Για το μυθιστόρημα της Βάσιας Τζανακάρη «Αδελφικό» (εκδ. Μεταίχμιο). Φωτογραφία: Η Λίλη Παπαγιάννη από την «Εκδρομή» (1966), σε σκηνοθεσία Τάκη Κανελλόπουλου.
Του Διονύση Μαρίνου
Για κάποια άλλα κουρέλια του παλιού καλού καιρού, όλα άρχισαν από τότε που ο κρετίνος ο Πέρι Κόμο τραγούδησε την Γκλεντόρα. Όλα όσα ακολούθησαν είναι πια Ιστορία. Στην τωρινή ιστορία, αυτή της Βάσιας Τζανακάρη, όλα ξεκίνησαν τη μέρα που πέθανε ο Ντέιβιντ Μπόουι. Σαν να λέμε: στις 10 Ιανουαρίου 2016, αφού πρέπει να τοποθετηθεί κάπου συγκεκριμένα αυτός ο διάτανος που λέγεται πλοκή και, πρέπει, διότι αυτός ο Ντέιβιντ πολύ πριν πει το προφητικό “Lazarus” είχε πει το “Absolute Beginners” και τώρα αρχίζει η ιστορία…
Οι αρχάριοι στο μυθιστόρημα της Τζανακάρη Αδελφικό (εκδ. Μεταίχμιο) είναι η Μάρω και ο Μελισσινός (περισσότερο από τον Γιώργο). Αρχάριοι στον έρωτα, αρχάριοι στο να διευθετήσουν μέσα τους ανοιχτές πληγές, αρχάριοι να δεχθούν πως η ζωή παρασέρνει, σπρώχνει, λακτίζει, σε βρίσκει στα γεμάτα, εκεί που πονάς περισσότερο, εκεί που έχασες τα πιο πολλά, κι εσύ πρέπει να σταθείς όρθιος για να πεις «φεύγω». Αποδημητικά πουλιά και οι δυο τους, κάνουν ένα εσωτερικό ταξίδι που τους οδηγεί, τελικά, στο Αδελφικό, ένα χωριό των Σερρών.
Αρχάριοι στον έρωτα, αρχάριοι στο να διευθετήσουν μέσα τους ανοιχτές πληγές, αρχάριοι να δεχθούν πως η ζωή παρασέρνει, σπρώχνει, λακτίζει, σε βρίσκει στα γεμάτα, εκεί που πονάς περισσότερο, εκεί που έχασες τα πιο πολλά, κι εσύ πρέπει να σταθείς όρθιος για να πεις «φεύγω».
Η Μάρω, η κεντρική ηρωίδα, ακριβώς τη μέρα που πεθαίνει ο Μπόουι βάζει κατά λάθος φωτιά στο σπίτι που έμενε στην Αθήνα. Μαζεύει το μωρό της –ναι, έχει μωρό χωρίς πατέρα– και πηγαίνει εκεί από όπου ξεκίνησε την πορεία της: Αδελφικό, Θεσσαλονίκη για σπουδές, Αθήνα για δουλειά ως διορθώτρια σε εφημερίδα και τώρα ξανά Αδελφικό για να συγκολλήσει τα κομμάτια της.
Ο Μελισσινός θα μπορούσε να γίνει καλλιτέχνης, γεννήθηκε άλλωστε σε ένα σπίτι όπου η τέχνη ήταν καθημερινή τροφή, του αρέσει ο κινηματογράφος, αλλά, να, που η ζωή τα φέρνει πάντα αλλιώς. Γίνεται χειρουργός και η μοίρα επεμβαίνει δραστικά και σ’ αυτόν, αφού εξαιτίας του χάνεται ένας ασθενής του. Το βάρος των τύψεων τον οδηγεί κι αυτόν στο Αδελφικό. Το παραμυθένιο χωριό με τους λωτούς που αν τους φας –για δες κάτι πράγματα– μπορεί και να ξεχάσεις ό,τι σε βασανίζει. Όμως, αυτό είναι μια άλλη παραμυθία, ενώ ιστορία είναι ότι αυτά τα δύο παιδιά που έχουν ζήσει παράλληλες ζωές και τους ενώνουν πολλά περισσότερα από όσα νομίζουν, με κάποιο συμπαντικό τρόπο θα κουμπώσουν τις απουσίες τους.
Ο Μελισσινός την ήξερε τη Μάρω πριν η Μάρω μάθει τον Μελισσινό. Την ήξερε, την έβλεπε στη Θεσσαλονίκη, καιγόταν να της μιλήσει, αλλά δεν το έκανε ποτέ. Καμιά φορά ζεις με το «τι θα συνέβαινε αν…». Δεν συνέβη τότε, έγινε τώρα υπό άλλες συνθήκες. Τώρα που οι ματαιώσεις έχουν πάρει το πάνω χέρι στη ζωή και των δυο τους. Τώρα που σας τους ξέβρασε η δεκαετία του ’90 σε μια άλλη εποχή, ολότελα ξένη, κι αυτοί οι δύο μοιάζουν σαν απολιθώματα, σαν προνεωτερικά όντα σε έναν κόσμο που αλλάζει, αλλά που οι ίδιοι επιμένουν διά της μνήμης να κρατήσουν τα σημάδια του παλιού κόσμου. Είναι παλιοκαιρίτες οι Μάρω και ο Μελισσινός. Δυο ρομαντικοί ενός άλλου καιρού. Γι’ αυτό και το μυθιστόρημα μυρίζει 90’s: μουσικές, ντύσιμο, τροπισμός, νες καφέ, Ντορέ, Berlin, πάρτι, μπαρ, κινηματογράφος, ατάκες από βιβλία.
Είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που πρώτα τα έχεις ζήσει κι ύστερα τα διαβάζεις ή αν δεν τα έχεις ζήσει, τα διαβάζεις σαν να ζεις.
Και δεν είναι που αναστήθηκε ο Τουταγχαμών και περπατάει στο σήμερα σαν ζόμπι. Δεν είναι αυτό που κάνει η Τζανακάρη και όσοι έχουμε ζήσει τη δεκαετία του ’90 και σαν ψάρια έξω από το νερό τώρα αναζητούμε μια σταθερά, κι ας ξέρουμε, πολύ καλά πως δεν θα τη βρούμε. Το τελευταίο οχυρό ήταν ο Μπόουι κι αυτός έφυγε κι από εκεί ξεκινούν όλα.
Το Αδελφικό είναι και ένα εν εξελίξει θεατρικό ενός πρόωρα χαμένου ποιητή από τις Σέρρες, τα χειρόγραφα του οποίου (ποιήματα, σπαράγματα σκέψεων και ένα θεατρικό) περιέρχονται στην κατοχή της Μάρως και του Μελισσινού κι αυτό τους ενώνει ακόμη περισσότερο.
Η Βάσια Τζανακάρη γεννήθηκε στις Σέρρες το 1980. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στη Θεσσαλονίκη και μετάφραση-μεταφρασεολογία στην Αθήνα. Με το πρώτο της βιβλίο 11 Μικροί φόνοι, ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave (2008) ήταν υποψήφια για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω. Ακολούθησε το μυθιστόρημα Τζόνι και Λούλου (2011), ένα βιβλίο για παιδιά (Ένα δώρο για τον Τζελόζο, 2013) και η συλλογή διηγημάτων Η καρέκλα του κυρίου Έκτορα (2014), όλα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους, λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως μεταφράστρια, έχοντας μεταφράσει Virginia Woolf (βραβείο Εταιρείας Ελλήνων Μεταφραστών Λογοτεχνίας για το Ένα δικό της δωμάτιο), Ian Rankin, Stuart Neville, Shirley Jackson, Emily St. John Mandel κ.ά. |
Μα, άλλωστε, οι απώλειες εν γένει είναι ο τρίτος βασικός πρωταγωνιστής αυτού του μυθιστορήματος. Η χαμένη δεκαετία του ’90, ο χαμένος αδελφός της Μάρως, ο αγαπημένος της Βασίλης, ο χαμένος ασθενής του Μελισσινού, οι χαμένες και άδοξες σχέσεις, η μνήμη που φθίνει ή που πρέπει να ανασταλεί (να θυμάσαι ξεχνώντας), η χαμένη αθωότητα της γυναίκας μέσω της μητρότητας, οι τόποι που περπάτησαν οι ήρωες και αλλάζουν και χάνονται.
Το Αδελφικό είναι ένας πραγματικός τόπος, αλλά και ένας επινοημένος τόπος για τη Μάρω και τον Μελισσινό. Είναι μια νέα τοποθεσία στον εσωτερικό τους χάρτη. Μακριά από όλους και από όλα, σαν ένα στοίχημα αν μπορούν να περπατήσουν μαζί γνωρίζοντας πως πάντα θα φεύγουν, πάντα θα αποκοιμιούνται μόνοι, πάντα θα είναι αρχάριοι στη ζωή.
Το Αδελφικό είναι μια μπαλάντα για τα χαμένα, ένα τραγούδι για τα αποδημητικά πουλιά. Είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που πρώτα τα έχεις ζήσει κι ύστερα τα διαβάζεις ή αν δεν τα έχεις ζήσει, τα διαβάζεις σαν να ζεις. Επομένως, αν μπορεί να προσφέρει κάτι το παρόν κείμενο είναι η εξής συμβουλή: η κάθε λέξη σ’ αυτό το μυθιστόρημα, ιδιαιτέρως οι εσωτερικοί μονόλογοι της Μάρως, είναι ζωντανά στοιχεία και ως τέτοια πρέπει να διαβαστούν. Έστω και στη μυθοπλαστική συνθήκη τους.
Τυπικά, το μυθιστόρημα διατρέχει μια διφωνία. Στο ένα κεφάλαιο τη σκυτάλη της αφήγησης κρατάει η Μάρω, στο επόμενο ο Μελισσινός. Κάποια στιγμή, όμως, αυτές οι δύο φωνές, καίτοι δεν θα ενωθούν, θα συναντηθούν, με αποτέλεσμα να συνυπάρξουν σε αρκετές υπο-πλοκές, σαν παραπόταμοι που θα τους οδηγήσουν στη θάλασσα. Εκεί όπου είτε αποδέχεσαι όσα χάθηκαν και σώζεσαι κάπως είτε δεν αντέχεις και πνίγεσαι.
Αυτό είναι ένα μυθιστόρημα ωριμότητας για την Τζανακάρη. Ενδεχόμενως, ένα μυθιστόρημα όπου μπορεί να πατάει και κόκκινες περιοχές δίχως να καίγεται. Αντιθέτως, φανερώνει μια εξαιρετική επιδεξιότητα στο να αποφεύγει μελοδραματισμούς, να ελέγχει το υλικό της και να μην το αφήνει να εκτραπεί σε κάποια άγονη παρελθοντολαγνεία. Στο μεταξύ: όταν διαβάσετε και την τελευταία λέξη του μυθιστορήματος δοκιμάστε να ακούσετε ξανά το “Absolute Beginners”. Θα είναι ιαματικό το νέο άκουσμα. Διότι θα το ακούσετε έχοντας στο μυαλό τη Μάρω και τον Μελισσινό. Κι αυτή είναι η δεύτερη συμβουλή που έχει να προσφέρει αυτό το κείμενο.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» (εκδ. Μελάνι).
Αδελφικό
ΒΑΣΙΑ ΤΖΑΝΑΚΑΡΗ
ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2020
Σελ. 272, τιμή εκδότη €15,50