Για τη συλλογή διηγημάτων της Τέτης Θεοδώρου «Άγριες τελετές» (εκδ. Έναστρον).
Του Δημήτρη Φύσσα
Πολλά βιβλία –λογοτεχνικά και μη– είναι λιγότερο ή περισσότερο ψευδεπίγραφα, όχι όμως τούτο δω. Εδώ ο τίτλος ταιριάζει απόλυτα με το περιεχόμενο, αφού και τα έξι αυτά διηγήματα (το τελευταίο «σπονδυλωτό») που κυκλοφόρησαν στο τέλος του προηγούμενου χρόνου από τις εκδόσεις Έναστρον υπάγονται κανονικά στον τίτλο – και υπάγονται πλήρως.
Παίρνοντας ως χρονική αφετηρία μερικές περιηγητικές αναφορές του περίφημου Παυσανία στο έργο του Ελλάδος περιήγησις (2ος μ.Χ. αιώνας), προχώρησε στη σύνθεση διηγημάτων που πηγαίνουν ταυτόχρονα προς τα πίσω και προς τα μπρος, παίρνοντας έτοιμους/ες ή επινοώντας (τι σημασία έχει;) ήρωες/ίδες που δρουν στα υπαρκτά ιστορικογεωγραφικά πλαίσια, σ΄ ένα μίγμα ρεαλισμού και φάνταζι, ακόμα και με «υποδόρια» στοιχεία τρόμου.
Η Θεοδώρου επιχείρησε ένα πολύ ενδιαφέρον πείραμα: παίρνοντας ως χρονική αφετηρία μερικές περιηγητικές αναφορές του περίφημου Παυσανία στο έργο του Ελλάδος περιήγησις (2ος μ.Χ. αιώνας), προχώρησε στη σύνθεση διηγημάτων που πηγαίνουν ταυτόχρονα προς τα πίσω (προηγούμενα γεγονότα) και προς τα μπρος (π.χ. επιδρομή Βισηγότθων τέλη 4ου αιώνα, σφαγή στο Μελιγαλά το 1944), παίρνοντας έτοιμους/ες ή επινοώντας (τι σημασία έχει;) ήρωες/ίδες που δρουν στα υπαρκτά ιστορικογεωγραφικά πλαίσια (ενίοτε και εκτός των δρόμων του Παυσανία, π.χ. στον Δούναβη), σ΄ ένα μίγμα ρεαλισμού (γεωργική παραγωγή, μάχες, επιδρομές, αρπαγές γυναικών, βιασμοί, κτηνοτροφία, εμπόριο, ναυτικά ταξίδια κλπ.) και φάνταζι (μυθολογία, μυστήρια, έθιμα, προλήψεις, τελετές, μητριαρχία ή μητριαρχικά στοιχεία, οργιαστικός ερωτισμός, συμβολισμοί, τερατομορφίες κλπ.), ακόμα και με «υποδόρια» στοιχεία τρόμου. Εκτός από τον Παυσανία όμως, η συγγραφέας έχει μελετήσει και αφομοιώσει πλήθος άλλων στοιχείων από τις παμπάλαιες προνεωτερικές κοινωνίες του ελληνικού χώρου, σε εποχές βίας, τρόμου, ανομίας, ληστείας (μια μικρή ιδέα του συγγραφικού πλούτου και μόχθου δίνουν οι υποσημειώσεις, οι φωτογραφίες με τα επισημειώσεις τους, η πρόσκληση προς τη ζωγράφο Ελένη Λύρα να συμβάλει στο βιβλίο και οι ευχαριστίες στον καθηγητή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Γεράσιμο Μακρή). Κλείνω αυτά τα γενικά επισημαίνοντας τον ρόλο του τραγουδιού που διαπερνά το βιβλίο σχεδόν παντού, όπου η συγγραφέας έχει ενθέσει δημοτικά ή δημοτικοφανή κομμάτια (μοιρολόγια ή «μοιρολογίζοντα»), καθώς και ένα σημερινό, ενταγμένα όμως όλα στην αφηγηματική πράξη.
Το πρώτο διήγημα, η «Ηριγόνη», αφορά τη σχέση ανάμεσα στον θερισμό –αλώνισμα– μάνα γη που ο άνθρωποι την «κακομεταχειρίζονται» και τις αναγκαίες θυσίες ζώων για να την εξευμενίσουν στο σχετικό πανηγύρι, με τον απαραίτητο διαχωρισμό ρόλων ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες (και ξεχωριστά για τέσσερις ορισμένες γριές, που «εκπροσωπούν» την πάσχουσα γη), ενώ η νεαρή Κυδίππη (που τη φέρνουνε ζεμένη σε άρμα δυο νεαροί άντρες, ο Κλέοβης κι ο Βίτωνας) μπαίνει ιέρεια στον ναό της Χθονίας στην Ερμιόνη, αντικαθιστώντας κληρονομικώ δικαίω τη μάνα της Ηριγόνη.
Στο δεύτερο, τη «Φυλλίδα», παρακολουθούμε τη σεξουαλική μύηση μιας νεαρής δρυάδας και το σμίξιμό της με τον εξίσου νεαρό Δρόσο (θυμίζοντας στην αρχή τη σχέση δυο ανάλογων παιδιών στο «Μοιρολόι της φώκιας» του Παπαδιαμάντη), σ΄ ένα τραχύ βοιωτικό πλαίσιο, με αναφορές –ανάμεσα στ’ άλλα– σε κενταύρους, Σειληνούς, νεράιδες, τον Δία και τη Ήρα, μια τελετή μίμησης θανάτου κα ανάστασης του Δρόσου, άμεση συζήτηση του κοριτσιού με ζώα και φυτά, και τελικά τον θάνατό του, αφού πρώτα γεννήσει ένα μωρό.
Στο τρίτο κομμάτι, τιτλοφορούμενο «Κάπρος», έχουμε σώρευση θεμάτων: παραδοσιακός φόνος τού εκάστοτε ιερέα της Άρτεμης Λιμνάτιδος στη Μεσσηνία από αυτόν που παίρνει τη θέση του, βιασμοί και αρπαγές γυναικών, αλληλοσφαγή Μεσσηνίων – Λακώνων (που επιτίθενται καλυμμένοι με τομάρια τράγων), ρίξιμο των νεκρών σε πηγάδι, μαγική ανάσταση και έξοδός τους, ενώ είναι πεθαμένοι (ώστε να βρουν κανονική ταφή) και διακριτική, υποσημειούμενη αναφορά στο διαβόητο πηγάδι του Μελιγαλά (κι επειδή η Θεοδώρου δεν το λέει, ας το πω εγώ: είναι αυτό όπου οι νικητές ελασίτες έριξαν, σφαγμένους, περίπου 700 αιχμαλώτους ταγματασφαλίτες, τον Σεπτέμβρη του 1944, στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στην αποχώρηση των Γερμανών και τον ερχομό της νόμιμης κυβέρνησης Παπανδρέου στην Ελλάδα).
Στο τέταρτο διήγημα («Πάλλα») αφηγήτρια είναι μια σκύλα (εξού και οι χιουμοριστικές πινελιές στην αφήγηση) και ιστορικό πλαίσιο μια εμφύλια διαμάχη στην Κόρινθο του 7ου π.Χ. αιώνα, με επίκεντρο έναν δελφικό χρησμό που τείνει να οδηγήσει στη θανάτωση ενός νηπίου.
Το πέμπτο κομμάτι, «Ο άρχοντας του πόντου», διαδραματίζεται σε παραδουνάβιες περιοχές και κοντά στο νησί Λεύκη ή Ολβία, χώρο ταφής του Αχιλλέα και συνάμα πύλη για τον Κάτω Κόσμο: ο εμποροναυτικός Λέανδρος και ο σύντροφοί του γλεντάνε σε λιμανίσια ταβέρνα, ερχόμενοι σ’ επαφή με «βαρβάρους», παρακολουθούν μυστήρια τελετή και βλέπουν σκιές νεκρών που χορεύουν. Η επαφή του όμως με τις τρεις αρχέγονες Μούσες (Μελέτη, Μνήμη, Άτροπος) θα φέρει με τη σειρά ηδονή, γνώση και θάνατο.
Η ανάγνωσή του οδηγεί σε καλλιτεχνική απόλαυση και το στοιχείο του απρόσμενου κυριαρχεί, ενώ ταυτόχρονα συντελείται, έστω ακροθιγώς, η γνώση ενός κόσμου που έχει σβήσει ανεπιστρεπτί.
Το τελευταίο διήγημα λέγεται «Η τέχνη της ομιλίας» και αποτελείται από τέσσερα μέρη. Ο τυχοδιώκτης μισο-μάγος Ησύχιος, που ξέρει να κρύβεται τέλεια, και ο νεαρός Εύμηλος, είναι ο μόνοι που γλιτώνουν από μια τρομερή σφαγή όταν οι Βισηγότθοι δηώνουν τη Λακωνία, αλλά το παιδί έχει χάσει τη μιλιά του. Βρίσκουν καταφύγιο στο απόμερο αρχοντικό της Λαπέρσας κι επιδιώκουν να σώσουν μια νεαρή που έχει απαχθεί από τους επιδρομείς. Ζουν τη ζωή του σπιτιού, νεκροί μιλάνε μέσα από το στόμα του Εύμηλου ο οποίος πάει να πεθάνει, ο Ησύχιος ξορκίζει δαιμόνια, μα αργότερα ξεσπιτώνονται όλοι εξαιτίας νέων κινδύνων. Καταλήγοντας στη σπηλιά ενός σοφού Γέρου ερημίτη, το παιδί ξαναβρίσκει τη λαλιά του.
Το βιβλίο έχει μεγάλη αξία γιατί το πείραμα της Θεοδώρου πέτυχε. Η ανάγνωσή του οδηγεί σε καλλιτεχνική απόλαυση και το στοιχείο του απρόσμενου κυριαρχεί, ενώ ταυτόχρονα συντελείται, έστω ακροθιγώς, η γνώση ενός κόσμου που έχει σβήσει ανεπιστρεπτί. Τελευταίο και σημαντικότερο: το ύφος της είναι εξαιρετικό.
ΥΓ: Όποια, μικρά ευτυχώς, προβλήματα έχει το βιβλίο δεν έχει νόημα ν’ αναφερθούν εδώ – εξάλλου κανένα δεν αφορά το περιεχόμενο, επομένως δεν σχετίζονται με τη συγγραφέα, μα με τη δόμηση του βιβλίου και, περισσότερο, με την επιμέλεια. Με χαρά θα τα υποδείξω για βελτίωση σε πιθανή επόμενη έκδοση, αν μου ζητηθεί.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΥΣΣΑΣ είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος.
Τελευταίο του βιβλίο, ο τόμος «Αυτά και οι μετακομίσεις» (εκδ. Εστία).
→ Στην κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια πίνακα του Goya.