Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη «Casa Μπιάφρα» (εκδ. Πατάκη).
Του Νίκου Ξένιου
«Η αλήθεια είναι υποπροϊόν της αναγκαιότητας».
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
Στο Casa Μπιάφρα ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης ανασυστήνει ιστορικά υπαρκτές γειτονιές της Θεσσαλονίκης, ως γεωγραφικό περίγυρο, πρόσχημα και σκηνικό για να εκτυλίξει εκεί με απίστευτο χιούμορ την ανθρώπινη κατάσταση: την ατομική και τη συλλογική. Εγκαθιστώντας τα πρόσωπά του σε μια διαφορετική συμπρωτεύουσα (διαφορετική από εκείνη την «άλλη» Θεσσαλονίκη που ξέρoυμε), διανοίγει με τη σκαπάνη του ένα νέο αφηγηματικό όρυγμα, τηρώντας τις απαιτούμενες αποστάσεις από τα πολιτικοκοινωνικά γεγονότα και αποβλέποντας στην επούλωση του προσωπικού τραύματος που αυτά συνεπάγονται.
Πυκνή εσωτερική γεωμετρία των τόπων
Παρά το εξώφθαλμο γεγονός ότι κάθε αφήγηση περιέχει υλικό για αυτόνομο διήγημα, ο μεγάλος αριθμός των ηρώων είναι συνθήκη και προϋπόθεση σύνθεσης της «μεγάλης εικόνας», δηλαδή του genre του μυθιστορήματος.
Η ιστορία της περιόδου εκείνης εγγράφεται σε μια σειρά αφηγήσεων και διαλόγων, ενώ παράλληλα καταγράφεται το άδηλο, το κεκρυμμένο, το δυσκόλως αντιληπτό: τα ιστορικά γεγονότα διαδραματίζουν τον ρόλο του οχήματος πάνω στο οποίο θα κινηθεί η ζωή των τροφίμων της Casa Μπιάφρα, η προσωπική βιογραφία εκάστου των οποίων συμβάλλει σε εξαιρετική πύκνωση του κειμένου. Το ετερόκλητο των αφηγήσεων εξισορροπείται από την ισοτιμία στη μοιρασιά των χαρακτήρων, ενώ η διαπλοκή των χαρακτήρων με την εξωκειμενική πραγματικότητα γίνεται με ιχνηλάτηση: πού βαδίζουν οι ήρωες, πού στοχεύουν, ποιων μέσων μετέρχονται, ποια είναι η ιδιοσυγκρασιακή τους δομή; Μηχανορραφώντας στο σκηνικό ενός «κυριλέ» μαγαζιού, μοιάζουν να σχεδιάζουν με σχετική ευκολία τις τύχες του τόπου:
«Τα γραφεία της "ESSO" στην Αθήνα είναι στο ίδιο κτίριο με τα γραφεία του Μακεδόνα. Εμείς είμαστε Φιλελλήνων 1, στον έβδομο όροφο, και εσείς Μητροπόλεως 1, στον δεύτερο. Ίδιο κτίριο αλλά με δύο εισόδους».
Αλλά ο Σκαμπαρδώνης είναι σκληρός στον αγώνα της γραφής: ναι μεν τα γεγονότα είναι «εκεί», παγιωμένα, αδιαμφισβήτητα και, ως εκ τούτου, μονοδιάστατα, όμως οι ήρωες της Casa Μπιάφρα είναι μεταμορφωσιγενείς, πολύπλοκοι, πολυεπίπεδοι. Οι προσωπικές καταθέσεις που «ριζώνουν» τα πρόσωπα του βιβλίου στο ιστορικό πλαίσιο, τα σκοτεινά, πολυσυμπιεσμένα στη συνείδηση σημεία της κάθε αφήγησης, η ιδεολογική τους θεμελίωση στον εκφωνούμενο λόγο (αλλά και το αποσιωπημένο, θολό τους κίνητρο) υπαινίσσονται όσα βρίσκονται «εκτός κάδρου». Παρά το εξώφθαλμο γεγονός ότι κάθε αφήγηση περιέχει υλικό για αυτόνομο διήγημα, ο μεγάλος αριθμός των ηρώων είναι συνθήκη και προϋπόθεση σύνθεσης της «μεγάλης εικόνας», δηλαδή του genre του μυθιστορήματος. O καταιωνισμός μικρών αφηγήσεων δεν παρεμποδίζει το πλάσιμο αυτής της «μεγάλης εικόνας», ούτε πλήττει στο παραμικρό την αληθοφάνεια του βιβλίου (αν και, ασφαλώς, στη λογοτεχνία το ζητούμενο δεν είναι η αληθοφάνεια των εξωτερικών περιστάσεων, αλλά η βαθύτερη αλήθεια των ανθρώπων).
Σκόνη, πούπουλα και πτίλα
Ο Βλάσης Φωκάς1, ο ιδιοκτήτης του νεοκλασικού, ωριμάζει ψυχοσυναισθηματικά μέσω της μύησής του στον βρόμικο κόσμο των μπίζνες και της πολιτικής.
«Έχει κάτι λαϊκό πάνω του, στον λαιμό, στα χέρια, κάποια ακατανόητη αλλοίωση, όχι σωματική, αλλά κάτι στεγνό, εκείνη τη θαμπάδα που αφήνει στο σώμα, στο δέρμα, η φτώχεια και η ταλαιπωρία».
Η Χούντα των Συνταγματαρχών θα δώσει 549.000 δολλάρια στην προεκλογική εκστρατεία του Νίξον, ως αντάλλαγμα της υποστήριξής τους, μέσω του Τοπ Πάπας, τον οποίον και θα χρίσουν διαμεσολαβητή για τις σχέσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ και της Χούντας των Συνταγματαρχών. |
Είναι είκοσι τριών χρονών μόλις, μονίμως υπό την επήρεια χαπιών και αλκοόλ και σταθερά ευγνώμων προς τον κεντρικό ήρωα, τον τριαντάχρονο Κρέοντα Μπόλιακα ή «Αρραγή» «με το ποντικοφαγωμένο αυτί», που είναι στέλεχος της ΕΡΕ, είναι στιβαρός, χθαμαλής καταγωγής και είναι και «προστάτης» της γειτονικής φτωχογειτονιάς – που την ανακαλεί όταν οι μνήμες του ξαναφέρνουν στον νου την εικόνα της άρρωστης μάνας του σε μια χαμοκέλα. Κυρίως, όμως, ο Κρέων ο Αρράγιστος είναι ο τυχοδιώκτης που θα μυήσει με τραυματικό τρόπο τον Βλάση Φωκά στις κομπίνες και στην κοκορομαχία της πολιτικής.
«Οι καλοί μονομάχοι, οι πεχλιβάνηδες, είναι διασταυρωμένοι στο εξωτερικό από σπεσιαλίστες εκτροφείς. Αυτοί ζευγαρώνουνε νευρικά κοκόρια νάνους και άλλες ποικιλίες με αρπακτικά, συνήθως με γεράκια. Και σιγά σιγά φτιάχνουνε καινούργιες ράτσες πετεινών μονομαχίας. Επιθετικούς. Καθαρούς φονιάδες».
Ο Κρέων ξέρει τι λέει: ο Τομ Πάπας από τα Φιλιατρά, συνεργάτης της Exxon και μέτοχος της Coca-Cola και της 20th Century Fox, είναι ένας τέτοιος κόκκορας. Τυπικός εκπρόσωπος της σύγχυσης αξιών που επέρχεται μετά τον Εμφύλιο, απόλυτα συνδυασμένος με τον μύθο του «αυτοδημιούργητου»2. Δεν υπάρχει κομπίνα στην οποία δεν επιδίδεται, είναι αρκούντως ρεπουμπλικανός αλλά απόλυτα αμοράλ ως προς το ήθος, αύριο μεθαύριο θα υποστηρίξει το καθεστώς των συνταγματαρχών, θα αναμειχθεί σε λαδώματα πολιτικών και πρέσβεων, θα εμπλακεί έως και στο σκάνδαλο Watergate. Τον Σεπτέµβριο του 1955 ο Πάπας είχε αναλάβει την κατασκευή των διυλιστηρίων πετρελαίου και εργοστασίων παραγωγής αμμωνίας και λιπασμάτων της βόρειας Ελλάδας, κατόπιν εγκρίσεως της κυβέρνησης της ΕΡΕ. Το αναπτυξιακό πλάνο της «Esso Pappas», ύψους 200 εκατ. δολλαρίων είχε, φυσικά, βρει αντίθετη την Ένωση Κέντρου του Παπανδρέου. Ο Τοµ Πάπας φρόντισε να γίνει το «μέσον», αυτός που θα εξυπηρετούσε εκ των έσω τη δουλειά των ξένων μετόχων. Φρόντισε τα κοκορόπουλα να ξεπουπουλιαστούν, μαχόμενα μέχρι τελευταίας ρανίδος, για να μείνει ο ίδιος στην κονίστρα πίνοντας Μετάξα και βερμούτ.
Το «έξω κάδρο» και πώς αυτό εξυφαίνεται στη μυθοπλασία
Την πρωθυπουργία θα αναλάβει ο «δοτός» Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας. Όσοι θα αποχωρήσουν από την Ένωση Κέντρου (μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης) θα χαρακτηριστούν «αποστάτες». Και τότε μυριάδες οπαδοί της Ένωσης Κέντρου, μαζί με οπαδούς της ΕΔΑ, θα κινήσουν αλυσίδα διαδηλώσεων (τα «Ιουλιανά»), απαιτώντας άμεση κατάργηση της μοναρχίας.
Όμως τις εκλογές του 1964 τις κέρδισε, με υψηλό για τα ελληνικά εκλογικά δεδομένα ποσοστό, η Ένωση Κέντρου του «Γέρου» Παπανδρέου, ο οποίος τώρα, έναν χρόνο μετά, οδηγείται σε παραίτηση μετά από σφοδρή σύγκρουσή του με τα ανάκτορα. Η Ελλάδα δεν έχει καλά καλά συνέλθει από τα μετακατοχικά σύνδρομα και το εγχώριο παρακράτος έχει ήδη πιάσει τα πόστα. Ο Τομ Πάπας δεν θα συγχωρήσει στον Παπανδρέου την παρεμπόδιση των επιχειρήσεών του, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι ένας γκάνγκστερ.
«Αν η σύγκρουση Παπαντρέου και βασιλιά φτάσει στα άκρα, δεν έχουμε άλλο δρόμο. Θα επέμβουμε. Δεν μπορούμε να κρυφτούμε σαν κρεατοελιά μέσα στη μαλλιαρή φαβορίτα ενός γιεγιέ».
Τζίφος, λοιπόν, η υπόθεση Δημοκρατία. Την πρωθυπουργία θα αναλάβει ο «δοτός» Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας. Όσοι θα αποχωρήσουν από την Ένωση Κέντρου (μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης) θα χαρακτηριστούν «αποστάτες». Ο «Γέρος» Παπανδρέου θα μιλήσει για «κυβέρνηση ανδρείκελων». Και τότε μυριάδες οπαδοί της Ένωσης Κέντρου, μαζί με οπαδούς της ΕΔΑ3, θα κινήσουν αλυσίδα διαδηλώσεων (τα «Ιουλιανά»), απαιτώντας άμεση κατάργηση της μοναρχίας. Το βράδυ της 21ης Ιουλίου 1965, μέσα σ’ ένα χαοτικό σκηνικό οδομαχιών, θα δολοφονηθεί ο αριστερός φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας.
Κι εδώ ο συγγραφέας κάνει έναν αφηγηματικό ελιγμό: το «έξω» σκηνικό θα επηρεάσει τον ευαίσθητο, σχολαστικό καταγραφέα της επικαιρότητας, τον εκδότη της εφημερίδας «Μακεδών» Γιάννη Βεντήρη (πιθανός υπαινιγμός για τον εκδότη της εφημερίδας «Μακεδονία» Γιάννη Βελλίδη), δεξιών πεποιθήσεων αλλά υποστηρικτή του Κέντρου, που θα εμπλακεί στη δολοφονία του Πέτρουλα. Η ευαισθησία και οι τεταμμένες αντένες του μεγαλοεκδότη θα έλθουν σε αγαστή εναρμόνιση με τον κυνισμό και την ωμότητα του ελληνοαμερικανού γκάνγκστερ.
«Το τέλος δεν είναι τίποτα, αλλά το πριν. Τι θάνατος και ξεθάνατος; Εδώ βγαίνεις βόλτα και πατάς καταλάθος δέκα μυρμήγκια που είχαν κι αυτά τη δική τους ζωή…»
Η απογείωση στα Καραγάτσια
Σχεδιάζοντας τους δευτερεύοντες ήρωες (τους ξέμπαρκους και τους τυχοδιώκτες της Casa Μπιάφρα, τους πληρωμένους δολοφόνους και τους «ψιλικατζήδες» της βίας, τους gamblers και τους δωσίλογους), ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης εξεικονίζει το ανάλογης κακογουστιάς, ανομοιογενές κοινωνικό υλικό που σιγοβράζει στους δρόμους της σημερινής Θεσσαλονίκης.
Στην Casa Μπιάφρα βέβαια κυκλοφορούν και η Έλσα (βγαλμένη από τον Αραγκόν), ο Κρινοδάχτυλος, ο αφελής, αντιφατικός Πάνος Ζυρούκης, ο Θωμάς και ο Τάκης ο Ψεύτης, ο Θαλής και τόσοι άλλοι. Σχεδιάζοντας τους δευτερεύοντες ήρωες (τους ξέμπαρκους και τους τυχοδιώκτες της Casa Μπιάφρα που μιλούν την αργκό και τραγουδούν με τα τότε συγκροτήματα, τα κορίτσια που εγκαθίστανται εκεί κομίζοντας την ερωτική τους ελευθεριότητα, τους γιεγιέδες και τους τεντιμπόηδες, τους βαρύμαγκες και τους μαχαιροβγάλτες, τους ψευτόμαγκες και τους φλώρους, τους πληρωμένους δολοφόνους και τους «ψιλικατζήδες» της βίας, τους gamblers και τους δωσίλογους), ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης εξεικονίζει το ανάλογης κακογουστιάς, ανομοιογενές κοινωνικό υλικό που σιγοβράζει στους δρόμους της σημερινής Θεσσαλονίκης. Ώστε το κείμενό του επικαιροποιείται και πάλι.
Το εφήμερο της συνοίκησης decadent ηρώων στην Casa Μπιάφρα παράγει θαυμαστήν αντίστιξη προς τον παγιωμένο κοινωνικό χαρακτήρα της φτωχογειτονιάς Καραγάτσια με την οποία γειτνιάζει το νεοκλασικό: σ’ αυτήν την παραγκούπολη εδράζει η Ιερότης. Υποσυνείδητες καταγραφές του «ιερού», μαγικές εικόνες υλοποιημένες σε δυναμικές, απελευθερωτικές πτήσεις ατρακτοειδών περιστεριών (όπως συνέβαινε, αντίστοιχα, με τις «αβρές, τρυφερόβιες» αθερίνες στο διήγημα «Ένα κοπαδάκι αθερίνες» της συλλογής διηγημάτων Ντεπό). Αίφνης βρισκόμαστε στα Καραγάτσια: χαμηλός ταξικός προσδιορισμός των ανθρώπων, συγκεκριμένη και απτή κοινωνικοποίηση, ο ραχιτικός Χαρικλάκης και η τραβεστί Σαλώμη, πινελιές ποίησης με όλα τα γνωρίσματα παραβατικότητας και περιθωρίου που βαίνουν πλησίστια στο ήθος του κεντρικού ήρωα. Ενώ οι καιροί ου μενετοί κι ενώ οι αεριτζήδες και οι δωσίλογοι καλά κρατούν και «εκ της κόνεώς των αναγεννώνται», η λογοτεχνία έρχεται ν’ αποκαλύψει την ποιητική ματιά στα πράγματα. Ο Κρέων είναι άνθρωπος πληγωμένος, τρυφερός, γεμάτος συμπόνια. Χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα και μεταστρέφεται εύκολα, το κίνητρο των ενεργειών του είναι δυσανάγνωστο, το αξιακό του σύστημα είναι γλίσχρο και ρευστό, κατά βάθος όμως παραμένει ένας ποιητής.
Το Casa Μπιάφρα είναι το 6ο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Από τα μυθιστορήματά του τα: Γερνάω Επιτυχώς και Ουζερί Τσιτσάνης έχουν μεταφερθεί στο θέατρο (σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, 2002 και 2005, ΚΘΒΕ). Το 2015 το Ουζερί Τσιτσάνης μεταφέρθηκε και στον κινηματογράφο, σε σκηνοθεσία Μανούσου Μανουσάκη. |
Η κιτς ελληνικότητα: όταν σβήνει το φως
Στις 12 Μαΐου 1965, δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη, ο στρατιωτικός διοικητής της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) στρατηγός Γεώργιος Γρίβας («Διγενής») αναφέρει σε γραπτή έκθεση στον Έλληνα υπουργό Εθνικής Άμυνας Πέτρο Γαρουφαλιά ότι σημειώθηκε κίνημα ίδρυσης συνωμοτικής οργάνωσης υπό την επωνυμία «ΑΣΠΙΔΑ» από ομάδα αξιωματικών, με στόχο την ανατροπή τού τότε καθεστώτος, καταγγέλλοντας πιθανή εμπλοκή του Ανδρέα, γιου του Γεώργιου Παπανδρέου. Τα ανάκτορα σιγοντάρουν στη σχετική φημολογία. Με προσωπική μελέτη των εφημερίδων της περιόδου, αναπαρίσταται η κλιμάκωση της πολιτικής κρίσης: με την παραίτηση του Γ. Παπανδρέου και τις τρεις διαδοχικές κυβερνήσεις των «αποστατών», με την απόσχιση πολλών σημαντικών βουλευτών της Ένωσης Κέντρου (Μητσοτάκης, Νόβας, Τούμπας, Στεφανόπουλος, Τσιριμώκος) και την κοινοβουλευτική στήριξη της ΕΡΕ. Τον Νοέμβριο του 1966 πραγματοποιείται η δίκη και καταδίκη κάποιων αξιωματικών για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, τον Δεκέμβρη ολοκληρώνεται η σκανδαλωδώς επιεικής εκδίκαση της δολοφονίας του Λαμπράκη, ενώ τον Απρίλιο του 1967 ξεκινά η Χούντα των συνταγματαρχών, που απελευθερώνει τους υπεύθυνους της δολοφονίας και εγκαθιστά απροκάλυπτα το παρακράτος στην εξουσία.
Το σκοτάδι είναι η μοναδική λυτρωτική συνθήκη αυτού του μυθιστορήματος, που ελίσσεται με δεξιότητα ανάμεσα στις αναπαραστάσεις της ανθρώπινης μικρότητας και στις εξάρσεις του ανθρώπινου μεγαλείου.
Το σκοτάδι είναι η μοναδική λυτρωτική συνθήκη αυτού του μυθιστορήματος, που ελίσσεται με δεξιότητα ανάμεσα στις αναπαραστάσεις της ανθρώπινης μικρότητας και στις εξάρσεις του ανθρώπινου μεγαλείου, τηρώντας μιαν αισθητική αρχή που αναζητά τις καταβολές της στους πίνακες του Γκόγια, στις ταινίες του Μπουνιουέλ, στο Ρέκβιεμ του Μότσαρτ, στην Έρημη Χώρα του Έλιοτ και στα αποκαλυπτικά τοπία του Χειμωνά. Κατά την επιστροφή του Βλάση Φωκά με το τρένο Αθήνας-Θεσσαλονίκης, το ελληνικό τοπίο παραμορφώνεται στο όνειρο ενσωματώνοντας την ποιητική, παραληρηματική εικονοπλασία του εφιάλτη. Μεταπλασμένο σε νιτρώδες τοπίο γεμάτο ψυχαναλυτικές αναθυμιάσεις, στρέφει το μυθιστόρημα στους δαιδάλους μιας προσωπικής εσωτερικής διαδρομής.
Υπαρξιακά μόνοι, οι παρεπιδημούντες στην Casa Μπιάφρα (στην πλειονότητά τους παρακμιακές, τριτοκοσμικές μορφές, όπως και η ονομασία «Μπιάφρα», που παραπέμπει στα απισχνασμένα παιδιά της αφρικανικής πείνας και υπανάπτυξης) εκθέτουν ένας ένας τις μνήμες τους και τα «ανδραγαθήματά» τους υπό το χλωμό φως ενός εφήμερου λαμπτήρα, ως συνειδησιακές καταγραφές του ευρύτερου ιστορικού γίγνεσθαι. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι κάθε βράδυ ο ιδιώτης ιδιοκτήτης αυτής της οικίας (που ζει μαζί με τους φιλοξενούμενους, διαδραματίζει ηγετικό ρόλο, τους οργανώνει αλλ’ εξακολουθεί να μην ιδρύει αυτό που θα ονόμαζε κανείς ακριβώς «κοινόβιο») σπάει τον γλόμπο προκειμένου να σβήσει το φως πριν κοιμηθεί, για να τον αντικαταστήσει την επομένη με άλλον γλόμπο, κλοπιμαίο: με αυτό το εύρημα ο Σκαμπαρδώνης εξαφανίζει το δρων υποκείμενο της ημέρας στο έρεβος της νύχτας, απαλείφοντας έτσι τα ίχνη της συστέγασης με τις λοιπές προσωπικές ιστορίες και διαφυλάσσοντας τη ματωμένη περηφάνεια και κρυπτικότητά του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗ