Του Κώστα Κατσουλάρη
Όπως έχει με πολλές ευκαιρίες διακηρύξει ο Πέτρος Μάρκαρης, ο λόγος που επέλεξε –σε προχωρημένη ηλικία, ήταν 58 όταν εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο– την αστυνομική λογοτεχνία ήταν επειδή αυτή του προσέφερε τη δυνατότητα να μιλήσει για τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής του.
Μέντορές του, από συγγραφικής άποψης, υπήρξαν ο Ισπανός Μανουέλ Βάσκεζ Μονταλμπάν και ο Γάλλος Ζορζ Σιμενόν, και οι δυο τους διαπρεπείς θεράποντες του είδους. Έτσι, μετά τον «Βασικό Μέτοχο» προ τετραετίας, με θέμα τη διαπλοκή των ΜΜΕ και ελληνικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ, κι αφού έκανε ένα διάλειμμα για να μιλήσει για την Πόλη, την ιδιαίτερη πατρίδα του, στο «Παλιά, πολύ παλιά», επιστρέφει τώρα με το πρώτο μέρος μιας «Τριλογίας της κρίσεως».
Στα «Ληξιπρόθεσμα δάνεια», τόσο ο κεντρικός το ήρωας Κώστας Χαρίτος, όσο και τα γύρω πρόσωπα του βιβλίου, ταλανίζονται από τα οικονομικά μέτρα και την προϊούσα πτώχευση της χώρας. Κομμένα δώρα, κομμένες συντάξεις, ακόμη και αυτοκτονίες που ταράζουν την, κατά τ’ άλλα ψύχραιμη σύζυγο του Χαρίτου, αναπαράγουν την σύγχρονη νεοελληνική συνθήκη. Το περιβάλλον, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδανικό για την ανάπτυξη μιας αστυνομικής ιστορίας, κάτι που ο Μάρκαρης σπεύδει να εκμεταλλευτεί με κάθε μέσο.
Η ιστορία ξεκινά σε μάλλον ιλαρή ατμόσφαιρα, με τον Χαρίτο στον άβολο ρόλο του μπαμπά που παντρεύει την μοναχοκόρη του, και μάλιστα με θρησκευτικό γάμο. Γιατί μια δικηγόρος κι ένας γιατρός να κάνουν μια τέτοια επιλογή; Η απάντηση βρίσκεται μάλλον στο μικροαστικό περιβάλλον του Χαρίτου, τη γυναίκα του Αδριανή, αλλά και το αστυνομικό Σώμα που δεν θα έβλεπε με καλό μάτι το αντίθετο. Το ζευγάρι, πάντως, καμιά στιγμή δεν φαίνεται να αμφισβητεί αυτή του την επιλογή, εκτός κι αν το έχει κάνει σε κάποιο από τα προηγούμενα βιβλία και δεν το θυμόμαστε.
Όπως και να έχει, από τον άχαρο ρόλο του μπαμπά που παντρεύει την κόρη του θα τον βγάλει η αστυνομική επικαιρότητα: Ένας άγριος φόνος έχει λάβει χώρα στο Κορωπί, με θύμα πρώην τραπεζικό διευθυντή. Ο δολοφόνος έχει αποκεφαλίσει με σπαθί το θύμα του, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα. Κάποιες υποψίες που πέφτουν πάνω στον μαύρο υπηρέτη του θύματος, δεν βρίσκουν αρχικά έδαφος: Τα παιδιά του θύματος θα του προσφέρουν πλήρη κάλυψη. Η υπόθεση θα πάρει άλλη τροπή όταν ένα ακόμη θύμα, τραπεζικός επίσης, βρετανός αυτή τη φορά, βρεθεί δολοφονημένος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο γραφείο του. Η αντιτρομοκρατική υπηρεσία αναλαμβάνει δράση, προς ενόχληση του Χαρίτου που δεν πιστεύει ιδιαίτερα το σενάριο της Τρομοκρατίας σε ό,τι αφορά τους συγκεκριμένους φόνους. Εντούτοις, όταν μερικές μέρες μετά η Αθήνα γεμίζει με αφίσες που προτρέπουν τον κόσμο να μην πληρώνει τα δάνειά του και γενικότερα τις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες, η περίπτωση της πολιτικής τρομοκρατίας φαντάζει πιο πιθανή. Ο Χαρίτος, και πάλι όμως διστάζει…
Ο Μάρκαρης γράφει απλά, κατανοητά και αναπτύσσει την ιστορία του χρησιμοποιώντας γνωστές τεχνικές παρόμοιων ιστοριών: Άνοιγμα όλης της βεντάλιας των πιθανών εκδοχών, απόσπαση της προσοχής του αναγνώστη με δευτερεύουσες πλοκές, ενδοϋπηρεσιακές ίντριγκες, ποικίλες ενδείξεις που άλλα φαίνεται να σημαίνουν στην αρχή και αλλού οδηγούν στη συνέχεια. Η αφήγηση είναι ολόκληρη σε πρώτο πρόσωπο και στον ενεστώτα, απολύτως γραμμική και ομαλή. Από χρονολογικής άποψης, τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα το καλοκαίρι του 2010, με τον τελικό του Μουντιάλ να είναι το δεσπόζων γεγονός της περιόδου (των φόνων εξαιρουμένων), και το μόνιμο μποτιλιάρισμα στους αθηναϊκούς δρόμους να είναι από τα βασικότερα εμπόδια που έχει να υπερπηδήσει ο δραστήριος αστυνόμος.
Αποτέλεσμα: Ένα αφήγημα που διαβάζεται μονορούφι, χωρίς τίποτε να ταράσσει την εξέλιξη της πλοκής προς τη λύση της υπόθεσης, ενώ ο Χαρίτος αποδεικνύεται και πάλι πιο διορατικός και, κυρίως, πιο μεθοδικός από τους συναδέλφους του. Η γραφή του Μάρκαρη, το γνωρίζουμε ήδη, δεν διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικότητας, ούτε και σε παρασύρει σε κόσμους σκοτεινούς και απροσπέλαστους. Όλα τα προβλήματα, πλην των φόνων που έχει να διαλευκάνει, μοιάζουν μέσα του λυμένα. Μια πρόσκαιρη κατάθλιψη της Αδριανής, της θυμόσοφης συζύγου του, δεν θα την εμποδίσει από το να ασκήσει τα μαγειρικά και μητρικά της καθήκοντα. Όσο για το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του βιβλίου, με δεδομένο ότι ο ιθύνων νους για τον αποκεφαλισμό τεσσάρων ανθρώπων εμφανίζεται ως ένας από τους πιο συμπαθείς χαρακτήρες του βιβλίου, σηκώνει πολύ συζήτηση. Αυτή είναι ίσως και η μόνη πηγή δυσαρέσκειας που μας γέννησε η ανάγνωση αυτού του, κατά τ’ άλλα, απολαυστικού και μαστορικά φτιαγμένου αναγνώσματος.