Για το μυθιστόρημα του Ευάγγελου Αυδίκου «Οδός Οφθαλμιατρείου» (εκδ. Εστία).
Της Άννας Αφεντουλίδου
Προλογικά τοποθετώντας
Ο Βαγγέλης Αυδίκος καταπιάνεται στο καινούργιο του μυθιστόρημα με ένα αγαπημένο του θέμα: τη σχέση της παράδοσης με τη συγχρονία, την παρείσφρηση, ενσυνείδητη ή ασυνείδητη, του παρελθόντος στη σημερινή μας συναισθησία. Και παρόλο που αυτό αποτελεί ένα εξακολουθητικό και επαναλαμβανόμενο στοίχημα, το οποίο θέτει ο ίδιος στον εαυτό του, κάθε φορά αποκτά και ένα διαφορετικό μείγμα. Στην Οδό Οφθαλμιατρείου πρωταγωνιστεί η λογοτεχνική μορφή του Κρυστάλλη, πάντοτε συνδυαστικά με τον αγαπημένο τόπο, αυτόν της γενέθλιας Ηπείρου.
Ο πατέρας του Κρυς εγκατέλειψε το Συρράκο και πήγε να ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες ως μετανάστης. Ο Κρυστάλλης εγκατέλειψε το Συρράκο και πήγε να ζήσει στην Αθήνα ως πρόσφυγας, μια που αντιμετώπιζε τη δίωξη από το Οθωμανικό Κράτος.
Η κεντρική του περσόνα, ο Ελληνοαμερικανός Κρυς, βρίσκεται στην ίδια περίπου ηλικία με αυτήν που είχε, όταν πέθανε, ο Κρυστάλλης. Φεύγει από τις Ηνωμένες Πολιτείες και πηγαίνει στην Ελλάδα, για να αναζητήσει νοερά τον ποιητή. Η «επιλογή» του Κρυς είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη «μετοίκηση» του Κρυστάλλη. Ο τρόπος ζωής της αγροτικής κοινωνίας εμφανίζεται αντιστρόφως ανάλογος με τον τρόπο συμβίωσης στη σύγχρονη μεγαλούπολη. Το πρωταγωνιστικό δίδυμο μετανάστης-πρόσφυγας παρουσιάζει αρκετές αναλογίες αλλά και διαφορετικές προοπτικές. Ο πατέρας του Κρυς εγκατέλειψε το Συρράκο και πήγε να ζήσει στις Ηνωμένες Πολιτείες ως μετανάστης. Ο Κρυστάλλης εγκατέλειψε το Συρράκο και πήγε να ζήσει στην Αθήνα ως πρόσφυγας, μια που αντιμετώπιζε τη δίωξη από το Οθωμανικό Κράτος. Ο Κρυς, όταν έρχεται στην Ελλάδα, είναι το ίδιο νέος αλλά υγιής. Ο Κρυστάλλης θα προσβληθεί από φυματίωση και θα πεθάνει σε ηλικία 26 ετών. Οι ήρωες και οι ηρωίδες είναι είτε ιστορικά πρόσωπα από τη ζωή του Κρυστάλλη είτε μυθοπλαστικά πρόσωπα από το επινοημένο περιβάλλον του Κρυς. Ο τριτοπρόσωπος αφηγητής εναλλάσσεται με τον πρωτοπρόσωπο, ενώ η χρήση μεγάλης ποικιλίας διακειμενικών αναφορών σχηματίζουν ένα ενδιαφέρον παζλ ή/και γρίφο που καλείται ο αναγνώστης να σχηματίζει σταδιακά ή/και να επιλύει με αναβαθμίδες κλιμάκωσης. Οι μετατοπίσεις της εστίασης και οι αναχρονίες εντείνουν το μετα-αφηγηματικό πρόταγμα της κειμενικής πραγματικότητας του βιβλίου. Το παρελθόν ανασύρει υποθετικά τις σκέψεις αλλά και τις προσδοκίες ενός ανθρώπου που παρ’ όλη τη βραχύχρονη ζωή του, άφησε έντονο το στίγμα του. Το παρόν προβάλλει τις αντιφάσεις του σύγχρονου ανθρώπου που κουβαλά τη σκιά των προγόνων του καθώς διανύει τη δική του πορεία αυτοπραγμάτωσης. Διόλου τυχαία το βιβλίο σφραγίζεται, μετά το τέλος της κυρίως αφήγησής του, με μια υποενότητα (μετά ακόμη και από την ενότητα των «Σημειώσεων») που επιγράφεται «Το μυθιστόρημα συνομιλεί με τους:», όπου παρατίθεται ένας κατάλογος με περισσότερους/ες από 60 συγγραφείς, ποιητές/ποιήτριες και πεζογράφους, των οποίων αποσπάσματα, σκέψεις ή αναφορές σε έργα υπάρχουν ή λανθάνουν, με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, στο μυθιστόρημα.
Μυθιστορηματικές αναδιατάξεις
Δυο εποχές, δυο διαφορετικές νοοτροπίες, αντικρίζονται μέσα από τα ερευνητικά εργαλεία του απογόνου που επιζητά απαντήσεις και λύσεις, αναζητώντας εντέλει τις ρίζες ή αυτό που λέμε «καταγωγική πατρίδα»· που το επιζητά κανείς πιο έντονα στην περιπλάνηση, σ’ αυτό που ενίοτε ορίζουμε ως «νόστο».
Εγχείρημα φιλόδοξο όσο και παρακινδυνευμένο, όπως και το προηγούμενο μυθιστόρημα του Αυδίκου Οι τελευταίες πεντάρες (εκδ. Ταξιδευτής, 2016) στο οποίο είχε επιλέξει να μιλήσει για θέματα με τα οποία, στην πρόσφατη ιστορία της νεοελληνικής πεζογραφίας, καταπιάστηκαν μορφές που χάραξαν βαθιά το σώμα της σύγχρονης μυθοπλασίας, όπως ο Άρης Αλεξάνδρου και ο Θανάσης Βαλτινός. Όπως προαναφέρθηκε, αγαπημένη αφηγηματική τεχνική του συγγραφέα είναι τα μετανεωτερικά σχήματα του συγκερασμού πολύπλοκων ψηφίδων, τόσο στο επίπεδο των γλωσσικών ιδιολέκτων όσο και των επί μέρους θραυσμάτων ενός αφηγηματικού κόσμου που ως πρωταρχικό αίτημα θέτει τη διασύνδεση με το παρελθόν. Κι αυτό βεβαίως σχετίζεται με την συγγραφική ιδιοπροσωπία του Βαγγέλη Αυδίκου, μια που, εκεί όπου ξεδιπλώνεται η κύρια έφεσή του, είναι η συγκριτική αποθησαύριση. Αποθησαύριση των ατομικών και συλλογικών σπαραγμάτων, με στόχο τη διάσωσή τους. Για παράδειγμα στο βιβλίο Οι τελευταίες πεντάρες, χωρίς να ακολουθεί τις συμβάσεις του ιστορικού μυθιστορήματος, χρησιμοποιώντας κάτι από την ίντριγκα της αστυνομικής διήγησης, αγωνίζεται να συνθέσει όχι την «εποχή» αλλά τον «χώρο» της, που είναι και πάλι η Ήπειρος και ειδικότερα η Πρέβεζα. Στην Οδό Οφθαλμιατρείου έχουμε εκ νέου μια οριακή διαπραγμάτευση στην κόψη της μυθιστορηματικής βιογραφίας, μια που δεν ακολουθεί τις συμβάσεις του είδους αλλά το αναδιατάσσει. Δεν είναι τυχαίο ότι ο συγγραφέας αναφέρει σε συνέντευξή του ότι αρχικά είχε σκεφθεί την εκδοχή ενός «επιστολικού μυθιστορήματος». Αντιστοίχως και στο βιβλίο του Η Σκιά της Μίκας (εκδ. Ταξιδευτής, 2013), δυο διαφορετικές γενιές ανα-συστήνονται μέσα από την κοινή θεματική της μετανάστευσης. Δυο εποχές, δυο διαφορετικές νοοτροπίες, αντικρίζονται μέσα από τα ερευνητικά εργαλεία του απογόνου που επιζητά απαντήσεις και λύσεις, αναζητώντας εντέλει τις ρίζες ή αυτό που λέμε «καταγωγική πατρίδα»· που το επιζητά κανείς πιο έντονα στην περιπλάνηση, σ’ αυτό που ενίοτε ορίζουμε ως «νόστο». Θέμα που συναντάμε και σε άλλους μυθιστοριογράφους, κυρίως της προηγούμενης γενιάς των μεταδικτατορικών πεζογράφων, όπως ο Γιάννης Κιουρτσάκης ή ο Δημήτρης Νόλλας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρωταγωνιστές του Αυδίκου είναι ένα είδος «ερασιτεχνών-ερευνητών» ή, εν πάση περιπτώσει, βρίσκονται σε μια διαδικασία προσωπικής ή/και συλλογικής αναζήτησης του παρελθόντος.
Μυθοπλαστικό επίκεντρο
Το θέμα της πατρογονικής προέλευσης, της αναζήτησης της γενεαλογικής ρίζας, στο οποίο επανέρχεται ο Αυδίκος, αντιμετωπίζεται τόσο από την κοινωνιολογική του προοπτική όσο και από την ψυχοδυναμική του σκοπιά.
Στο τελευταίο του βιβλίο, λοιπόν, μέσα από το πρωταγωνιστικό δίδυμο Κρυστάλλης-Κρυς (ως συνεκδοχικές μορφές της ιστορίας και της μυθ-ιστορίας) αναδεικνύεται και πάλι ως κυρίαρχο θέμα η σχέση λογοτεχνίας και ζωής, παρελθόντος και παρόντος. Η λογοτεχνική προσωπικότητα ανα-δημιουργείται μέσα από τις αφηγήσεις άλλων προσώπων ή/και προσωπείων. Η ιστορία των ηρώων δεν μας δίνεται δια μιας αλλά τμηματικά, ως επεισόδια χωρίς ξεκάθαρη χρονολογική σειρά ή και ευδιάκριτη αιτιακή σχέση. Άλλοτε ζουμάροντας και άλλοτε ευρύνοντας τον φακό. Στοιχεία της αληθινής τοπιογραφίας, δρόμοι, πλατείες, καταστήματα, αληθινά ονόματα και υπαρκτά πρόσωπα. Μαζί με πλαστά τεκμήρια επιστολών ή και αποσπάσματα κατασκευασμένων αφηγήσεων, ενώ εναλλάσσονται σε κάποια σημεία και στοιχεία ντοπιολαλιάς μαζί με τη σύγχρονη «κοινή» νεοελληνική. Και παρόλο που παρατίθενται περιστατικά με ιστορικό βάρος και αρχειακή τεκμηρίωση, δεν προβάλλονται ως γεγονότα με μονότροπη ερμηνεία, αφού η αφήγηση επιμένει αρκετά και στο επίπεδο της ψυχολογικής διάστασης, στη μικροσκοπική κλίμακα μιας ψυχολογικής προσέγγισης. Ταυτοχρόνως εμφανίζεται και ως αφήγηση ενός ερωτικού σπινθηρογραφήματος που φέρνει στην επιφάνεια ξεχασμένα πάθη και λανθάνουσες συγκινήσεις. Το μυθιστόρημα, πολυεπίπεδο, κινείται και στην επιφάνεια ενός ψυχογραφήματος, με ήρωα κεντρικό που παρουσιάζεται ζωντανός, να επιζητά εκ νέου την προσοχή μας. Σαν να επιδιώκει να αναδυθεί από το σκοτάδι, παλεύοντας ενάντια στη μνημονική μας λήθη. Το θέμα της πατρογονικής προέλευσης, της αναζήτησης της γενεαλογικής ρίζας, στο οποίο επανέρχεται ο Αυδίκος, αντιμετωπίζεται τόσο από την κοινωνιολογική του προοπτική όσο και από την ψυχοδυναμική του σκοπιά. Ο σύγχρονος ήρωας ανακαλύπτει μια άγνωστη γι’ αυτόν εκδοχή του παρελθόντος και συγκεντρώνει κομμάτια της λογοτεχνικής ιστορίας σε μια αναζήτηση, ουσιαστικά, της προσωπικής του ταυτότητας. Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πλευρά των βιβλίων του Αυδίκου να βρίσκεται εδώ ακριβώς: Τι είναι «αληθινό», ποια είναι η μυθοπλασία και ποια η ιστορία, τι είναι επινόηση και τι μνήμη. Πόσο η προσωπική μνήμη μπορεί να ταυτιστεί με τη συλλογική. Κατά πόσο οι μαρτυρίες και τα τεκμήρια των ατομικών περιπτώσεων μπορούν, εντέλει, να ανασυστήσουν την εποχή και να συγ-γράψουν το λογοτεχνικό μας παρελθόν διατρέχοντας το τόξο της.
Ο Ευάγγελος Γρ. Αυδίκος, εκτός από πεζογράφος,
είναι ομότιμος καθηγητής Λαογραφίας στο Τμήμα Ιστορίας,
Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του
Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Έχει λάβει μέρος σε πολλά
συνέδρια στην Ελλάδα και το εξωτερικό και άρθρα του
έχουν δημοσιευτεί σε ελληνικά και ξένα περιοδικά
και σε πρακτικά συνεδρίων της Διεθνούς Εταιρείας για την
προφορική Ιστορία αλλά και της Διεθνούς
Εταιρείας για τη Λαϊκή Αφήγηση/Κέντρο Ερεύνης
της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών.
|
Αναδρομικά σχόλια
Το ίδιο συνέβη και με τον πρωταγωνιστή του προηγούμενου βιβλίου του Αυδίκου, ο οποίος όσο αναζητούσε τη σκοτεινή πλευρά του ατομικού του παρελθόντος τόσο το αλλότριο αποδεικνυόταν οικείο και το οικείο φαινόταν πως ποτέ δεν του ανήκε πραγματικά. Με αυτόν τον τρόπο προέβαλλε πιο επιτακτικό το ερώτημα: Πόσο μπορεί κάποιος να κρατήσει την προσωπική του ιστορία μακριά από το φως της συλλογικής αναζήτησης; Η ατομική πορεία μπορεί να διαγράψει την τροχιά της έξω από τη σφαίρα της μακροϊστορίας; Εκ του σύνεγγυς αυτός ο προβληματισμός διηθούνταν και στη Σκιά της Μίκας. Ο Κοσμάς Τρίκαρδος, Έλληνας, που μετανάστευσε για σπουδές στην Αμερική, και έμεινε εκεί για να σταδιοδρομήσει, αναζητούσε την ιστορία της Μίκας, μιας Ελληνίδας από τη Σμύρνη, μετανάστριας στην Αμερική μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Όσο ο ήρωας-ερευνητής πλησιάζει τα ίχνη αυτής της γυναίκας, τόσο ξετυλίγεται στις σελίδες του βιβλίου η ιδιαίτερη ταυτότητα των Ελλήνων της διασποράς. Όπως και με τον ήρωα-ερευνητή στις Τελευταίες πεντάρες, έναν νεαρό Άγγλο με το ελληνικό όνομα «Σπυρίδων» και προγονικές προσχώσεις στη μακρινή γι’ αυτόν Ελλάδα, ο οποίος συνδέεται ερωτικά, στην Αγγλία με μια Ελληνίδα, τη «Νίκη». Ταξιδεύει για πρώτη φορά στην Πρέβεζα τού σήμερα, αναζητώντας την κρυμμένη ιστορία του παππού του και βρίσκεται αντιμέτωπος με την ιστορία, τα πολιτικά γεγονότα αλλά και τα ένοχα μυστικά της πόλης, που αποτελεί γενέτειρα και του συγγραφέα. Αυτή η διάσταση της έρευνας και της αναζήτησης κυριαρχεί και στο τελευταίο βιβλίο του Αυδίκου Οδός Οφθαλμιατρείου, καθώς συνεχώς τα αφηγημένα περιστατικά της ζωής αλλά και της εποχής του Κρυστάλλη ζυγίζονται αμφίρροπα με το ιστορικό εκτόπισμά τους. Οι κύριοι αφηγητές των βιβλίων του Αυδίκου, επομένως, δεν είναι οι «παντογνώστες-ερμηνευτές» αλλά ιδιότυποι ερευνητές, οι οποίοι από προσωπική εγρήγορση αναζητούν όσα οι άλλοι δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να ξαναβρούν.
Επιλέγοντας ομοίως
Ωστόσο. Όταν το σκηνικό της μυθοπλασίας σχετίζεται με πρόσωπα και γεγονότα υπαρκτά και άλλο τόσο αναγνωρίσιμα, υπάρχουν ποικίλοι κίνδυνοι: για παράδειγμα να δημιουργηθεί ένα είδος αναγνωστικής αμηχανίας ή να εξαντληθούμε σε μια εύκολη ανάγνωση, χωρίς αναρώτηση. Ο Αυδίκος θεωρώ ότι και στα τρία τελευταία βιβλία του αναλαμβάνει να αντιμετωπίσει αυτούς τους κινδύνους ρισκάροντας. Επιλέγω, διόλου τυχαία, να κλείσω τη σύντομη αυτή παρουσίαση του μυθιστορηματικού κόσμου του συγγραφέα με την καταληκτική φράση του τελευταίου του βιβλίου, που συμπυκνώνει, θαρρώ, έναν από τους πυρηνικούς άξονες της αφηγηματικής ιδιοπροσωπίας του Βαγγέλη Αυδίκου – με όποιο είδος ή θέμα κι αν καταπιάνεται: «Συζήτηση για όλα». Κι είναι αυτό κάτι που χρειάζεται, αν μη τι άλλο, τόλμη και συγγραφική διακινδύνευση.
* Η ΑΝΝΑ ΑΦΕΝΤΟΥΛΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και φιλόλογος.
Τελευταίο βιβλίο της, η μελέτη «Η οδυνηρή μνήμη της σάρκας – Ερωτικά ιχνηλατώντας την ποίηση του Κώστα Θ. Ριζάκη» (Εκδόσεις του Φοίνικα).
→ Στην κεντρική εικόνα, επεξεργασμένη φωτογραφία του Κώστα Κρυστάλλη.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΓΡ. ΑΥΔΙΚΟΥ