Για το βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Στο τελευταίο μυθιστόρημα (;) του Ηλία Μαγκλίνη συναντιούνται δύο γραμμές της λογοτεχνίας που συντήκονται σε ένα ενιαίο όλο. Από τη μία, η αυτοβιογραφική αφήγηση που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα και βιογραφεί, άμεσα ή έμμεσα, το αφηγούμενο εγώ. Αυτό το είδος των προσωπικών αφηγήσεων άλλοτε κινείται στο ιστορικό και κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, όπως έκανε πρόσφατα η Αγγέλα Καστρινάκη (Και βέβαια αλλάζει! – Αφήγημα για τη μεταπολίτευση, Κίχλη, 2014, και …Κάτι ν’ αλλάξει. Μα πώς; Κίχλη, 2019) και ο Απόστολος Δοξιάδης (Ερασιτέχνης επαναστάτης, Ίκαρος, 2018), κι άλλοτε στο οικογενειακό πλαίσιο, με αναμνήσεις, γενεαλογικά ντοκουμέντα και σχέσεις αίματος. Από την άλλη, η οικογένεια διεισδύει σε ποικίλα μυθιστορήματα ή νουβέλες ως παράγοντας που συνδέει το άτομο με τη μοίρα του, όπως στον Ολομόναχο του Νίκου Παναγιωτόπουλου (Μεταίχμιο, 2018).
Η αλήθεια, που ο πατέρας αποσιωπούσε, αποκαλύπτεται, κι έτσι διαπιστώνεται ότι τον παππού, τον φιλελεύθερο βενιζελικό παππού, που πέρασε κι από τον ΕΔΕΣ, τον σκότωσε ο ΕΛΑΣ στις εμφυλιοπολεμικές εκκαθαρίσεις πριν από τον καθαυτό Εμφύλιο.
Τα έργα του Ηλία Μαγκλίνη και του Νίκου Παναγιωτόπουλου τέμνονται μάλιστα ακόμα περισσότερο, αφού οι αφηγητές αναζητούν το μυστικό που κατατρύχει τη ζωή των πατέρων τους. Στον Ολομόναχο έχουμε τη φυλάκιση του Αλέξανδρου Παναγιωτόπουλου και την αδικία που αυτός αισθανόταν ως στίγμα όλης του της ζωής. Στο Είμαι όσα έχω ξεχάσει η δολοφονία του παππού στοιχειώνει τον πατέρα και μέσω αυτού όλη την οικογένεια. Ο φόνος βέβαια την ταραγμένη χρονιά του 1944 υποψιάζει για μια εμφυλιοπολεμική ιστορία και ενθέτει στο οικογενειακό μυστήριο μια ιδεολογική διαμάχη.
Ο αφηγητής, που δεν κρύβει το όνομά του, ο Ηλίας, επιχειρεί συν τω χρόνω να μάθει, βρίσκει τυχαία ή σκόπιμα φωτογραφίες, επισκέπτεται το γενέθλιο του πατέρα του Αγρίνιο, ρωτά τη γιαγιά και άλλους συγγενείς, ώστε να ανασυστήσει το πλαίσιο και τα αίτια του θανάτου του Νίκου Μαγκλίνη. Η πρωτοπρόσωπη αφήγησή του αλέθει μαρτυρίες συγγενών και Αγρινιωτών, φωτογραφίες που παρουσιάζουν εύγλωττα φυσιογνωμίες και στάσεις, άρθρα του τύπου κι αρχειακό υλικό. Η αλήθεια, που ο πατέρας αποσιωπούσε, αποκαλύπτεται, κι έτσι διαπιστώνεται ότι τον παππού, τον φιλελεύθερο βενιζελικό παππού, που πέρασε κι από τον ΕΔΕΣ, τον σκότωσε ο ΕΛΑΣ στις εμφυλιοπολεμικές εκκαθαρίσεις πριν από τον καθαυτό Εμφύλιο.
Η νουβέλα Η Ανάκριση, το δεύτερο βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη που κυκλοφόρησε το 2008 και θα επανεκδοθεί την ερχόμενη εβδομάδα από το Μεταίχμιο, αναπτύσσεται με άξονα τη σχέση ενός πατέρα με την κόρη του και όσα αυτή ανακαλύπτει για το παρελθόν του. Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία Παναγιώτη Πορτοκαλάκη. |
Το ατομικό εμπεριέχεται στο πολιτικό κι αυτό με τη σειρά του στο ιστορικό. Η αναδρομή στις προσωπικές ιστορίες μπορεί να γενικευτεί, ώστε να δούμε σε ευρύτερο πλαίσιο την Ιστορία του Αγρινίου αλλά και μακροσκοπικά τις υπόγειες συγκρούσεις κομουνιστών και δεξιών, αριστερών και ταγματασφαλιτών ήδη από το 1943 κι εξής. Σκοπός του βιβλίου δεν είναι να επιρρίψει ευθύνες στον ΕΛΑΣ και στις πρακτικές του, αφού οι δωσίλογοι του Αγρινίου, όπως ο Τολιόπουλος κι ο Κέντρος, τίθενται κι αυτοί στο στόχαστρο. Περισσότερο, ενδιαφέρει τον συγγραφέα να δείξει πώς ο θάνατος ανώνυμων ανθρώπων μοιάζει τόσο ασήμαντος μπροστά στις ιδεολογικές συρράξεις και στην ιδιοτελή τοποθέτηση όχι εναντίον των Γερμανών, αλλά ενάντια σε όποιον αμφισβητεί την ιδεολογική ηγεμονία.
Το πολιτικό δεν σκοπεύει να καλύψει τα υπόλοιπα θέματα που ο Ηλίας Μαγκλίνης ανοίγει, χωρίς πάντα να τα κλείνει. Η σχέση πατέρα και γιου, τόσο του Νίκου με τον γιο του Κώστα, όσο και του Κώστα με τον Ηλία, στηρίζεται σε λίγα λόγια και σε πολλές σιωπές, η βία κι η αναισθησία όσων την ασκούν, όσων τυφλώνονται από έναν αναίτιο φανατισμό, προκαλεί απορία στον αφηγητή αλλά και στον καθένα, ο θάνατος και η φθαρτότητα του ανθρώπου είναι καθημερινά θέματα, που ωστόσο δεν συνηθίζονται ποτέ.
Και φυσικά η μνήμη και η λήθη, που υπονοούνται από τον τίτλο του μυθιστορήματος: ο τίτλος αυτός φαντάζει παραπλανητικός, καθώς ο αφηγητής δεν ήξερε για να ξεχάσει, αλλά μάλλον αφορά περισσότερο τον πατέρα, που επιχείρησε σιωπηλά να αφήσει στη λησμονιά όσα είχαν πληγώσει την οικογένεια, ή και την κοινωνία ευρύτερα που κινείται μεταξύ της εκδικητικής μνήμης και της θεραπευτικής λήθης. Στην ουσία, ο Ηλίας, που ψάχνει να βρει τον υπαίτιο του φόνου του παππού του, εκφράζει τον τρίτης γενιάς απόγονο που μέσω της μεταμνήμης προσπαθεί να ανασυνθέσει το παρελθόν και τα μυστικά του.
Ο συγγραφέας φτιάχνει ένα συνηθισμένο για την εποχή μας υβρίδιο, που δανείζεται στοιχεία από την αυτοβιογραφία και το non-fiction μυθιστόρημα, τις αληθινές ιστορίες και προσωπικές μαρτυρίες. Καταφέρνει έτσι να συζεύξει το αληθινό με το μυθοπλαστικό, την πραγματικότητα με την αισθητική αφήγηση κι έτσι όχι μόνο να αδειάσει από όσα τον στοιχειώνουν αλλά και να μυήσει τον αναγνώστη στη δίνη του παρελθόντος.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
→ Στην κεντρική φωτογραφία, εικόνα ντοκουμέντο από την «εκτέλεση των 120» στην Πλατεία του Αγρινίου, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1944.
Είμαι όσα έχω ξεχάσει
Μια αληθινή ιστορία
Ηλίας Μαγκλίνης
Μεταίχμιο 2019
Σελ. 256, τιμή εκδότη €14,40