Για το μυθιστόρημα της Έλενας Πέγκα «Αθήνα – Δελχί – Αθήνα» (εκδ. Άγρα).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Μυθιστόρημα» χαρακτηρίζεται το ταξιδιωτικό και στοχαστικό Αθήνα – Δελχί – Αθήνα της Έλενας Πέγκα. Ωστόσο, σε τούτο το σπονδυλωτό αφήγημα δεν ιστορείται κανένας μύθος – λέγονται βέβαια πολλές μικροϊστορίες, αλλά κατά βάση είναι ένα βιβλίο ταξιδιωτικών εντυπώσεων, όπως αναπλάθονται από τη μνήμη και οι εικόνες τους πλάθονται μαζί με σκέψεις. Είναι λοιπόν μυθιστορία ό,τι κάνει η μνήμη στο βιωμένο συμβάν, ή ίσως η συνειδητή μετάπλασή του για να εξυπηρετηθεί μια σύνδεση μερών, αφηγηματική μεν, επ’ ουδενί μυθοπλαστική δε;
Η συγγραφέας μας δίνει συχνά τα κλειδιά για να καταλάβουμε τη ματιά της, όπως όταν γράφει: «[…] δεν θέλω να πάω στον κόσμο των συναισθημάτων. Θέλω να μείνω στον κόσμο των αισθήσεων, των εντυπώσεων».
Στο Αθήνα – Δελχί η αφηγήτρια παρουσιάζεται εδώ κι εκεί στο τρίτο πρόσωπο, ως «η γυναίκα που ταξιδεύει», και συχνά μετά το ταξίδι στο Δελχί μιλά για κάποια εμπειρία της στον γιο της, που προσθέτει στις σκέψεις της μητέρας μια κατακλείδα. Άραγε, αυτή η μετάθεση της προσωπικής εμπειρίας σ’ ένα τριτοπρόσωπο alter ego δικαιολογεί το χαρακτηρισμό του «μυθιστορήματος»; Αν ναι, πρέπει να σταθώ απέναντι σ’ αυτή «τη γυναίκα που ταξιδεύει» σαν αντίκρυ σε μια λογοτεχνική ηρωίδα. Η συγγραφέας μας δίνει συχνά τα κλειδιά για να καταλάβουμε τη ματιά της, όπως όταν γράφει: «[…] δεν θέλω να πάω στον κόσμο των συναισθημάτων. Θέλω να μείνω στον κόσμο των αισθήσεων, των εντυπώσεων».
Στη λογοτεχνία, κάθε ταξίδι είναι μαθητεία, κι αυτό μοιάζει να το γνωρίζει η ταξιδιώτισσα, έτσι ξεκινά «ανοιχτή» και καθετί τη γοητεύει. Τη γοητεύουν άνθρωποι, τα τρίκυκλα τουκ-τουκ, πολύτιμες πέτρες, παλάτια, ναοί (Birla Mandir, ο ναός με τις μαϊμούδες, Χανουμάν, ο ναός του λωτού), κήποι, μαυσωλεία, ξενοδοχεία – καθετί. Όταν ακούει έναν Άγγλο δίπλα της να λέει σε μια Αγγλίδα: «Ήμουν όλο το πρωί στο ποτάμι και φωτογράφιζα. Μικρά παιδιά ψάχνανε μέσα στα βρόμικα νερά μήπως και βρουν κάτι για να το πουλήσουν για ανακύκλωση», αυτόματα, μεταπλάθοντας την άθλια πραγματικότητα σε «μαγική» εμπειρία, γράφει:
«Τους ακούω και σκέφτομαι τα παιδιά μέσα στο ποτάμι να ψαρεύουν τα μαγικά σκουπίδια. “Εσύ, Μίνα [η συνταξιδιώτισσά της], έχεις μαγικά αντικείμενα;” τη ρωτώ».
Ολοκληρώνει λοιπόν η ταξιδιώτισσα τη μαθητεία της, με το μόνο τέλος που μπορεί να υπάρξει σε τούτη τη μαθητεία: την αυτογνωσία – μια από τις πολλές μορφές της; Σε αυτό βρίσκει στον ίδιο της τον εαυτό ένα εμπόδιο, νιώθω. Αυτό το εμπόδιο δεν είναι ακριβώς αυταρέσκεια ή εγωπάθεια, αν κι έχει κάτι αμυδρό απ’ αυτά τα δύο· αλλά είναι πάντως ένα εμπόδιο στο να ανοίξουν τελείως οι πόροι, η ώσμωση να ’ναι πλήρης και τίποτα πλέον να μη χωρίζει την ταξιδιώτισσα απ’ το ταξίδι. Ένα παράδειγμα τούτης της απόστασης ανάμεσα στην ίδια και σ’ ό,τι υπάρχει γύρω της είναι μια σκηνή στο ξενοδοχείο όπου μένει. Βγαίνει με τα εσώρουχα στην ιδιωτική βεράντα του δωματίου της για να διαβάσει (Έλενα Φερράντε, το Αυτοί που μένουν και αυτοί που φεύγουν). Καθώς διαβάζει, σηκώνει ψηλά το βλέμμα κι αντικρίζει ψηλά στη στέγη έναν όμορφο νεαρό υπάλληλο να την κοιτά. Αφού κάνει κάποιες σκέψεις για το πώς βρέθηκε ο νεαρός εκεί, λέει τέλος: «Συνέχισα το διάβασμα με τα εσώρουχα». Είναι μια σκηνή ανοιχτή σε ταξικές, ψυχαναλυτικές κι άλλες ερμηνείες.
Η Έλενα Πέγκα γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε θέατρο και φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Wesleyan στο Κονέκτικατ των ΗΠΑ (Β.Α.), και σενάριο-συγγραφή θεατρικών έργων στο University of Southern California του Λος Άντζελες (Μ.Α.). Έγραψε το σενάριο για την βραβευμένη ταινία του Λάκη Παπαστάθη «Το μόνον της ζωής του ταξίδειον». Η συλλογή διηγημάτων της Σφιχτές ζώνες και άλλα δέρµατα τιμήθηκε με το βραβείο διηγήματος του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών, το 2012. |
Κι από την άλλη η ταξιδιώτισσα έχει μιαν ευαισθησία που πάλλεται σαν λεπτή κεραία πιάνοντας ανεπαίσθητα σήματα που μεταφέρονται με καθαρότητα, όπως εδώ:
«Έξω υπήρχε ένα δυνατό φως πάνω από τα κεφάλια μας καθώς περπατούσαμε χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίναμε. Τόσο πολύ λευκό φως έσβηνε τα περιγράμματα των σπιτιών, των δέντρων, των πραγμάτων. Έκρυβε τις σκληρές εικόνες φτώχειας ανθρώπων άστεγων, δεξιά κι αριστερά. Προσωρινά τις έκρυβε, σαν να τις έσβηνε, όπως κάνει και η μνήμη. Όπως θα κάνει και η δική μας μνήμη. Περπατούσαμε διακρίνοντας ίσκιους μόνο. Οι ίσκιοι ήταν απαλοί. Ήταν παλιοί και νέοι Θεοί; Τι προστάτευαν αυτή την ώρα, αυτό το απόγευμα στην πόλη της Τζαϊπούρ; Περπατούσαμε για να περπατήσουμε, χωρίς να φοβόμαστε αν θα χαθούμε, χωρίς να φοβόμαστε την άλλη, την αποκρουστική όψη της μαγείας, την τρομακτική όψη της δυστυχίας, της απελπισίας. Περπατούσαμε με την παράξενη βεβαιότητα πως είμαστε περαστικές, πως όλο αυτό το χάσιμο στους σκιερούς, άγνωστους δρόμους είναι μια στιγμή που δεν θα κρατήσει, καθώς οι στιγμές δεν κρατάνε. Μια σκελετωμένη αγελάδα φάνηκε αμυδρά ανάμεσα σε σκουπίδια, ξεπρόβαλε από έναν βρομερό σωρό. Είχε γεννήσει, αλλά το μικρό της είχε πεθάνει πριν καταφέρει να το βγάλει από το σώμα της. Μπορεί να μην είχε τη δύναμη να το γεννήσει. Μισό το νεογέννητο νεκρό πια μοσχάρι κρεμόταν από την αγελάδα· διέκρινα τα δυο του πόδια να κρέμονται στον αέρα. Το άλλο μισό ήταν ακόμη μέσα της. Η αγελάδα ζούσε ακόμα, πηγαινοερχόταν μόνη και αβοήθητη εκεί, στα σκουπίδια, στην άκρη του δρόμου. Άνθρωποι την πλησίαζαν, χωρίς να σταματήσουν. Να κάνουν τι; Να της βγάλουν το μικρό; Προσπέρασα και εγώ, τυφλωμένη από το φως, αλλά όχι τελείως. Την είδα».
Την είδε, αλλά την ένιωσε κιόλας βαθιά, ώστε να ολοκληρωθεί το ταξίδι; Όπως κρύβονταν οι εικόνες φτώχειας μες στο λευκό φως, έτσι κρύβεται και τούτο το βιβλίο πίσω από το χαρακτηρισμό του. Όμως, όσο κι αν οι λέξεις είναι συμβάσεις, μας βοηθούν παρ’ όλα αυτά να συνεννοούμαστε, και το Αθήνα – Δελχί – Αθήνα, γοητευτικό αναμφίβολα, δεν είναι μυθιστόρημα.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
Αθήνα - Δελχί - Αθήνα
Έλενα Πέγκα
Άγρα 2019
Σελ. 232, τιμή εκδότη €15,50