωής. «Πόση νύχτα υπάρχει στους καθρέφτες του! Ένας μεγάλος μαύρος ύπνος που αχνοφέγγει στο ανοιχτό και στο σκούρο της τονικότητας, όχι θλίψη, ούτε χαρά, μια παρωδία μόνο των μορφών, μια ανατομία της σκιάς που είμαστε» (Επτά συνώνυμοι αντικατοπτρισμοί).
Καθρέφτης
Γιάννης Ευσταθιάδης
Ύψιλον 2010
ΣΕΛ. 101, ΤΙΜΗ €12,00