Για το μυθιστόρημα του Πάνου Γιαλίτση «Ο βάτραχος» (εκδ. Βακχικόν).
Της Διώνης Δημητριάδου
Έχει η μνήμη συναίσθημα βαθύ, αρχέγονο κι αβάσταχτο; Μπορεί καμιά φορά (έστω μια σ’ ολόκληρη ζωή) να επαναστατήσει και να μην αρκεστεί στη λειτουργία της υπενθύμισης ή της νοσταλγίας; Μήπως τότε είναι που αναλαμβάνει να δημιουργήσει και να αφηγηθεί τη δική της εκδοχή, τη δική της ιστορία; Έτσι όπως μπερδεύονται τα χρονικά διαστήματα –ισχνές επινοήσεις της θνητότητας που αδυνατεί να συλλάβει την έννοια της ζωής παρά μόνο με τα μετρήσιμα συμβατικά πλαίσια– νιώθεις πως η μέγιστη αβεβαιότητα δεν αφορά μόνο το άδηλο μέλλον αλλά εξίσου το τάχα επιβεβαιωμένο και βιωμένο παρελθόν. Ίσως τότε είναι η ευκαιρία να αφηγηθείς (με τη βοήθεια της αυτονομημένης πλέον μνήμης) μια ιστορία μοναδική – δική σου ή όποιου άλλου θα θελήσει να την οικειοποιηθεί ανακαλύπτοντας μέσα της τον εαυτό του. Ο Πάνος Γιαλίτσης, στο εισαγωγικό κεφάλαιο («Η Μνήμη») του μυθιστορήματός του, δίνει ακριβώς το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθεί η ιστορία του Βάτραχου, ευφάνταστη ίσως ή τραγικά αληθινή για κάποια πιο προσεκτική και τολμηρή ανάγνωση, μια μίξη του παραμυθιού με την πραγματικότητα, που βρίσκεται δίπλα μας συχνά εν αγνοία μας ή εντελώς παραμορφωμένη.
Μια ιστορία που ξεκινά σ’ ένα πάρκο της Αθήνας, μπροστά σε μια μικρή λίμνη, ξεχασμένη από τους επισκέπτες περιπατητές, για να μας μεταφέρει κατόπιν στη λίμνη του βορρά, τη Μικρή Πρέσπα.
Έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον μια πρώτη παρουσία στον χώρο της μεγάλης αφήγησης –Ο βάτραχος είναι το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα– να ανιχνεύει σε βάθος τη λειτουργία της μνήμης και να δημιουργεί μια πλήρη ιστορία σε πλοκή και άψογη ολοκλήρωση του θέματος, και μάλιστα με μια γραφή ικανή να αιχμαλωτίσει την αναγνωστική προσοχή. Μια ιστορία που ξεκινά σ’ ένα πάρκο της Αθήνας, μπροστά σε μια μικρή λίμνη, ξεχασμένη από τους επισκέπτες περιπατητές, για να μας μεταφέρει κατόπιν στη λίμνη του βορρά, τη Μικρή Πρέσπα. Μια ιστορία που μέσα της εγκιβωτίζει άλλες ενσωματώνοντας τη δική τους αφήγηση σε άμεση σχέση με την εξέλιξη της πλοκής – εύστοχα καθυστερεί ο συσχετισμός τους για να γίνει η αποκάλυψη της εσωτερικής τους σχέσης στο τέλος του βιβλίου. Μια αφηγηματική τεχνική που σπάνια συναντάμε σε τέτοια έκταση και τόσο καλά δουλεμένη, ώστε να ανοίγει καλειδοσκοπικά το τοπίο για να φανούν οι άλλες εκδοχές του.
Ταυτόχρονα μια ιστορία που μεταπηδά αβίαστα από τον έναν αφηγητή στον άλλο χωρίς να δίνει την παραμικρή σημασία στην ανθρώπινη ή όχι φύση τους, στην παραμυθιακή ή αντιθέτως στη ρεαλιστική ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι ήρωες καθώς αφηγούνται. Με τον τρόπο αυτό ο Πολ (ο χρεοκοπημένος μέσα στην πρόσφατη οικονομική κρίση και εν απογνώσει ήρωας) μπερδεύει την ιστορία του με την αφήγηση μιας νεροχελώνας, ενός βατράχου και άλλων πλασματικών ηρώων, που αποκτούν φωνή και συνείδηση ανθρώπινη όχι μόνο για να γίνουν κατανοητοί αλλά για να δεθούν καθοριστικά με τη λύση του δράματος και πιθανόν την κάθαρση του αναγνώστη. Όπως σε όλες τις ιστορίες που λειτουργούν σε μια παραμυθιακή κατεύθυνση, έτσι κι εδώ οι μεταμορφώσεις δεν ξαφνιάζουν· ίσα ίσα προοικονομούν το τέλος της ιστορίας. Διάσπαρτα στοιχεία στο βιβλίο, τοποθετημένα σε καίριες στροφές της αφήγησης, προϊδεάζουν για το τι πραγματικά συμβαίνει σ’ αυτό το πολυδιάστατο μυθιστόρημα, αφήνοντας ωστόσο για το τέλος την απρόσμενη «έξοδο».
Aξίζει να δει κανείς σ’ αυτό το πρώτο μυθιστόρημα του Γιαλίτση την αξία που αποκτά η γραφή, έτσι όπως αναπηδά ως μνήμη αποθηκευμένη ή ως αυτόνομη μνημονική δημιουργία και ανταποκρίνεται σ’ αυτό που εξ αρχής ο συγγραφέας λέει: «Η μνήμη δεν χρειάζεται για τίποτα άλλο. Μόνο να μπορέσεις κάποια στιγμή στη ζωή σου να πεις μία ιστορία!»
Θα ήταν μια εύκολη εκτίμηση να πούμε πως η ιστορία του Βάτραχου απαιτεί μόνο μια εύστοχη αποκωδικοποίηση των συμβολισμών της. Άλλωστε η κάθε μυθοπλαστική ιστορία, όπως και αυτή εδώ, εμπεριέχει τους συμβολισμούς της και ευελπιστεί στην ανακάλυψη των σημαινομένων της. Νομίζω, όμως, πως μεγαλύτερη αξία έχει αυτή η πρώτη γραφή του Πάνου Γιαλίτση, αν τη δούμε κάτω από το πρίσμα της έξοχης τεχνικής της, της άποψης που προτείνει για τη συγγραφή, καθώς ποτέ μια ιστορία δεν είναι αυτάρκης και ασύνδετη από τις πολλαπλές εκδοχές που γύρω από αυτήν αναπτύσσονται. Εδώ, λοιπόν, έχουμε τη διαδοχική εμφάνιση των άλλων αφηγήσεων που αποσκοπούν όχι μόνο να στηρίξουν την κεντρική ιστορία του Πολ αλλά και να λειτουργήσουν ως νέα σημαίνοντα που απαιτούν τη δική τους αποκωδικοποίηση. Έτσι η ιστορία του Βάτραχου ξεκινά με τη μορφή αφήγησης του Πολ για να μεταπηδήσει στο άλλο επίπεδο με την αφήγηση του Φάνη, που μέσα της εγκιβωτίζονται όλες οι υπόλοιπες ως την τελική αποκάλυψη των μεταμορφώσεων. Τότε, όλα τα στοιχεία μπαίνουν στη θέση τους, τα πρόσωπα αποκτούν την ταυτότητά τους, το αίνιγμα λύνεται.
Πέρα, επομένως, από τις πρώτες ερμηνείες για την αλήθεια και τη διαχρονικότητα των αισθημάτων, για την καθοριστική επιρροή που ασκούν οι άλλοι πάνω μας, για τη διάψευση των βεβαιοτήτων, για τη λειτουργική ένταξη των όντων στον φυσικό τους χώρο, για την απατηλή υπερφίαλη και αλαζονική εικόνα του εαυτού μας –όλα συμβολισμοί που εντοπίζονται στην ιστορία– αξίζει να δει κανείς σ’ αυτό το πρώτο μυθιστόρημα του Γιαλίτση την αξία που αποκτά η γραφή, έτσι όπως αναπηδά ως μνήμη αποθηκευμένη ή ως αυτόνομη μνημονική δημιουργία και ανταποκρίνεται σ’ αυτό που εξ αρχής ο συγγραφέας λέει: «Η μνήμη δεν χρειάζεται για τίποτα άλλο. Μόνο να μπορέσεις κάποια στιγμή στη ζωή σου να πεις μία ιστορία!» Αυτή η θελκτική προοπτική κινητοποιεί κάθε γραφή από αρχής της λογοτεχνίας.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα: Φωτογραφία από τις Μικρές Πρέσπες.
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Ο έρωτας δεν είναι σαν την αγάπη, ήρεμος και πολιτισμένος. Ο έρωτας είναι άγριος, πρωτόγονος και διεκδικητικός. Παλεύει να αρπάξει τον εγωισμό του άλλου και να τον τιθασεύσει. Και όσο γίνεσαι γητευτής του εγωισμού του, τόσο ο δικός σου εγωισμός τρέφεται και μεγαλώνει. Συχνά με ολέθριες συνέπειες». (σελ. 320)
«Στόχος τους ήταν να καταφέρουν να μιλούν «την ίδια γλώσσα», κάτι αρκετά πολύπλοκο και δύσκολο ακόμα και ανάμεσα σε άτομα του ίδιου είδους, πόσο μάλλον διαφορετικού όπως ήταν οι δυο τους. Είχαν αυτοματοποιήσει και κινήσεις, ώστε στα δύσκολα να πηδάει αμέσως πάνω της κι εκείνη να φεύγει με απίστευτη ταχύτητα. Κάποιες φορές που ο Βάτραχος κινδύνευσε, η Αλκυόνη αστραπιαία άπλωνε τη φτερούγα της μπροστά του κι εκείνος με ένα γρήγορο άλμα ανέβαινε στη ράχη της και απομακρύνονταν από τον κίνδυνο. Είχε πάντα το βλέμμα της πάνω του». (σελ. 374)
Ο βάτραχος
Πάνος Γιαλίτσης
Βακχικόν 2019
Σελ. 548, τιμή εκδότη €19,10