
Για το μυθιστόρημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου «Κεχριμπαρένια έρημος», το δεύτερο μέρος της τριλογίας «Ο Δράκος της Πρέσπας» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Σε ηλεκτρονικά παιχνίδια που μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο, ο παίκτης εφορμά σε μια νεοκατακτηθείσα γη, την οποία επιχειρεί να εποικίσει, χτίζοντας σπίτια και κάστρα, να ανοίξει δρόμους, να φτιάξει καταστήματα, νοσοκομεία και δημόσια κτήρια, να τειχίσει το λιμάνι του, να κατασκευάσει μικρά και μεγάλα, φορητά και μόνιμα, αντικείμενα… Ο συγγραφέας συχνά είναι ένας τέτοιος μικρός «θεός» που με λέξεις και φανταστικά υλικά μπορεί να δημιουργήσει, να σηκώσει πόλεις και να κατασκευάσει ολόκληρους γαλαξίες.
Υπάρχει τελικά ο δράκος ή είναι άλλη μια μορφή κινδυνολογίας της υψηλής κυβέρνησης που θέλει να ελέγχει τα πάντα; Οι περιπέτειες, οι ανταγωνισμοί, οι αριβισμοί των ανθρώπων κι οι επιθέσεις του τέρατος δραματοποιούν την ιστορία και κινητοποιούν ήρωες, αντιήρωες και αναγνώστες.
Η Ιωάννα Μπουραζοπούλου είναι η απόλυτη ενσάρκωση αυτού του προτύπου, καθώς τα έργα της είναι πρώτιστα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας κι έπειτα και κάτι άλλο (αλληγορία, παραμύθι, πολιτική λογοτεχνία κ.λπ.), φτιαγμένα με αφήγηση, φαντασία και χάρακα. Στο προκείμενο, λοιπόν, δεύτερο έργο της τριλογίας της «Ο δράκος της Πρέσπας», που ξεκίνησε με την Κοιλάδα της λάσπης, συνεχίζει το συνολικό πλάνο των τριών κειμένων της που μπορεί να διαβαστούν με όποια σειρά θέλει ο αναγνώστης. Παίρνει φαινομενικά υλικά από το τριεθνές των Πρεσπών κι αξιοποιεί ονόματα και ήχους των τριών χωρών, αλλά από εκεί και πέρα ορθώνει το δικό της σύμπαν που μετατρέπει την περιοχή σε έρημο με κεχριμπαρένιους κόκκους άμμου.
Σ’ αυτό το μέρος της δυτικής όχθης, που αντιστοιχεί στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία, δεκαέξι ομάδες δρακολόγων προσπαθούν να κατανοήσουν τι είναι ο δράκος που έχει στοιχειώσει την περιοχή. Κι ενώ οι Έλληνες ομότεχνοί τους στο προηγούμενο μυθιστόρημα θεωρούν το τέρας μια μεταλλαγμένη μορφή ζωής, οι Βορειομακεδόνες ερευνητές πιστεύουν ότι πρόκειται για εξωγήινο ον. Υπάρχει τελικά ο δράκος ή είναι άλλη μια μορφή κινδυνολογίας της υψηλής κυβέρνησης που θέλει να ελέγχει τα πάντα; Οι περιπέτειες, οι ανταγωνισμοί, οι αριβισμοί των ανθρώπων κι οι επιθέσεις του τέρατος δραματοποιούν την ιστορία και κινητοποιούν ήρωες, αντιήρωες και αναγνώστες.
Τι είναι εντέλει το τέρας και τι συμβολίζουν οι δρακολόγοι; Τι θέλει να πετύχει η συγγραφέας και τι εισπράττει ο αποδέκτης της αφήγησης; Τελικά, το εκ του μηδενός τίποτα μπορεί να γίνει κάτι; Αν όλη αυτή η ιστορία, όπως ξεδιπλώνεται στις τρεις όχθες της (πρώην) λίμνης, είναι απλώς μια ωραία ιστορία, που δεν έχει κανένα άλλο νόημα, τότε βγάζουμε το καπέλο στην πεζογράφο που κόβει, ράβει και μοιράζει την τράπουλα, προσφέροντας με τη νοητική της κατασκευή μια άκρως ευχάριστη και ενδιαφέρουσα ανάγνωση.
Μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο δράκος είναι η φύση, μαζί ευχή και κατάρα, μαζί πηγή κέρδους αλλά και απειλή.
Αν όμως αυτή η επική κατασκευή περιέχει ή μπορεί να πάρει αλληγορικές διαστάσεις, τότε το τέρας ενδέχεται να ενσαρκώνει μια μεγάλη απειλή που κινητοποιεί δυνάμεις, οργανώνει δράσεις και ορθώνει ανθρώπινες ιδιότητες ώστε να το αντιμετωπίσουν. Τότε, είναι πιθανόν κανείς να υποθέσει ότι το τέρας είναι η κρίση, είναι μια διακρατική απειλή, είναι ο Θεός ή η μοίρα των εθνών, την οποία καθένα από αυτά διευθετεί με τον τρόπο με τον οποίο πιστεύει ότι θα την χαλιναγωγήσει. Ή πιο κοντά στο πνεύμα των παραλλαγών της λάσπης, της ερήμου και του χιονιού, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι ο δράκος είναι η φύση, μαζί ευχή και κατάρα, μαζί πηγή κέρδους αλλά και απειλή. Ακόμα πιο πιθανόν είναι ο αναγνώστης να θεωρήσει ότι η τριλογία θέτει στο κέντρο της την εξουσία, που μπροστά στον δράκο ρυθμίζει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα ώστε να κερδίσει περισσότερα.
Σ’ αυτό το ανοικτό πλαίσιο, που ανοίγεται προς διάφορες κατευθύνσεις, εξίσου λογικό είναι να δει κανείς πίσω από το παραμύθι (…που μάλιστα έχει δράκο) μια φιλοσοφική πραγματεία περί όντος και μη όντος ή μια κοινωνιολογική μελέτη για την οργάνωση της κοινωνίας ως πολιτικής σκακιέρας με ρόλους και κινήσεις. Πάνω από την έρημο, οκτώ εξέδρες διασταυρώνονται με οκτώ άλλες σε ένα δισδιάστατο πεδίο εξήντα τεσσάρων τετραγώνων και πολυάριθμων πιονιών που αγωνίζονται για τη νίκη απέναντι στον εχθρό. Το σκάκι αυτό θυμίζει την κοινωνία, όπου οι εσωτερικές διαμάχες δεν εμποδίζουν τη συλλογική δράση εναντίον της εξωτερικής απειλής· αλλά και τους αφ’ υψηλού άρχοντες, που παίζουν παιχνίδια πάνω στις πλάτες των ανυποψίαστων πιονιών.
![]() |
Το μυθιστόρημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου Τι είδε η γυναίκα του Λωτ; τιμήθηκε με το βραβείο του περιοδικού (δε)κατά «Athens Prize for Literature» (2008) και κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα γαλλικά, αγγλικά και βουλγαρικά. To 2013 ο Guardian το κατέταξε στα καλύτερα βιβλία επιστημονικής φαντασίας της χρονιάς και ήταν υποψήφιο για το «British Science Fiction Association Award» της ίδιας χρονιάς. Το πιο πρόσφατο έργο της, Ο Δράκος της Πρέσπας I – Η Κοιλάδα της Λάσπης, τιμήθηκε το 2015 με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών και το βραβείο του περιοδικού Κλεψύδρα. |
Τελικά, η γνώμη μου που συναιρεί όλα τα παραπάνω τείνει προς την ερμηνεία του δι-εθνικού ανταγωνισμού στο κομβικό σημείο των Πρεσπών, ακόμα πιο επίκαιρο τώρα από ό,τι στο πρώτο βιβλίο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, βάσει υπερεθνικών σκοπιμοτήτων. Αυτή η τριεθνής λιμναία περιοχή αποτέλεσε τη βάση πολλών μυθιστορηματικών σκηνικών. Η επιλογή της, λοιπόν, και η ισομοιρασμένη αφήγηση από την πλευρά της Ελλάδας (Ι), της Βόρειας Μακεδονίας (ΙΙ) και προσεχώς της Αλβανίας (ΙΙΙ) όπως και η αντίληψη του χώρου ως βάλτου, ως ερήμου και ως χιονισμένου βουνού από κάθε λαό υπαγορεύει τη σκέψη ότι η εθνική οπτική γωνία κι ο μεταξύ των λαών ανταγωνισμός είναι στο επίκεντρο της τριλογίας. Καθένας βλέπει τα ίδια πράγματα αλλιώς, ερμηνεύει με άλλον τρόπο την απειλή, αναπτύσσει τη δική του ιστορική και πολιτική τακτική. Η Βαλκανική πιεσμένη από πολιτικά και οικονομικά αδιέξοδα βρίσκει στον δράκο το δικό της Eldorado, για να αποκτήσει διεθνή αξία, ασχέτως πόσο πραγματικός είναι.
Όσο μάλιστα η ιστορία προχωράει, όλο και περισσότερο οι ενέργειες άρσης του εθνικισμού και διεθνικής προσέγγισης φαίνεται να κερδίζουν έδαφος. Πρωτεργάτης ο καπετάνιος Γκαβρήλ Καλεμάνοφ που οραματίζεται να έρθει σε (παράνομη) επαφή με έναν συμπαθή κάτοικο της Νότιας Όχθης και να γεφυρώσει τις διαφορές, που τους χωρίζουν. Ενώ όμως οι επιμέρους διαφορές (ποιες είναι άραγε, πέραν του δρακολογικού ανταγωνισμού;) κι οι προκαταλήψεις αίρονται βαθμιαία και οι προσπάθειες εντείνονται, όλα πέφτουν πάνω στον τοίχο της «Αυταρχικής Ισχύος» και των επιχειρηματικών συμφερόντων.
Οι λαοί βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά αλλά τα όρια, τα σύνορα και οι αποστάσεις δεν είναι ες αεί τείχη και αδιαπέραστα φράγματα...
Εντέλει, αν θέλουμε να κρατήσουμε έναν βόστρυχο που δένει αρμονικά τα ποικίλα νήματα, θα μπορούσαμε να εστιάσουμε στη διάθεση να επικοινωνήσουν οι λαοί και να άρουν τις (τεχνητές) διαφορές τους, οι οποίες στηρίζονται σε πλαστές απειλές, διάθεση όμως που προσκρούει στις άνωθεν πιέσεις. Ο μικρόκοσμος των Πρεσπών δεν είναι άσχετος με τα Βαλκάνια, που ζουν υπό συνεχές καθεστώς μίσους και ερίδων μεταξύ των κρατών: οι λαοί βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά (οι Έλληνες βλέπουν αέναη βροχή, ενώ οι Βορειομακεδόνες ερήμωση), αλλά τα όρια, τα σύνορα και οι αποστάσεις δεν είναι ες αεί τείχη και αδιαπέραστα φράγματα, παρά μόνο όσο το διεθνές σύστημα τα ευνοεί και τα επιβάλλει.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Κεχριμπαρένια έρημος
Ο Δράκος της Πρέσπας II
Ιωάννα Μπουραζοπούλου
Καστανιώτης 2019
Σελ. 578, τιμή εκδότη €17,00