Για το μυθιστόρημα του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη «Σε ποιον ανήκει η κόλαση» (εκδ. Μεταίχμιο).
Της Διώνης Δημητριάδου
Εκατόν εξήντα δύο ιστορίες, όλες μικρές και κάποιες ελάχιστης έκτασης, περιλαμβάνονται στο νέο βιβλίο του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη με το ερώτημα στον τίτλο (θέλω έτσι να το εκλάβω, κι ας μην έχει ερωτηματικό) Σε ποιον ανήκει η κόλαση. Χωρίς το ερωτηματικό ο τίτλος φιλοδοξεί να απαντηθεί μέσα από τις ιστορίες και όχι μόνον από την ομότιτλη, με την οποία κλείνει η συλλογή. Αν, ωστόσο, ο αναγνώστης θεωρήσει πως εμπεριέχει απορία, τότε το περιεχόμενο του βιβλίου παραμένει ανοιχτό σε δημιουργική συζήτηση – με τον ιδιότυπο και πάντοτε ευρηματικό διάλογο συγγραφέα-αποδέκτη. Σε κάθε περίπτωση, ο τίτλος είναι προκλητικός. Όσο μάλιστα προχωρείς στην ανάγνωση των ιστοριών, τόσο περισσότερο τον βρίσκεις εύστοχο.
Οι ιστορίες του Τζαμιώτη θα μπορούσαν να έχουν μέσα τους κάποια μορφή της κόλασης, είτε αυτή θα αφορά τον περιβάλλοντα χώρο είτε τους ίδιους τους ήρωες, που εκόντες ή άκοντες γειτνιάζουν με τα ζοφερά τοπία.
Κάτω από αυτή την οπτική, λοιπόν, οι ιστορίες του Τζαμιώτη θα μπορούσαν να έχουν μέσα τους κάποια μορφή της κόλασης, είτε αυτή θα αφορά τον περιβάλλοντα χώρο είτε τους ίδιους τους ήρωες, που εκόντες ή άκοντες γειτνιάζουν με τα ζοφερά τοπία. Στην τελευταία (και ενδιαφέρουσα στα σημαινόμενά της) ιστορία του βιβλίου, που δανείζει και τον τίτλο στη συλλογή, με έναν εντελώς απρόοπτο τρόπο και μέσα σε απίστευτες συνθήκες προκύπτει το ερώτημα: πού βρίσκεται η κόλαση; Ο ένας ήρωας θα υπερασπιστεί τη θεμελιώδη για τη φιλοσοφία του Σαρτρ θέση: «Η κόλαση είναι οι άλλοι». Ο άλλος θα υποστηρίξει πως αναμφίβολα «Η κόλαση είναι ο εαυτός μας». Και οι δύο θα αγνοήσουν την τρίτη περίπτωση: «Η κόλαση είναι η απουσία των άλλων», διατυπωμένη ευφυώς από τον Roger Garaudy σε αντιδιαστολή προς τον Σαρτρ.
Με τη βασική (και πολύτιμη για τη γραφή) ιδιότητα του παρατηρητή, ο Τζαμιώτης διασώζει σκηνικά και πρόσωπα που αξίζει να καταγραφούν, σε πείσμα ίσως όσων δεν τα πρόσεξαν και τα καταδίκασαν στην αφάνεια. Έχει ξεχωριστή σημασία το γεγονός ότι δεν ενδιαφέρει καθόλου αν υπάρχει έστω ψήγμα αλήθειας πίσω από τις ιστορίες· κάποιες έχουν την αφορμή τους σε αληθινά γεγονότα, η πλοκή τους όμως αναπτύσσεται με μια ευφάνταστη μυθοπλασία, κάποιες άλλες μοιάζει να αντιστρέφουν την αλήθεια και να παρουσιάζουν μια εναλλακτική εκδοχή της, κάποιες είναι αποκύημα της πλούσιας φαντασίας του συγγραφέα. Όλες λειτουργούν μέσα από τις διάφορες μορφές του λογοτεχνικού «ψεύδους», που τους παρέχει την ποθητή αληθοφάνεια – ικανή συνθήκη για τη μυθοπλασία. Σε τελευταία ανάλυση, η ιστορία (προσωπική ή κοινή) βιώνεται διαφορετικά από τον καθένα και μόνον έτσι γίνεται κατ’ ουσίαν αντιληπτή. Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο κινούνται είναι τα διακόσια χρόνια της ελληνικής πραγματικότητας, με όσα θετικά ή αρνητικά φέρουν πάνω τους και με αυτά διαμορφώνουν τη σημερινή μας ταυτότητα. Έχει θαρρώ σημασία η γνώμη του συγγραφέα (διατυπωμένη στο οπισθόφυλλο): «σε κάποιους αναγνώστες θα φανεί ως μια εξαιρετικά εκτενής και πιθανά παράδοξη συλλογή διηγημάτων, για τον συγγραφέα του ωστόσο είναι κατά κάποιο τρόπο ένα νέο είδος μυθιστορήματος».
Μια νέα μορφή μυθιστορήματος, στο οποίο μέσα θα καταξιώνεται η πολυμορφία των προσώπων, που θα διεκδικούν το καθένα για τον εαυτό του τον κύριο ρόλο, ωστόσο αυτός θα δίνεται στον χαρακτήρα του Έλληνα, που παραδόξως φέρει μέσα του όλα τα αντιφατικά χαρακτηριστικά σε μια ευφυή ανάμειξη απολύτως δημιουργική.
Συνιστούν, αλήθεια, ένα νέο τύπο μυθιστορήματος τα διηγήματα αυτού του βιβλίου, αν φυσικά τα δούμε σε μια συνέχεια νοηματική να αλληλοσυμπληρώνονται στη θεματική τους και να συναντούν τη μεγάλη φόρμα απρόσμενα; Το μυθιστόρημα, η μεγάλη αφήγηση, έχει μερικές βασικές προϋποθέσεις, προκειμένου να σταθεί με σοβαρότητα στον πολύπαθο αυτό χώρο της λογοτεχνικής γραφής: απαιτεί μια καλά δομημένη κοινωνία, με ηθικό υπόβαθρο, συγκεκριμένες κατακτημένες αξίες, κυρίως την απόλυτη συνειδητοποίηση της κοινωνίας αυτής πως αποτελεί ένα διαμορφωμένο πλαίσιο ως συνέχεια των προηγούμενων μορφών. Διαφορετικά δεν μπορεί να δημιουργηθεί η αίσθηση πως όσα γράφονται αποτελούν την ειλικρινή κατάθεση του προσώπου της σαν ένα κοίταγμα σε καθρέφτη. Η ελληνική κοινωνία (και προφανώς το σημείωμα αυτό δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για τη τεκμηρίωση της θέσης αυτής) δεν τολμά να κοιτάξει καταπρόσωπο την αλήθεια της. Ο συγγραφέας της μεγάλης αφήγησης οφείλει όμως να γνωρίζει τα σαφή όρια μέσα στα οποία θα τοποθετηθούν οι ήρωές του – και αυτή η γνώση αφορά και τα προσωπικά όρια και τα όρια του κόσμου που τον περιβάλλει. Κυρίως όμως αφορά τη συνύπαρξη των δύο, την τοποθέτηση του ήρωα μέσα στον κόσμο. Αν ο καθρέφτης είναι παραμορφωτικός, τα είδωλα αποβαίνουν ψεύτικα και, όπως είναι αναμενόμενο, και η γραφή μη πειστική. Το ευτύχημα στην περίπτωση του Τζαμιώτη είναι πως (είτε σκόπιμα είτε αθέλητα) του προέκυψε μια γραφή που σαφώς θα μπορούσε να ενοποιήσει μέσα της τα διαφορετικά πρόσωπα των διηγημάτων σε μια εκτενή και πλούσια σε γεγονότα απεικόνιση της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας, οδηγώντας μας πολλά χρόνια πίσω – ίσως στην αρχή του κακού, με τη βιαστική και ετεροκατευθυνόμενη δημιουργία του ανάπηρου ελληνικού κράτους και της προβληματικής από κάθε άποψη ελληνικής κοινωνίας. Και, προφανώς, θα πρόκειται έτσι για μια νέα μορφή μυθιστορήματος, στο οποίο μέσα θα καταξιώνεται η πολυμορφία των προσώπων, που θα διεκδικούν το καθένα για τον εαυτό του τον κύριο ρόλο, ωστόσο αυτός θα δίνεται στον χαρακτήρα του Έλληνα, που παραδόξως φέρει μέσα του όλα τα αντιφατικά χαρακτηριστικά σε μια ευφυή ανάμειξη απολύτως δημιουργική. Ταυτόχρονα θα αναδεικνύει τον περιβάλλοντα χώρο, την εποχή, με τις ποικίλες συνιστώσες της (οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές) σε καθοριστικό παράγοντα που επιδρά στην ατομική προσωπικότητα, την περιβάλλει, τη διαμορφώνει και την καθιστά με τη σειρά της παράγοντα διαιώνισης των χαρακτηριστικών της.
Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης εκτός από πεζογραφία έχει γράψει και θέατρο. Το πρώτο του θεατρικό έργο Ουδέτερη ζώνη απέσπασε Κρατικό Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου θεατρικού συγγραφέα. Το έργο του Μια εξαιρετικά απλή δουλειά περιλήφθηκε στην Ευρωπαϊκή Ανθολογία Θεάτρου. |
Η κόλαση, επομένως, που αναφέρθηκε παραπάνω και που αποτελεί τον κεντρικό άξονα των διηγημάτων του βιβλίου, έρχεται με τις τρεις εκδοχές της ως προς τη φυσιογνωμία της (οι άλλοι, ο εαυτός μας, η απουσία των άλλων) να αποτελέσει το διαχρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσονται οι ιστορίες του. Άλλοτε με ύφος δημοσιογραφικό, άλλοτε περισσότερο εξομολογητικό, άλλοτε επιλέγοντας το χιούμορ ως καταλληλότερο για να ειπωθούν αλήθειες, ο Τζαμιώτης γράφει τις ιστορίες του κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη σε μια συνωμοτική σύμπλευση: μιλά για κοινούς τόπους, για οικείες συμπεριφορές, ακόμη κι όταν φαντάζουν παράξενες έτσι μυθοπλαστικά τραβηγμένες στα άκρα τους. Άλλωστε, η παραδοξότητα αποβαίνει απολύτως παραμυθητική και ιαματική, κατορθώνοντας να οδηγήσει στον αληθινό πυρήνα, που αλλιώς θα έδειχνε μόνο το τραγικό του πρόσωπο. Εδώ, η αλήθεια των χαρακτήρων γίνεται αποδεκτή από τον αναγνώστη, που συχνά ανακαλύπτει δικά του χαρακτηριστικά, φανερά ή κρυμμένα, και τα συνειδητοποιεί με τη βοήθεια της λογοτεχνικής γραφής. Υπαρξιακά αδιέξοδα, κοινή τραγική εθνική μοίρα, προβλήματα σύγχρονα ή διαχρονικά. Όλα αυτά δοσμένα σε δόσεις μέσα στα διηγήματα του βιβλίου ή σε θεωρούμενη ενότητα μιας μεγαλύτερης αφήγησης.
Ξεχώρισα κάποιες από τις πολλές καλές ιστορίες του βιβλίου, για την ικανότητά τους την ίδια στιγμή να είναι αποσπάσματα, δηλαδή επιμέρους σκηνικά με τον δικό τους ήρωα και τη δική τους θεματική, αλλά και να ανακεφαλαιώνουν μια πιθανή κεντρική ιδέα όλου του βιβλίου. Έτσι, η «Ιστορία ενός δέντρου» μιλά σοφά για τη διαχρονικότητα των προσωπικών επιθυμιών μέσα στην ευρύτερη, παγκόσμια ιστορία. Το «Σωστό μέγεθος των ανθρώπων» αποτελεί τον καθρέφτη των ιδιοτελών σκοπών πίσω από τις φαινομενικά αγαθές προθέσεις. Το «Πίσω από τα κάγκελα» και το «Με την τρίτη» αποδεικνύουν πως η ζωή μέσα στην τραγικότητά της έχει απίστευτο χιούμορ, το έξοχο «Πολιτική αντιπαράθεση» θα μπορούσε να εντοπίζει την αρχή όλης της κακοδαιμονίας μας ως έθνους και λαού (αρκεί κι εμείς να διαθέτουμε χιούμορ καταλυτικό όλων των αντιφάσεών μας), το «Κορίτσια δίπλα στο νερό» αναλαμβάνει να μας δείξει τη διάσταση που μπορεί να πάρει στη ζωή μας μια μαγική ονειρική κατάσταση, το «Θαύμα» μας πηγαίνει πίσω στην παιδική ηλικία, κοινό τόπο όλων, η «Παρεξήγηση» αποτελεί έναν ύμνο στις ατυχείς συμπτώσεις – τόσο βολικές ενίοτε, το ευφυές «Χωρίς ρίζες» αναλαμβάνει ψυχαναλυτικά να δείξει ποιοι είμαστε εν συνόλω, τέλος το «Σε ποιον ανήκει η κόλαση» αποτελεί το επιστέγασμα όλων των ιστοριών και –κατά τη δική μου ανάγνωση– το μυστικό νήμα που δένει όλες τις ιστορίες σε μία εκτενή, πολλαπλού ενδιαφέροντος και ως προς την τεχνική γραφής αλλά και ως προς τη θεματική της. Εντοπίζει κατά τόπους και στο σύνολό της πως η κόλαση αφορά τον καθένα μας – με όποια μορφή κι αν θελήσουμε να της δώσουμε, μέσα από τον τρόπο που επιτρέπουμε στις συνθήκες της ζωής να επιδρούν και να μας διαμορφώνουν.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα: Η Τάνια Τρύπη από την ταινία της Τώνιας Μαρκετάκη Κρυστάλλινες νύχτες (1992).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Δ. ΤΖΑΜΙΩΤΗ