Για την αρθρωτή νουβέλα του Άγη Πετάλα & του Κώστα Θ. Καλφόπουλου «Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις» (εκδ. Εστία).
Της Νίκης Κώτσιου
To Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις των Άγη Πετάλα (γεν.1978) και Κώστα Θ. Καλφόπουλου (γεν.1956) είναι μια ιδιάζουσα αρθρωτή νουβέλα. Το πρόπλασμα και η μαγιά βρίσκονται στο 800 λέξεων αστυνομικό διήγημα που κλήθηκε να γράψει ο Καλφόπουλος για τις ανάγκες της Εφημερίδας των Συντακτών. Στη συνέχεια, το σύντομο αλλά ατμοσφαιρικό αυτό διήγημα διευρύνθηκε, εμπλουτίστηκε, επεκτάθηκε και, με τη δημιουργική συμβολή του Πετάλα, οδηγήθηκε σε αναπάντεχες ατραπούς και έλαβε ένα απροσδόκητο τέλος. Καθένας απ’ τους δύο συγγραφείς πλάθει, σε διαφορετικές, διακριτές αφηγήσεις, έναν έφηβο πρωταγωνιστή, που ζει σε διαφορετική εποχή κι έχει συνήθειες και ιδέες, που προσιδιάζουν στη γενιά του. Ο Καλφόπουλος τοποθετεί τον ήρωά του στο καλοκαίρι του ‘68, σε μια χρονιά που συντάραξε τον κόσμο (Ολυμπιακοί Αγώνες στο Μεξικό, δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι, Άνοιξη της Πράγας, απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου από τον Αλέκο Παναγούλη) και ο Πετάλας είκοσι χρόνια μετά, στο καλοκαίρι του ‘88, στην Ελλάδα της Αλλαγής. Για τις ανάγκες της αφήγησης, ο έφηβος του Καλφόπουλου, ώριμος πια, θα συναντηθεί και θα συνυπάρξει με τον έφηβο του Πετάλα ως θείος που φιλοξενεί τον ανιψιό. Προερχόμενοι από διαφορετικές εποχές, οι δύο έφηβοι φέρουν ο καθένας από ένα διαφορετικό αξιακό και συναισθηματικό φορτίο αλλά διαφέρουν μεταξύ τους και ιδιοσυγκρασιακά.
Καλοκαίρι του ’68
Τα αφηγήματα της εφηβείας είναι αφηγήματα μύησης. Οι έφηβοι προετοιμάζονται να εισέλθουν στον κόσμο των ενηλίκων μέσ’ από δοκιμασίες γνωριμίας με τον έρωτα και τον θάνατο. Ο έφηβος του Καλφόπουλου είναι αιθεροβάμων κι ονειροπόλος. Ζει μια έντονη και πλούσια εσωτερική ζωή περιστοιχισμένος από αγαπημένα αναγνώσματα και παιχνίδια. Παραθερίζοντας στα νότια προάστια, παρακολουθεί με τα κιάλια απ’ το μπαλκόνι του την εναέρια κίνηση των αεροπλάνων, λίγο πριν φτάσουν στο Ελληνικό. Κοιτάζει ψηλά και συναρπάζεται από το αίνιγμα των αιθέρων. Έχει μείνει μετεξεταστέος στα βαρετά λατινικά αλλά δεν παύει να Θρώσκει άνω αδιαλείπτως, για να ξεφύγει από τα ανούσια μαθήματα, που τον προσγειώνουν ανώμαλα στην πραγματικότητα. Το όραμά του βρίσκεται στον ουρανό, κοιτάζει ψηλά και ρεμβάζει. Με στρατιωτάκια και συναρμολογούμενα αναπαριστά σκηνές πολεμικής εποποιίας, μέσ’ από το παιχνίδι αφουγκράζεται τον αχό της ιστορίας και αρχίζει να μυείται στις ιδέες της ανδρείας και του θάρρους. Ένας φίλος τον παροτρύνει να διαβάσει τη Ζωή εν τάφω του Μυριβήλη, γιατί είναι «πολεμικό» κι εκεί θα βρεί ένα ρεπερτόριο ανδραγαθημάτων και ίσως ρωμαλέας αρρενωπότητας.
Ο Καλφόπουλος τοποθετεί τον ήρωά του στο καλοκαίρι του ‘68, σε μια χρονιά που συντάραξε τον κόσμο και ο Πετάλας είκοσι χρόνια μετά, στο καλοκαίρι του ‘88, στην Ελλάδα της Αλλαγής.
Ωστόσο, όταν ο εν λόγω νεαρός στρέψει τα κιάλια του χαμηλά, θα συναντηθεί με ένα αναπάντεχο θέαμα άλλου είδους και άλλης τάξεως. Στο μπαλκόνι της απέναντι μονοκατοικίας, το θέαμα μιας ημίγυμνης θεσπέσιας γυναίκας, μισοκαλυμμένης με μία κίτρινη εσάρπα, συνταράσσει βαθιά τον έφηβο και προσανατολίζει το βλέμμα του σε άλλες κατευθύνσεις.
«Ήταν ένα θεϊκό, θεσπέσια λαξευτό κορμί, πιο σωστά ένα γυμνό σώμα με τέλειες αναλογίες, που θύμιζε λίγο τις γυναίκες του Φλαμανδού ζωγράφου της εποχής του μπαρόκ Πέτερ Πάουλ Ρούμπενς, τις λεγόμενες Rubensfiguren. Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, με αχτένιστα πυκνά ξανθά μαλλιά μέχρι τους ώμους, τροφαντή και χυμώδης, με πλούσιες και αρμονικές καμπύλες, με σώμα αλαβάστρινο».
Η μονοκατοικία, καταμεσής ενός μεγάλου αφρόντιστου κήπου (της Εδέμ...), στεγάζει μια κόρη της Εύας, που έρχεται να στοιχειώσει αμετάκλητα τον λαθραίο θεατή. Ο νεαρός αποκομίζει αισθητική συγκίνηση στο ξαφνικό αυτό συναπάντημα με το ωραίο και παρατηρεί το σώμα με δέος και θαυμασμό, όπως θα παρατηρούσε ένα έργο τέχνης. Η εξ αποστάσεως οπτική επαφή με το γυναικείο κάλλος παράγει ένα αθώο σκίρτημα, που δεν είναι σωματικό αλλά ψυχικό. Μπροστά στο φανέρωμα της ομορφιάς, ο νεαρός μένει κεραυνοβολημένος απ΄την πρωτοφανή εμπειρία και αναστατώνεται όσο ποτέ. Η ενασχόλησή του με τις ανώτερες σφαίρες και η εγγενής του ευγένεια τον ωθούν να εξιδανικεύει και δεν επιτρέπουν κανένα χυδαίο συνειρμό, που θα υποτιμούσε ή θα βεβήλωνε το αντικείμενο του θαυμασμού του. Πάνω στην ημίγυμνη γυναίκα, ο έφηβος αντικρίζει την «ουρανία» Αφροδίτη, όχι την «πάνδημο».
«Ήταν τόσο εκθαμβωτικό το θέαμα που περιέργως πώς ούτε που μου πέρασε κάποια πονηρή σκέψη από το μυαλό».
Είκοσι χρόνια μετά, στα ίδια μέρη θα εμφανιστεί απρόσμενα ένας άλλος έφηβος, για την επινόηση του οποίου είναι υπεύθυνος ο Άγης Πετάλας. Ο Πετάλας παίρνει τη σκυτάλη από τον Καλφόπουλο και, σαν σε σίκουελ, προχωρά παραπέρα την ιστορία και τής δίνει νέες διαστάσεις, Ο παράτολμος «ανιψιός», παιδί των 80s, πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε ο αιθεροβάμων έφηβος των 60s και αναλαμβάνει την εξερεύνηση της ερημωμένης πια μονοκατοικίας του ’68 αποκαλύπτοντας στον «θείο» του μια εντελώς διαφορετική εκδοχή της πραγματικότητας, που αναδύεται από το σκοτεινό παρελθόν.
Καλοκαίρι του ’88
Ο ανιψιός δεν έχει και πολλές ομοιότητες με τον θείο, ο έφηβος των 80s διαφέρει ριζικά από τον έφηβο των 60s. Οράματα, αξίες και ιδανικά έχουν αλλάξει άρδην, μαζί με τα πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Η κουλτούρα του ευδαιμονισμού και της κατανάλωσης, το περίσσευμα ελευθερίας και η επιθετική χειραφέτηση φέρνουν τεκτονικούς μετασχηματισμούς στην κοινωνία και μετατοπίζουν όλο το οικοδόμημα στα «αριστερά» (;) Ο έφηβος ανιψιός έχει εντελώς διαφορετικές προσλαμβάνουσες, μεταβολίζει αλλιώς τα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου, είναι δεκτικός στο μοντέρνο και καλοδέχεται τις πρωτοπορίες. Μαγεύεται απ’ το ακραίο, τον συνεπαίρνει το εκκεντρικό. Βρίσκει παρωχημένη και παλιακή την παρακαταθήκη της γενιάς των γονιών του, αναζητά εναγωνίως το καινούριο και ανατρεπτικό. Θέλγεται από ακούσματα, διαβάσματα και ιδέες, που θέλουν να εγκαινιάσουν κάτι καινούριο και ριζοσπαστικό. Ούτως ή άλλως, ο έφηβος οφείλει να δείχνει με την παρουσία και τη συμπεριφορά του ότι ο κόσμος αλλάζει και μεταβάλλεται.
Με τον λεπταίσθητο κι αιθέριο έφηβο του ‘60 συντελείται μια διαδικασία μάγευσης και απογείωσης. Το όραμά του είναι ρομαντικό και ιδεαλιστικό. Ο γήινος και πραγματιστής έφηβος του ‘80, απενοχοποιημένος και χοϊκός, μας οδηγεί σε μια απότομη απομάγευση.
Οι εφηβικές ταυτότητες που αναδύονται στο ανά χείρας έργο, είναι συναρπαστικές και εικονογραφούν ανάγλυφα, μαζί με τα πρόσωπα, και τις εποχές. Κάθε γενιά αντιλαμβάνεται και προσλαμβάνει την πραγματικότητα αλλιώς, με διαφορετική απόκριση στα ερεθίσματα. Με τον λεπταίσθητο κι αιθέριο έφηβο του ‘60 συντελείται μια διαδικασία μάγευσης και απογείωσης. Το όραμά του είναι ρομαντικό και ιδεαλιστικό. Ο γήινος και πραγματιστής έφηβος του ‘80, απενοχοποιημένος και χοϊκός, μας οδηγεί σε μια απότομη απομάγευση. Δεν αντικρίζει τη ζωή από την ασφαλή απόσταση του παρατηρητή αλλά θέλει ν’ αδράξει τη μέρα με δύναμη κι ορμή.
Η νουβέλα βρίθει από αναφορές σε βιβλία, ταινίες και τραγούδια, που συγκροτούν αναγνωρίσιμα σημεία αναφοράς και φτιάχνουν νεανικές «μυθολογίες». Λογοτεχνία, κινηματογράφος και μουσική είναι πάντα οι κοινοί τόποι, όπου όλοι έφηβοι επανέρχονται διαρκώς αντλώντας ερεθίσματα και έμπνευση. Οι έφηβοι του βιβλίου, από διαφορετικές αφετηρίες και γενιές, «συναντιούνται» μέσα στον κόσμο της τέχνης κι έτσι κατανοούν ο ένας τον άλλο, στο βαθμό που το καταφέρνουν. Με όχημα την τέχνη εξερευνούν τη ζωή και επικοινωνούν μεταξύ τους ανακαλύπτοντας σημεία επαφής, που μένουν αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο λειτουργώντας ως γέφυρες.
Το ύφος του Καλφόπουλου είναι στιβαρό, τρυφερό, ήρεμο, διαποτισμένο από λεπτή μελαγχολία. Το ύφος του Πετάλα είναι ανάλαφρο, πνευματώδες, ειρωνικό, κατά τόπους παροξυσμικό.
Ωστόσο, η απρόσμενη τροπή που δίνει στην υπόθεση ο Πετάλας οδηγεί τη νουβέλα σε μια άλλη τροχιά, που την εκτρέπει από την αρχική πορεία της πηγαίνοντάς την αλλού. Τα αποκαλυπτικά γράμματα που βρίσκει ο ανιψιός στην παρατημένη μονοκατοικία ξεκλειδώνουν το παλιό μυστήριο και γυρίζουν το χρόνο πίσω ακτινογραφώντας την ταραγμένη εποχή του πολέμου και της κατοχής. Τα ίδια αυτά γράμματα, κόντρα στην εν πολλοίς ειδυλλιακή ατμόσφαιρα των εφηβικών καλοκαιριών και τον μέχρι τότε ήσυχο κυματισμό της πλοκής, παράγουν μιαν απρόσμενη θύελλα. Κόντρα σε κάθε εύλογη αναγνωστική προσδοκία, τα γράμματα εισάγουν ένα εκρηκτικό στοιχείο που συγκλονίζει κι αλλάζει εντελώς τον προσανατολισμό δυναμιτίζοντας την ατμόσφαιρα.
Στη νουβέλα συνολικά δεν υπάρχει ενότητα ύφους κι αυτό είναι θεμιτό, κάθε συγγραφέας χειρίζεται διαφορετικά το λόγο αλλά και την πλοκή. Το ύφος του Καλφόπουλου είναι στιβαρό, τρυφερό, ήρεμο, διαποτισμένο από λεπτή μελαγχολία. Το ύφος του Πετάλα είναι ανάλαφρο, πνευματώδες, ειρωνικό, κατά τόπους παροξυσμικό. Παρά, ωστόσο, τις εμφανείς διαφορές, αυτές οι διασταυρώσεις είναι πάντα γόνιμες και ευπρόσδεκτες, ακόμα και όταν παράγουν έντονη ανομοιογένεια.
* Η ΝΙΚΗ ΚΩΤΣΙΟΥ είναι φιλόλογος.
→ Στην κεντρική εικόνα η Μπέτυ Λιβανού από την ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου «Οι απέναντι» (1981).
Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις
ΑΓΗΣ ΠΕΤΑΛΑΣ & ΚΩΣΤΑΣ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΣΤΙΑ 2020
Σελ. 104, τιμή εκδότη €11.00
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΓΗ ΚΕΦΑΛΑ
& ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Θ. ΚΑΛΦΟΠΟΥΛΟΥ