
Για τη νουβέλα του Ιγνάτη Χουβαρδά «Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις» (εκδ. Νησίδες) – η ημερολογιακή αποτύπωση ενός επώδυνου χωρισμού.
Του Παναγιώτη Γούτα
Ο Ιγνάτης Χουβαρδάς, γεννημένος στη Βέροια το 1965, πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1987 με την ποιητική του συλλογή Ροζ σκηνικά (εκδ. Βαλεντίνη). Τριάντα τρία χρόνια τώρα μοιράζει τη λογοτεχνική του παραγωγή ανάμεσα στην πεζογραφία και στην ποίηση ισόποσα (συνολικά: επτά ποιητικές συλλογές και οκτώ βιβλία πεζογραφίας). Τα ποιητικά του βιβλία δεν προηγήθηκαν όλα των πεζογραφικών για να μπορούμε να μιλήσουμε για ποιητή που στη συνέχεια στράφηκε στον πεζό λόγο (συνηθισμένη εν Ελλάδι περίπτωση), αλλά πρόκειται για λογοτέχνη που έχει το χάρισμα (ή το προνόμιο) να τα καταφέρνει εξίσου καλά και με τις δύο αυτές μορφές λόγου. Στο αυτί του τελευταίου του βιβλίου διαβάζουμε πως «Κεντρικό θέμα στα κείμενά του η προσέγγιση της θηλυκότητας, οι ιστοί της γοητείας ανάμεσα στους ερωτευμένους και στο πρόσωπο που τον γοητεύει». Θα πρόσθετα εκ των υστέρων και τη φράση «με όλα τα βασανιστικά επακόλουθα αυτής της προσέγγισης».
Η ερωτική «δράση» που την προδίδει η τεχνολογία
Το τελευταίο βιβλίο του Χουβαρδά, η νουβέλα Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις, είναι το χρονικό ενός χωρισμού δύο νέων ανθρώπων, του Νικήτα και της Λουκίας, που ωστόσο δεν είναι ούτε απλά επώδυνο αλλά ούτε και λυτρωτικό. Είναι αργό, δίχως προφανές και ιδιαιτέρως σοβαρό αίτιο, με διακυμάνσεις και περιόδους επανασύνδεσης εκ μέρους των ηρώων, στοιχεία που το καθιστούν εντέλει, ιδίως από την πλευρά του ήρωα, σπαραχτικό. Ο αφηγηματικός τόπος είναι η Κομοτηνή της τριετίας 2015-2018, ωστόσο ο τόπος αυτός εναλλάσσεται λόγω των μετακινήσεων του ήρωα στην Κέρκυρα, στη Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη ή απομακρυσμένες πανσιόν της Ξάνθης ή σε άλλα μέρη της Βορείου Ελλάδος. Η Λουκία έχει μια κόρη από παλιότερη τραυματική της σχέση, κάτι που, κατά τα φαινόμενα, συγκίνησε τον Νικήτα που δέθηκε μαζί της (και με το παιδί), ελκυόμενος από αυτή την ευάλωτη πτυχή της συμβίας του. Η σχέση τους διαρκεί δώδεκα χρόνια.
Ο αφηγηματικός τόπος είναι η Κομοτηνή της τριετίας 2015-2018, ωστόσο ο τόπος αυτός εναλλάσσεται λόγω των μετακινήσεων του ήρωα στην Κέρκυρα, στη Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη ή απομακρυσμένες πανσιόν της Ξάνθης ή σε άλλα μέρη της Βορείου Ελλάδος.
Ωστόσο ο Νικήτας είναι ερωτύλος, εξιδανικεύει άλλες γυναίκες, κυνηγά όπως ένας εξαρτημένος από ουσίες τη θηλυκή ομορφιά, επικοινωνώντας και φλερτάροντας με γνωστές του, παλιές φιλενάδες και άλλες, όχι τόσο για σαρκική απόλαυση, όσο λόγω της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσής του που τον αναγκάζει να κυνηγά, να παρατηρεί, να θαυμάζει και να καταγράφει (ή και να φαντασιώνεται) από τη γυναικεία μορφή και τη γυναικεία ιδέα. Η «δράση» του Νικήτα, που κρατά ημερολόγιο στον υπολογιστή του με σκέψεις για τις επαφές του, γίνεται αντιληπτή από τη Λουκία – και η εμπιστοσύνη της προς το πρόσωπό του κλονίζεται. Η συνέχεια, με πολλές εξάρσεις και σκαμπανεβάσματα στην επικοινωνία των δύο αυτών ανθρώπων, αποκτά καφκικού τύπου (όσο δόκιμος είναι αυτός ο όρος) χαρακτηριστικά: φόβος, πανικός, ψήγματα τύψεων εκ μέρους του Νικήτα, ζήλια, παραλογισμός, αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά εκ μέρους της Λουκίας, κινήσεις και προσπάθειες εκατέρωθεν που πέφτουν στο κενό, ασυνεννοησία που αγγίζει ψυχωτικές ή ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές. Ο συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά για τον τρόμο που μπορεί να ενσταλάξει στους ανθρώπους η τεχνολογία, μια τεχνολογία που αγνοεί την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων:
«Πάντα έβρισκε κάποια αφορμή για να με θεωρήσει ύποπτο. Γιατί, άραγε, άκουσα εκείνο το τραγούδι; Μήπως επειδή σκέφτομαι την πρώην; Γιατί ψάχνω αυτήν την ταινία; Τι θα μπορούσε να με εμπνεύσει στην πλοκή της, στα πλάνα της; Γιατί ψάχνω αυτό το γκάτζετ; Όλα είναι ύποπτα. Οι αναζητήσεις μου στο διαδίκτυο είναι ένας αξονικός τομογράφος των κρυφών επιθυμιών μου. Όσα μέτρα προφύλαξης και αν πάρω, αυτοί οι διάβολοι οι υπολογιστές θα βρουν τρόπο να με εκθέσουν. Όπως και το κινητό. Οι δήθεν ευκολίες που έχουμε είναι αυτές που θα μας προδώσουν. Όσα θα μπορούσαν να μ’ ενοχοποιήσουν, έμαθα να τα σβήνω από το ιστορικό του υπολογιστή κι από το κινητό. Όμως η περίφημη τεχνητή νοημοσύνη είναι πάντα πιο ύπουλη».
Ο ήρωας απομονώνεται και αναστοχάζεται
Στις ωραιότερες στιγμές του βιβλίου οι σελίδες όπου ο Νικήτας απομονώνεται για να βρει τον εαυτό του, για να αποστασιοποιηθεί από τη Λουκία, κι εκεί όπου στοχάζεται ή παρατηρεί άλλα πρόσωπα ή τοπία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει πώς ο ήρωας, ακόμη και σε τέτοιες φορτισμένες για τον ίδιον στιγμές, δεν παύει να ψηλαφεί, να κυνηγά ή να φαντασιώνεται τη θηλυκή μορφή, ακόμη κι αν αυτή, στο παρελθόν, τον έχει επιβαρύνει με γκρίνια, ζήλια, καχυποψία και αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά. Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει η όλη στάση του Νικήτα, που πιστεύει πως λειτουργεί αυθόρμητα με τις άλλες γυναίκες, και πως η όλη του στάση δεν είναι προδοτική απέναντι στη σύντροφό του, αλλά έντιμη και ειλικρινής. Αντιγράφω ένα άλλο σημείο του βιβλίου όπου ο ήρωας, ευρισκόμενος μόνος του στην Κέρκυρα, φαντασιώνεται την ύπαρξη ενός κοριτσιού-φάντασμα να τριγυρνά στα καντούνια της:
«Σκέφτομαι πως όλη αυτή η απαρίθμηση είναι απατηλή, γιατί η ψυχή αυτού του νησιού είναι η διαμεσολάβηση ανάμεσα στα τουριστικά αξιοθέατα, το ανάμεσα, εκεί που τελειώνει το ένα και ξεκινά το άλλο, και σε αυτό το μεταβατικό διάστημα, ανάμεσα στα σοκάκια και στις σιωπές των υποβλητικών σπιτιών, κινείται ένα φάντασμα, ένα κορίτσι που θα με πλανέψει, που μου ψιθυρίζει μυστικά, που μου ξυπνά ανομολόγητα πάθη, και όσο το πλησιάζω μεθυσμένος, ψελλίζοντας βλάσφημες κουβέντες, με εκδικείται με όλη τη βανίλια και τη μέντα της παιδικής ηλικίας».
Τέλος, δυο λόγια και για τη Λουκία. Πρόκειται για την επιτομή της νέας γυναίκας, που ψάχνει και ψάχνεται, αναζητά σίγουρο απάγκιο στους άνδρες, απογοητεύεται από την «άπιστη» στάση του συντρόφου της, απομακρύνεται και επιστρέφει ξανά αναποφάσιστη, επιδιώκει επανασύνδεση, αλλά ο νους της και η καρδιά της τρέχουν ήδη μακριά του. Εντέλει ύστερα από δώδεκα χρόνια δεσμού χωρίζει. Πειστική ηρωίδα μιας καθημερινότητας λίγο ξεπερασμένης λογοτεχνικά, αληθινή όμως και υπαρκτή. Μια μάχιμη σημερινή φεμινίστρια πάντως πιθανότατα θα διαφωνούσε κάθετα με την ανεξήγητη υπομονή της απέναντι στον ασταθή, αφερέγγυο και ελαφρώς ανώριμο σύντροφο, που δεν αντιλαμβάνεται καν την προβληματική συμπεριφορά του στο πρόσωπό της.
Η χαμηλόφωνη, εξομολογητική τάση της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης
Ο Χουβαρδάς, παιδί της χαμηλόφωνης, εσωτερικής λογοτεχνικής τάσης που καθιέρωσε στη Θεσσαλονίκη ο Χριστιανόπουλος με τη «Διαγώνιο» (Χριστιανόπουλος, Ριτσώνης, Σφυρίδης, Μπακονίκα, Καλούτσας, Δαμιανίδης, Δημητράκος κ.ά.) αγγίζει με τα βιβλία του θέματα που μερίδα των σημερινών κριτικών, θεωρώντας τα ιδιαιτέρως προσωπικά, τα παραβλέπει, κάνει πως δεν τα αντιλαμβάνεται ή τα αντιμετωπίζει ως «μπαγιάτικα» και «ιδιοσυγκρασιακά».
Και μόνο η τόλμη του και η επιθυμία του να εκθέσει και να εκτεθεί, σε συνδυασμό με την «έλλειψη εαυτού» που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της σημερινής λογοτεχνίας μας, καθιστούν τον Χουβαρδά αξιοσημείωτο λογοτέχνη, και τα βιβλία του ενδιαφέροντα, ειλικρινή και συγκινητικά.
Πιστεύω πως, γενικά, η απλή και κατανοητή γραφή του σε συνδυασμό με τη χαμηλόφωνη εξομολογητική διάθεση και το ιδιαίτερο, ευάλωτο και αλαφροΐσκιωτο στοιχείο των ηρώων του (για την ακρίβεια, του εκάστοτε ήρωά του που λειτουργεί κάθε φορά ως συγγραφικό προσωπείο), πείθουν και κερδίζουν τον αναγνώστη. Μπορεί, κάποιες φορές, οι ήρωές του να στερούνται εκείνης της ιδιαίτερης οντολογικής βαρύτητας που απαιτείται για να σταθούν σ’ ένα έργο ξεχωριστό, μπορεί ο ίδιος ο συγγραφέας να εμμένει σε γνώριμες καταστάσεις του λογοτεχνικού παρελθόντος του, όμως και μόνο η τόλμη του και η επιθυμία του να εκθέσει και να εκτεθεί, σε συνδυασμό με την «έλλειψη εαυτού» που χαρακτηρίζει μεγάλο μέρος της σημερινής λογοτεχνίας μας, καθιστούν τον Χουβαρδά αξιοσημείωτο λογοτέχνη, και τα βιβλία του ενδιαφέροντα, ειλικρινή και συγκινητικά.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η συλλογή με νουβέλες «Μποέμ και Ρικάρντο» (εκδ. Κέδρος).
→ Στην κεντρική εικόνα: Πίνακας του αργεντίνου © Eduardo Newark.
Αυτά που δεν πρέπει να ομολογήσεις
ΙΓΝΑΤΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
ΝΗΣΙΔΕΣ 2020
Σελ. 166, τιμή εκδότη €8,50