alt

Για το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Πύλη εισόδου» (εκδ. Πατάκη).

Της Τιτίκας Δημητρούλια

Αρχίζοντας κανείς να διαβάζει το νέο μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα μπορεί και να σκεφτεί ότι έχει να κάνει με –άλλον έναν– γυναικείο, αυτοβιογραφικό μονόλογο, με μόνη καινοτομία το μέσον, τα κοινωνικά δίκτυα, όπου αυτός δημοσιεύεται σε συνέχειες – παρότι η πρώτη κιόλας σελίδα του κειμένου, μια σύντομη δημοσίευση του χρήστη «Λακάν Λακάν», δημιουργεί κατευθείαν το παραξένισμα. Στην πορεία, πάντως, και οπωσδήποτε πολύ πριν από το κλείσιμο του βιβλίου με άλλη μια δημοσίευση του «Λακάν Λακάν», αναθεωρεί πλήρως. Και όχι μόνο επειδή το μυθιστόρημα συγκροτείται από δύο, εντέλει, πολυφωνικούς μονολόγους, οι οποίοι περικλείονται στις δύο απολύτως συμμετρικές δημοσιεύσεις του χρήστη «Λακάν Λακάν», πρόδηλα προερχόμενες από κάποια συγγραφέα που προβληματίζεται ειρωνικώ τω τρόπω για την έμπνευση και σχολιάζει την κατασκευή της ηρωίδας της – αναδιπλασιασμένη λοιπόν η ψυχανάλυση, πολλαπλασιασμένοι οι καθρέφτες. Αλλά και επειδή εδώ το μέσο κάνει όντως τη διαφορά στο επίπεδο της αναπαράστασης: η αμεσότητα της δημοσίευσης και η δυνατότητα της διάδρασης, δεν λειτουργούν απλώς ενισχυτικά όσον αφορά την πολυπλοκότητα της μυθοπλασίας –η Μάρω Δούκα το έχει επιτύχει αυτό με άλλα μέσα πολλές φορές στο παρελθόν–, αλλά μετατρέπουν την ίδια αυτή μυθοπλασία σε εργαστήρι μελέτης των όρων και των ορίων της συγγραφικής δημιουργίας καθαυτήν.

Οι βόλτες της στη γειτονιά και στο κέντρο της Αθήνας –Μεταξουργείο, Ομόνοια, Μπακάκος, Ερμού, Χαυτεία, Κατράντζος, Άγιος Παντελεήμονας– είναι γι’ αυτήν μια «πύλη εισόδου» στο παρελθόν της και στον κόσμο. [...] Το παράθυρο όπου στέκει και παρατηρεί, είναι η δεύτερη πύλη εισόδου της στον κόσμο, τα κοινωνικά δίκτυα, το παρατηρητήριο, η τρίτη. 

Εν αρχή λοιπόν ην η αριστερή, φεμινίστρια Αίθρα Βλαντή, που όπως μαθαίνουμε στην πορεία έχει ένα γιο Θησέα – πολύς ο λόγος για τα ονόματα και τη δηλωτική τους σημασία στο κείμενο: δημοσιεύει τμηματικά την ιστορία της παιδικής της φίλης Αφεντούλας Μπακάλογλου, το γένος Καλημέρη, και η φίλη της Αίθρας Σεβαστή Μαρίνου κοινοποιεί κάποιες φορές τη συνέχεια της ιστορίας. Η κυρία Αφεντούλα, χήρα ετών 69, με τρεις κόρες, την Ασπασούλα, την Αργυρούλα και τη Χαρούλα –τα υποκοριστικά ως στοιχεία της γυναικείας κοινωνιολέκτου αλλά και της πληθωρικής διαδικτυακής οικειότητας– μένει στο Παγκράτι. Οι βόλτες της στη γειτονιά και στο κέντρο της Αθήνας –Μεταξουργείο, Ομόνοια, Μπακάκος, Ερμού, Χαυτεία, Κατράντζος, Άγιος Παντελεήμονας– είναι γι’ αυτήν μια «πύλη εισόδου» στο παρελθόν της και στον κόσμο, τον οποίο περιέρχεται θεατρικά, «πότε […] παραπαίουσα, πότε με βάδην παρελάσεως, ευθυτενής, ρουφώντας την κοιλιά, με τα χέρια μπρος πίσω ρυθμικά, και πότε έτσι, σαν προγραμματισμένη μαριονέτα» – συχνά δε ως άλλη Μέι στον μπεκετικό διάδρομο, αριστερό-δεξί, αριστερό-δεξί. Το παράθυρο όπου στέκει και παρατηρεί, είναι η δεύτερη πύλη εισόδου της στον κόσμο, τα κοινωνικά δίκτυα, το παρατηρητήριο, η τρίτη. 

Ανασφαλής, μοναχική, «πολύ ομιλητική από μέσα της [μου], πολύ κοινωνική», η Αφεντούλα αναζητεί εναγωνίως ωστόσο μια διαφορετική «πύλη εισόδου», αυτή που θα την οδηγήσει στον εαυτό της και στα θέλω της, που μονίμως της ξεφεύγουν: «Να θέλω να μιλήσω για μένα, να συστηθώ, να παρηγορηθώ, και να μην έχω τον τρόπο. Ποια ακριβώς είμαι. Τι ήθελα από τη ζωή, τι θέλω σήμερα, τι μου απομένει». Αναμηρυκάζοντας σκέψεις και αναμνήσεις, ματαιώσεις και πικρίες, με απόλυτη ελευθερία και ανοχή στις πιο εκρηκτικές αντιφάσεις, αναδεικνύει τη μνήμη ως αφήγηση και κατασκευή: «όλο και κάτι προσθέτω στις αναμνήσεις μου, όλο και κάτι αφαιρώ, τις χρωματίζω κάθε φορά αλλιώς, ανάλογα με τη διάθεσή μου ή και με το απρόσμενο που έρχεται και με τσιγκλάει και με φέρνει πίσω, όλο και πιο πίσω.»· αλλά και την κατασκευή της αφήγησης. 

«Κυρίας Αφεντούλας ανάβαση», ο τίτλος της πρώτης ενότητας της ιστορίας της – πλατωνική ανάβαση, άραγε, προς την αλήθεια που επανέρχεται μαζί με την ειλικρίνεια διαρκώς στον λόγο της; Μόνο που ούτε η ίδια δεν ξέρει για ποια ειλικρίνεια μιλάει: «Κι αν θέλω να είμαι ειλικρινής (πάντα το θέλω, αν και τι ακριβώς εννοώ ή θέλω να εννοήσω με την ειλικρίνεια, για να είμαι ειλικρινής, από μικρή το είχα αυτό, δεν το γνωρίζω, ειλικρινής σε σχέση με αυτή που είμαι ή με αυτή που θα ήθελα να είμαι;)» Ο λόγος της, επίμονα επαναληπτικός και εξίσου επίμονα μετέωρος, εφεκτικός, είναι ένας ατελείωτος διάλογος με τον εαυτό και τους άλλους, που ακατάπαυστα αυτοαναιρείται, ακαριαία και ριζικά. Πλάι στις πραγματικές συνομιλίες, που μεταφέρονται σε ευθύ, πλάγιο ή ελεύθερο πλάγιο λόγο, οι άρρητες δικές της απαντήσεις. Απέναντι στον δικό της λόγο, ο λόγος των άλλων, ως κάτοπτρο. Πλάι στα ταξικά και έμφυλα στερεότυπα, της βολεμένης μικροαστής που ονειρεύεται την αποκατάσταση των θυγατέρων της, σκοτεινές οικογενειακές αναμνήσεις, υφέρπουσα βία και μια παιδεία που συνδυάζει τον Δαλιανίδη και τα τραγούδια της μόδας με τον Έλιοτ, τον Σαρτρ και τη Bloomsday. Κι η αλήθεια παραμένει ως το τέλος με ερωτηματικό.

Πλάι στα ταξικά και έμφυλα στερεότυπα, της βολεμένης μικροαστής που ονειρεύεται την αποκατάσταση των θυγατέρων της, σκοτεινές οικογενειακές αναμνήσεις, υφέρπουσα βία και μια παιδεία που συνδυάζει τον Δαλιανίδη και τα τραγούδια της μόδας με τον Έλιοτ, τον Σαρτρ και τη Bloomsday. Κι η αλήθεια παραμένει ως το τέλος με ερωτηματικό.

Η Καίτη Καλή αναγνωρίζει τον εαυτό της στην ιστορία και αποφασίζει να μιλήσει απευθείας στο διαδικτυακό κοινό – κυρίας Αφεντούλας παράβαση λοιπόν. Γράφει τη δική της εκδοχή της Αφεντούλας, διανθισμένη με πολλή ποίηση, την οποία τόσο είχε λαχταρίσει στη ζωή της –τόσο, όσο ποίηση– και αιχμές για την Αίθρα, το δωσιλογικό παρελθόν του πατέρα της και την αριστερή, φεμινιστική της στράτευση, τον κοινό τους αγαπημένο και πατέρα του Θησέα. Μια η δημοσιευμένη ιστορία και μια αυτή που κρατά για τον εαυτό της, ο νοητός διάλογος με την άσπονδη παιδική φίλη-μη φίλη της.

Έπεται η κατάβαση –στον Άδη;–, η συνέχιση της ιστορίας από την Αίθρα, η αποκάλυψη των ψεμάτων και των μυστικών, το τραύμα και η βία που επιτέλους γίνονται λόγος, οι πικρές παραδοχές μιας πολύπλευρης ήττας: «και πώς εξηγείται τότε ότι έζησα σχεδόν όλη τη ζωή μου με την πεποίθηση ότι είμαι άσχετη, σχεδόν χαζή; Ποιοι ευθύνονται γι’ αυτό; Διότι, δεν μπορεί, κάποιος ευθύνεται, η ευθύνη είναι ευθύνη, κι εγώ ακόμη που το έχω επιτρέψει να αισθάνομαι χαζή, που το έχω ανεχτεί…»· κι αλλού: «αλλά προ πολλού, όσο το καλοσκέφτομαι, έχω χάσει το κάθε δικαίωμά μου στο θέλω ή στο δεν θέλω». 

Η Μάρω Δούκα, σα να ξαναπιάνει από εκεί που άφησε το 1987, στις Λεύκες Ασάλευτες, την κυρία Ελένη, μητέρα επίσης μιας Ασπασίας, που επίσης έπαιζε χαρτάκι με τις γειτόνισσες και θεωρούσε τον γάμο ύψιστο προορισμό, για να χτίσει μια ηρωίδα «έντρομη στην παράσταση», με μια ταυτότητα στέρεη και μαζί απολύτως ρευστή: έχει πλήρως εσωτερικεύσει και αναπαράγει ως μητέρα με τον καλύτερο –τον χειρότερο δηλαδή– τρόπο, τις κοινωνικές επιταγές της έμφυλης συνθήκης· μαυρίζει με τη θύμηση των πραγματικών γεγονότων, των τραυμάτων, των αποτυχιών, των αντιφάσεών της· διαλέγει τι θυμάται και πώς. Και θέλει κι αυτή «να φανταστεί τη ζωή της, να τη ζυγίσει, να τη δικαιώσει μέσα από πρόσωπα δικά της επινοημένα και φανταστικά. Σαν συγγραφέας» [σε πρώτο πρόσωπο στο κείμενο]. 

Η Μάρω Δούκα ξαναπιάνει σίγουρα τον μίτο της συλλογικής μνήμης εκεί που τον είχε αφήσει στην τριλογία της «Στις γραμμές του μύθου και της Ιστορίας», για να μιλήσει για την ατομική, την αυτοβιογραφική μνήμη. Μόνο που η ατομική μνήμη, το ξέρουμε από τον μεσοπόλεμο ήδη, από τα έργα του Μωρίς Αλμπβάκς, είναι κι αυτή πάντα συλλογική. Είναι η μνήμη ως ατομική σκοπιά των ομάδων στις οποίες μετέχει το άτομο από τη γέννηση ως το πέρας του βίου του, με πρώτη την οικογένεια και τους οικείους, όπως και στην περίπτωση της κυρίας Αφεντούλας, και με τον κύκλο των ομάδων να διευρύνεται συνεχώς. Αν προσθέσει κανείς και τη δημόσια, πολιτισμική μνήμη που αφορά τους συγγραφείς και το πέρασμά τους στην αθανασία, ένα θέμα που επανέρχεται συστηματικά στο κείμενο, αντιλαμβάνεται ότι το νέο της μυθιστόρημα της Δούκα είναι άλλη μια ψηφίδα σε ένα έργο που εξερευνά διαχρονικά από ποικίλες σκοπιές τη μνήμη και την Ιστορία στη σχέση τους με την ατομική και συλλογική συνθήκη, όχι του παρελθόντος, αλλά του παρόντος και του μέλλοντος. 

alt
Φωτογραφία © Κωνσταντίνος Πίττας
Για την έκδοση Ανθολόγιο 18+1

Η Μάρω Δούκα έχει λάβει πλήθος διακρίσεων.

Οι σημαντικότερες είναι:
Βραβείο Νίκου Καζαντζάκη (1982) για το μυθιστόρημα
Η αρχαία σκουριά.
Β' Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος (1984) για το
βιβλίο της Η πλωτή πόλη (δεν το αποδέχτηκε)
–Το βιβλίο Αθώοι και φταίχτες πήρε το βραβείο
αφηγηματικού πεζού λόγου του Ιδρύματος Ουράνη (2005),
βραβείο πεζογραφίας του Διεθνούς Λογοτεχνικού
Συνεδρίου των Θ' «Καβαφείων» (2005) και το βραβείο
Balkanika, 2006
–Το βιβλίο Έλα να πούμε ψέματα, πήρε το βραβείο
Νίκου Θέμελη – Δήμος Άνδρου, περιοδικό Ο αναγνώστης,
2015

 

 

Η Αφεντούλα-Καίτη και το ανεστραμμένο είδωλό της, η Αίθρα-Πελαγία, ζωντανές και πειστικές, έχουν εδώ, πέρα από τη σχέση τους και την θεματοποίηση της δύσκολης μνήμης στην αφήγηση, μια έντονη μετακειμενική λειτουργία: ο λόγος τους, και οι λόγοι γυναικών κι ανδρών που ενσωματώνει, θέτει πρισματικά αφενός το ζήτημα της κατασκευής της ταυτότητας εν γένει και της γυναικείας ταυτότητας ειδικότερα· και αφετέρου το ζήτημα του τι σημαίνει συγγραφική δημιουργία, με αναφορά στο νέο διαδικτυακό περιβάλλον αλλά όχι μόνο. 

Δεν είναι πολλές οι άμεσες αναφορές στα πολιτικοκοινωνικά τεκταινόμενα στο κείμενο: δυο κουβέντες για τον Μακάριο, για την ησυχία στη Χούντα και την υποχρέωση του νομοταγούς πολίτη να σέβεται κάθε κυβερνήτη, για το Πολυτεχνείο, με την Αίθρα πίσω από τα κάγκελα· δυο λόγια για τη μεταπολίτευση και το Πασόκ· άλλα δυο για την Κατοχή και τους δωσίλογους· μια πλάγια ματιά στην κρίση μέσα από τη λαϊκή, τον σαραντάρη που τρώει από τα σκουπίδια, και κάποιες σκόρπιες αναφορές· η Ασία κι η Αφρική που η άλλη Ασπασία ευχόταν να μπουκάρουν στην Ευρώπη για να τη σώσουν και είναι ήδη εδώ, μαζί με τον φόβο και τους χρυσαυγίτες. Το μέτρο της κοινωνίας γίνεται εδώ αυτή η «παραθαλάσσια, καταπατημένη, απόκρημνη, περιφραγμένη, χωρίς πρόσβαση στο νερό» γυναίκα, όπως την περιγράφει ο «Λακάν Λακάν». Το μέτρο της δημιουργίας, η πλατωνική προϋπόθεση της κατάβασης, μετά την ανάβαση και τη μέθεξη στην –όποια– αλήθεια, στο κόσμο των ανθρώπων, με άγχος και ταραχή, αλλά και στόχευση κι επίγνωση και διαρκή αυτοαμφισβήτηση και μόχθο επίμονο, για να μπορέσει η μυθοπλασία με τη δουλεμένη δομή και λέξη της να αναπαραστήσει κατά το δυνατόν τα ορατά και τα αόρατα του ανθρώπου μες στον κόσμο – όπως ακριβώς γίνεται στην Πύλη εισόδου, όπου η κατοπτρική δομή φτάνει σε εντυπωσιακή λεπτομέρεια και η λέξη επιλέγεται με βάση το σύνολο των σημασιών της, δηλώνει, συνδηλώνει, ανακαλεί. Βέβαια, η πρόζα «όλα τα μασάει, όλα τα χωνεύει, όλα τα υπομένει, τα χωρεί, τα συγχωρεί». Αλλά υπάρχει πρόζα και πρόζα, γυναικείος μονόλογος και γυναικείος μονόλογος, μυθιστόρημα και μυθιστόρημα: «άλλο να γράφεις κι άλλο να νομίζεις ότι γράφεις», όπως επισημαίνει η αυστηρή Αίθρα στην Αφεντούλα, μια μορφή που έχει ήδη προστεθεί στο πάνθεον των σπουδαίων γυναικείων μορφών της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Κι αφού περί μνήμης και αναμνήσεως ο λόγος, να πούμε κλείνοντας ότι τον πρασινομάτη ηθοποιό που μνημονεύει συνεχώς η Αφεντούλα-Καίτη αλλά δεν θυμάται το όνομά του, τον λένε Ντάνιελ ντει Λιούις. Μια φωτογραφία του στόλιζε, πριν από χρόνια πολλά, τον τοίχο πάνω από το τραπέζι της κουζίνας, όπου έγραφε τα κείμενά της μια πολύ μεγάλη συγγραφέας, που δεν έχει να περιμένει τον χρόνο να της ανοίξει την «πύλη της αθανασίας». Είναι ήδη ανοιχτή και της την ανοίγει ακόμη πιο διάπλατα ετούτη εδώ η Πύλη εισόδου

* Η ΤΙΤΙΚΑ ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΙΑ είναι κριτικός λογοτεχνίας, Καθηγήτρια στο Τμήμα Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας στο ΑΠΘ.
Τελευταίο βιβλίο σε μετάφρασή της, η ποιητική συλλογή του Jean Baptiste Para «Πλάι σε γοργά νερά θα περπατήσω» (εκδ. Γκοβόστη).

→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία: Ηλεκτρικός, 1985 © Κωνσταντίνος Πίττας


altΠύλη εισόδου
Μάρω Δούκα
Πατάκης 2019
Σελ. 344, τιμή εκδότη €17,70

alt

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΩΣ ΔΟΥΚΑ

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

«Γεννιέται ο κόσμος» της Βάσιας Τζανακάρη – Ξαναβαφτίζοντας την πραγματικότητα

«Γεννιέται ο κόσμος» της Βάσιας Τζανακάρη – Ξαναβαφτίζοντας την πραγματικότητα

Για το αφήγημα της Βάσιας Τζανακάρη «Γεννιέται ο κόσμος» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια πίνακα του Στέφανου Ρόκου από την έκθεση «Η εποχή του ηλεκτρισμού» (2016).

Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης

Μοιάζει με παλιομοδίτικο βιβλ...

«Από το τοπικό στο παγκόσμιο» (κριτική) – Μια ανθολογία διηγημάτων για τη ρευστότητα των εξωτερικών κι εσωτερικών συνόρων

«Από το τοπικό στο παγκόσμιο» (κριτική) – Μια ανθολογία διηγημάτων για τη ρευστότητα των εξωτερικών κι εσωτερικών συνόρων

Για την ανθολογία διηγημάτων «Από το τοπικό στο παγκόσμιο», σε επιμέλεια του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη (εκδ. Διόπτρα). 

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Από τον αριστερόστροφο διεθνισμό που ονειρευόταν να συσφίξει τις σχέσεις τω...

Δήμητρα Παναγιωτοπούλου, Βαγγέλης Σέρφας – Δυο νέες πεζογραφικές φωνές (κριτική)

Δήμητρα Παναγιωτοπούλου, Βαγγέλης Σέρφας – Δυο νέες πεζογραφικές φωνές (κριτική)

Για τη συλλογή διηγημάτων του Βαγγέλη Σέρφα «Όχι, μην μπαίνετε στον κόπο» (εκδ. Πατάκη) και τη νουβέλα της Δήμητρας Παναγιωτοπούλου «Sha La La» (εκδ. Loggia).

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Βαγγέλης Σέρφας, ...

ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ

«Η Λένι Ρίφενσταλ κοιμάται τα βράδια;» του Άγγελου Ανδρεόπουλου, σε σκηνοθεσία Βάνας Πεφάνη

«Η Λένι Ρίφενσταλ κοιμάται τα βράδια;» του Άγγελου Ανδρεόπουλου, σε σκηνοθεσία Βάνας Πεφάνη

Για την παράσταση «Η Λένι Ρίφενσταλ κοιμάται τα βράδια;» του Άγγελου Ανδρεόπουλου, σε σκηνοθεσία Βάνας Πεφάνη, στο θέατρο «Φούρνος». Μια επινοημένη συνέντευξη με «την ιέρεια των προπαγανδιστικών ταινιών του Γ’ Ράιχ».

Γράφει ο Νίκος Ξένιος

...
Γιατί να διαβάζουμε σήμερα τον Γιώργο Ιωάννου (1927-1985); Σκέψεις με αφορμή τα σαράντα χρόνια από τον θάνατό του

Γιατί να διαβάζουμε σήμερα τον Γιώργο Ιωάννου (1927-1985); Σκέψεις με αφορμή τα σαράντα χρόνια από τον θάνατό του

Σκέψεις για την πεζογραφία του Γιώργου Ιωάννου, με αφορμή τα σαράντα χρόνια από τον θάνατό του. Στην κεντρική εικόνα, σχέδιο στο οποίο απεικονίζεται ο συγγραφέας, που κόσμησε το πόστερ της εκδήλωσης «1927-1985 | 40 χρόνια από τον θάνατο του Γιώργου Ιωάννου» στη Βιβλιοθήκη ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ.

...
«Γεννιέται ο κόσμος» της Βάσιας Τζανακάρη – Ξαναβαφτίζοντας την πραγματικότητα

«Γεννιέται ο κόσμος» της Βάσιας Τζανακάρη – Ξαναβαφτίζοντας την πραγματικότητα

Για το αφήγημα της Βάσιας Τζανακάρη «Γεννιέται ο κόσμος» (εκδ. Καστανιώτη). Κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια πίνακα του Στέφανου Ρόκου από την έκθεση «Η εποχή του ηλεκτρισμού» (2016).

Γράφει ο Γιώργος Ν. Περαντωνάκης

Μοιάζει με παλιομοδίτικο βιβλ...

ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«...άμμος» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

«...άμμος» του Μιχάλη Μακρόπουλου (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το αφήγημα του Μιχάλη Μακρόπουλου «...άμμος», το οποίο κυκλοφορεί στις 24 Μαρτίου από τις εκδόσεις Κίχλη.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Φυσοῦσε καὶ φυσοῦσε ἔπειτα ὁ βοριάς. Ἦταν λὲς καὶ ὁ κόσμος ἄφηνε ἐπιτέλους νὰ βγεῖ...

«Η Εξοµολόγηση» του Μαξίµ Γκόρκι (εκδ. Νίκας) – Προδημοσίευση αποσπάσματος από το επίμετρο του Μάνου Στεφανίδη

«Η Εξοµολόγηση» του Μαξίµ Γκόρκι (εκδ. Νίκας) – Προδημοσίευση αποσπάσματος από το επίμετρο του Μάνου Στεφανίδη

Προδημοσίευση αποσπάσματος από το επίμετρο του Μάνου Στεφανίδη 
στην αναθεωρημένη επανέκδοση του Μαξίμ Γκόρκι [Maxim Gorky] 
«Η εξομολόγηση» (μτφρ. Σ.Ι. Ζήζηλας), η οποία θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις εκδόσεις Νίκας.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

...
«γάμπαρη Αμβρακικού» της Γεωργίας Τάτση (προδημοσίευση)

«γάμπαρη Αμβρακικού» της Γεωργίας Τάτση (προδημοσίευση)

Προδημοσίευση αποσπάσματος της νουβέλας της Γεωργίας Τάτση «γάμπαρη Αμβρακικού», με αφορμή την επανέκδοσή της από τις εκδόσεις Βακχικόν, την ερχόμενη εβδομάδα.

Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός

Η Αλεξάνδρα έξι χρονών. Πικραλίδα. Φορούσε το κίτρινο ...

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τεντ Χιουζ, Βασίλης Παπαδόπουλος, Αργύρης Χιόνης: Τρία σημαντικά έργα ποίησης και ποιητικής

Τεντ Χιουζ, Βασίλης Παπαδόπουλος, Αργύρης Χιόνης: Τρία σημαντικά έργα ποίησης και ποιητικής

Τρία βιβλία εντελώς ανόμοια μεταξύ τους μας καλούν να σταθούμε, να διαβάσουμε και να στοχαστούμε την ποίηση και την ποιητική της. Τεντ Χιουζ, Βασίλης Παπαδόπουλος, Αργύρης Χιόνης.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

...

Στην καρδιά του Τρόμου: 12 βιβλία που αλλάζουν την αντίληψή μας για το είδος

Στην καρδιά του Τρόμου: 12 βιβλία που αλλάζουν την αντίληψή μας για το είδος

Φαντάσματα, εκκλησίες όπου δοξάζεται το κακό, βρικόλακες της ελληνικής επαρχίας, αλλόκοτα και περίεργα συναντάμε σε μυθιστορήματα, νουβέλες και συλλογές ιστοριών που κυκλοφόρησαν πρόσφατα. Παντού κυριαρχεί το στοιχείο του τρόμου. Κεντρική εικόνα, στιγμιότυπο από την ταινία «The Witch» (2015) του Ρόμπερτ Έγκερς.

...
Τι διαβάζουμε τώρα; 5 σημαντικά έργα μεταφρασμένης πεζογραφίας που μόλις κυκλοφόρησαν

Τι διαβάζουμε τώρα; 5 σημαντικά έργα μεταφρασμένης πεζογραφίας που μόλις κυκλοφόρησαν

Πέντε σύγχρονα-κλασικά έργα μεταφρασμένης πεζογραφίας που κυκλοφόρησαν προσφάτως στη γλώσσα μας σε προσεγμένες μεταφράσεις. Τρία μυθιστορήματα, μία συλλογή από νουβέλες και ένα εξέχον έργο της «φυσιογραφικής γραμματείας» κοσμούν εδώ και λίγες μέρες τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.

...

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

ΠΡΟΘΗΚΕΣ

Newsletter

Θέλω να λαμβάνω το newsletter σας
ΕΓΓΡΑΦΗ

ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

12 Δεκεμβρίου 2024 ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Τα 100 καλύτερα λογοτεχνικά βιβλία του 2024

Mυθιστορήματα, νουβέλες, διηγήματα: Εκατό καλά λογοτεχνικά βιβλία που κυκλοφόρησαν το 2024 από τα πολλά περισσότερα που έπεσαν στα χέρια μας, με τη μεταφρασμένη πεζογρα

ΦΑΚΕΛΟΙ