
Με αφορμή το βιβλίο του Κώστα Αρκουδέα «Επικίνδυνοι συγγραφείς» (εκδ. Καστανιώτη).
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Διαβάζοντας κανείς το «μυθιστόρημα» του Κώστα Αρκουδέα (στοχαστικό δοκίμιο ή μυθοπλασία πραγματικών γεγονότων με ρέουσα αφήγηση ή ντοκουμενταρισμένο μυθιστόρημα που ελίσσεται και κερδίζει με τη γλαφυρή του γλώσσα;), μπορεί να δει σε μια πανοραμική ανάγνωση τη διαμάχη της λογοτεχνίας με τις κοινωνικές και πολιτικές προκαταλήψεις.
Η λογοτεχνία πάντα προκαλούσε εντάσεις, γιατί ακριβώς δοκίμαζε τις βεβαιότητες του μέσου ανθρώπου, κλόνιζε τα όρια της σκέψης και απειλούσε με τον τρόπο της την ολοκληρωτική εξουσία.
Ο συγγραφέας αναζητεί τα πιο γνωστά έργα και τους δημιουργούς της νεότερης εποχής, τα οποία κίνησαν τη μήνιν της κοινωνίας, της εξουσίας, της θρησκείας και προκάλεσαν τη λογοκρισία. Σε παγκόσμιο επίπεδο, έργα που θεωρήθηκαν ηθικά παράτολμα, πολιτικά ακραία, κοινωνικά επιζήμια κλπ. υπέστησαν διώξεις ή προκάλεσαν κοινωνικό σάλο. Μ’ αυτή την έννοια πολλοί συγγραφείς θεωρήθηκαν επικίνδυνοι, διώχθηκαν, συνελήφθησαν, αναγκάστηκαν να μετοικήσουν σε άλλη χώρα, και τα κείμενά τους απαγορεύτηκαν. Η λογοτεχνία πάντα προκαλούσε εντάσεις, γιατί ακριβώς δοκίμαζε τις βεβαιότητες του μέσου ανθρώπου, κλόνιζε τα όρια της σκέψης και απειλούσε με τον τρόπο της την ολοκληρωτική εξουσία.
Από τις διώξεις εκ μέρους του Τσάρου στην προεπαναστατική Ρωσία έως τις σοβιετικές πρακτικές, από την πολιτική λογοκρισία των δικτατοριών της Λατινικής Αμερικής μέχρι το απαρτχάιντ της ρατσιστικής Νότιας Αφρικής, από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό του Ιράν ως τις επιθέσεις εναντίον συγγραφέων και βιβλίων που θεωρήθηκαν ότι προσέβαλαν τα χρηστά ήθη, ο κατάλογος του Κώστα Αρκουδέα είναι μεγάλος. Ο πρώτος εξόριστος συγγραφέας, ο Οβίδιος, χωρίς να υπολογίζονται οι αρχαίοι Έλληνες, όπως ο Φρύνιχος, οι νεότεροι Λέων Τολστόι και Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, η Άννα Αχμάτοβα κι ο Όσιμ Μαντελστάμ, αργότερα οι απηνείς διώξεις με ποινή τον θάνατο για τους Σατανικούς στίχους του Σάλμαν Ρούσντι, το ιρανικό καθεστώς κι η λογοκρισία του, οι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς που βίωσαν το σκληρό καθεστώς των δικτατοριών τους, όπως ο Πάμπλο Νερούδα, ο νοτιοαφρικανικός ρατσισμός και η Ναντίν Γκόρντιμερ, η Κίνα… Ως συγκείμενο στους συγγραφείς, πλείστοι άλλοι πολιτικοί ή αγωνιστές, όπως ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ή ο Μαχάτμα Γκάντι, παρουσιάζονται, βιογραφούνται γρήγορα κι έτσι αναδεικνύουν με την αντίστασή τους το ολοκληρωτικό πρόσωπο των κυβερνήσεων των τόπων τους.
Με μια άνετη αφήγηση, που απλώνεται, ελίσσεται, προχωρά γοργά κι επιστρέφει στο ίδιο σημείο για να το φωτίσει από άλλη σκοπιά, με την εξιστόρηση των υποθέσεων, με τη βιογράφηση των λογοτεχνών, με τη σκιαγράφηση των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών συμφραζομένων, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αναδείξει πόσο η πολιτική (κοινωνική, θρησκευτική, ηθική) εξουσία φοβάται την επίδραση της λογοτεχνίας.
Γιατί ειδικά στις μέρες μας φαίνεται ότι η λογοτεχνία, μπροστά στη λαίλαπα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της ψηφιακής τεχνολογίας, εξασθενεί, κι η επίδρασή της, τουλάχιστον σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικής αλλαγής, είναι αμυδρή.
Ο Κώστας Αρκουδέας είναι πολύ πειστικός, χωρίς να γίνεται διδακτικός, πολύ ουσιώδης χωρίς η non-fiction (μη-μυθοπλαστική) αφήγησή του να στερείται ζωντάνιας και παραστατικότητας. Και μέσα σ’ όλο αυτό το εύρος της λογοκρισίας και των διώξεων, αναρωτιέται κανείς πόσο πραγματικά είναι επικίνδυνη η λογοτεχνία; Πόσο δηλαδή τα καθεστώτα φοβούνται έναν όντως υπαρκτό κίνδυνο; Γιατί ειδικά στις μέρες μας φαίνεται ότι η λογοτεχνία, μπροστά στη λαίλαπα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της ψηφιακής τεχνολογίας, εξασθενεί, κι η επίδρασή της, τουλάχιστον σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικής αλλαγής, είναι αμυδρή.
Ξεκινώ, λοιπόν, με μια (φαινομενική) αντίφαση: αφενός η λογοκρισία κι ο φόβος απέναντι στις επιδράσεις του λόγου κι αφετέρου η αδυναμία της λογοτεχνίας να συνταράξει την κοινωνία.
"Can Literature Still Be Dangerous in the Western World?" (Μπορεί ακόμα η λογοτεχνία να είναι επικίνδυνη στον Δυτικό κόσμο;) είναι ο τίτλος μιας εκδήλωσης που οργάνωσε στις 13 Νοεμβρίου 2014 η Durham University English Society ως μέρος της Ημέρας για τον φυλακισμένο συγγραφέα. Και λίγο καιρό μετά, η Florianne Humphrey ξαναθέτει το ερώτημα: "Is Literature Still Dangerous in the Western World?" (Είναι ακόμα επικίνδυνη η λογοτεχνία στον Δυτικό κόσμο;).
Η λέξη-κλειδί ίσως είναι το «ακόμα» (still), γιατί όντως παλαιότερα η λογοτεχνία ασκούσε μεγαλύτερη επίδραση στο κοινό κι η άμεση ή έμμεση αλλαγή που επέφερε στις συνειδήσεις ήταν όντως απειλητική. Επομένως, όλοι οι θεσμικοί παράγοντες θα ήθελαν τα λογοτεχνικά έργα να εκφράζουν τις πάγιες αντιλήψεις, να συστρατεύονται με το ηθικό πρόταγμα της εκάστοτε κοινωνίας και φυσικά να μην αμφισβητούν το πολιτικό status quo. Πολλά έργα και συγγραφείς ήταν πράγματι επιδραστικοί σε βαθμό που να πιέζουν μια ολόκληρη κοινωνία να τροποποιήσει τις στάσεις της. Ο Εμίλ Ζολά λ.χ. με το Κατηγορώ του, ένας συγγραφέας με κύρος στη Γαλλία του 19ου αιώνα, τόλμησε να τα βάλει με τη δικαιοσύνη και το κράτος, με αποτέλεσμα η υπόθεση Ντρέιφους να επανεξεταστεί και το θύμα της δικαστικής ραδιουργίας να αποκατασταθεί.
«Γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα/
κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες».
Τίτος Πατρίκιος (Στίχοι, 2)
Παλαιότερα, λοιπόν, οι συγγραφείς ως διανοούμενοι μπορούσαν να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο. Σήμερα; Μάλλον αυτό δεν ισχύει, «γιατί κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα / κανένας στίχος δεν κινητοποιεί τις μάζες» φωνάζει ο Τίτος Πατρίκιος (Στίχοι, 2) το 1963 και το επαναλαμβάνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης (Επίλογος) το 1971. Σήμερα το κοινό δεν σοκάρεται, δεν εξεγείρεται, δεν θίγεται, δεν προσβάλλεται από την «απειλητική» λογοτεχνία, όχι επειδή αυτή ατόνησε, αλλά επειδή η ρητορική των πολιτικών, η εικόνα της μικρής και μεγάλης οθόνης, το διαδίκτυο με την προσομοίωση της πραγματικότητας κι όλη η οπτικοακουστική λαίλαπα κάνει τον λόγο να φαίνεται ασθενής.
Κι όμως ακόμα και στη μεταπολίτευση, σε εποχές δηλαδή όπου η δημοκρατία εγκαθιδρύεται όλο και περισσότερο, όπου το ΠΑΣΟΚ έφερε μια εκσυγχρονιστική των ηθών αλλαγή, όπου η ανοχή και η διαλλακτικότητα ενδυναμώνονται, η Ελλάδα γνώρισε δείγματα δικαστικής απαγόρευσης λογοτεχνικών έργων ή κοινωνικής αναταραχής εναντίον της κυκλοφορίας κάποιων βιβλίων: από τη δίκη των υπεύθυνων του λογοτεχνικού περιοδικού «Σήμα» (1977) για τη δημοσίευση του μπιτ πεζογραφήματος του Τάσου Φαληρέα Και το τρένο έτρεχε όλη νύχτα, που περιείχε σκηνές ομοφυλοφιλικού σεξ, έως το κόψιμο της ανάγνωσης του Λούσια του Νίκου Χουλιάρα από το Τρίτο πρόγραμμα (1980)· από την καταδίκη σε φυλάκιση του Ηλία Πετρόπουλου για το Εγχειρίδιο του καλού κλέφτη (1981) ως την απαγόρευση της κυκλοφορίας δύο έργων του Μαρκήσιου ντε Σαντ, της Φιλοσοφίας του μπουντουάρ (1979) και του 120 μέρες στα Σόδομα (1982)· κι από τις αντιδράσεις για τον Μεγάλο Ανατολικό του Αντρέα Εμπειρίκου το 1990-1991 μέχρι τα ασφαλιστικά μέτρα που κατατέθηκαν σε βάρος του Μν του Μίμη Αντρουλάκη (1999) και τις νομικές επιπλοκές που είχε η ελληνική μετάφραση του κόμικς του Γκέρχαρντ Χάντερερ Η ζωή του Ιησού (2002), επειδή θεωρήθηκε προσβλητικό προς το πρόσωπο του Χριστού. (Οι πληροφορίες αντλήθηκαν από τον συλλογικό τόμο Λεξικό λογοκρισίας στην Ελλάδα – Καχεκτική δημοκρατία, δικτατορία, μεταπολίτευση, που επιμελήθηκαν η Πηνελόπη Πετσίνη και ο Δημήτρης Χριστόπουλος, εκδ. Καστανιώτη).
Ξαναγυρίζω στο προηγούμενο ερώτημά μου: το να προκληθούν αντιδράσεις για μια θεατρική παράσταση ή ένα κινηματογραφικό έργο (βλ. τον Τελευταίο πειρασμό του Χριστού του Μάρτιν Σκορσέζε το 1988) είναι αναμενόμενο λόγω της δύναμης της εικόνας και της έντονης επίδρασης που αυτή ασκεί. Όμως με τη λογοτεχνία τι ισχύει σήμερα; Έχει ανάλογη επιρροή και γι’ αυτό τα έργα της θεωρούνται απειλητικά για την κρατούσα κατάσταση ή βάλλεται λόγω κεκτημένης ταχύτητας;
Η λογοτεχνία τού σήμερα εξακολουθεί να έχει πραγματική δύναμη όχι λόγω της επιρροής της αλλά λογω της συμβολικής της ισχύος, που την κάνει ενεργό τελεστή και εν δυνάμει επιδραστικό παράγοντα της κοινωνίας.
Αν αξιοποιήσουμε την έννοια του «συμβολικού κεφαλαίου» του Pierre Bourdieu, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η λογοτεχνία τού σήμερα εξακολουθεί να έχει πραγματική δύναμη όχι λόγω της επιρροής της αλλά λογω της συμβολικής της ισχύος, που την κάνει ενεργό τελεστή και εν δυνάμει επιδραστικό παράγοντα της κοινωνίας. Εν ονόματι αυτού του συλλογικού κεφαλαίου, που έχει συσσωρευτεί στο πέρασμα των χρόνων, οι συγγραφείς «αισθάνονται ότι έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να αγνοούν τα αιτήματα ή τις απαιτήσεις των εφήμερων εξουσιών, δηλαδή να τις μάχονται επικαλούμενοι εναντίον τους τις δικές του αρχές και τα δικά τους καταστατικά πρότυπα» (βλ. Pierre Bourdieu, Οι κανόνες της τέχνης – Γένεση και δομή του λογοτεχνικού πεδίου, μτφρ. Έ. Γιαννοπούλου, εκδ. Πατάκη).
Αντίστοιχα, οι εξουσίες φοβούνται πιο πολύ αυτή τη συμβολική δύναμη της λογοτεχνίας παρά την πραγματική της δυνατότητα να διαμορφώνει και να καθοδηγεί το αναγνωστικό κοινό. Έτσι, οι διώξεις εναντίον ενός συγκεκριμένου βιβλίου αφορούν πιο πολύ το συμβολικό κεφάλαιο που φέρει παρά την αναταραχή που θα προκαλέσει. Απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι ο ντόρος γύρω από ένα έργο επιφέρει τη μεγαλύτερη απήχηση παρά η αποσιώπησή του.
«Όποιο καθεστώς κατορθώνει να περιορίσει τη λογοτεχνία […] φέρνει στα μέτρα του ολόκληρη την κοινωνία», επειδή «η λογοτεχνία, και κατ’ επέκταση η γλώσσα, αποτελεί τον μεγαλύτερο εφιάλτη του καθεστώτος, την πλέον ορατή απειλή, τον πλέον θανάσιμο κίνδυνο» γράφει με μεγάλη πίστη στον έντεχνο λόγο ο ίδιος ο Κώστας Αρκουδέας. Και το βιβλίο του, προϊόν αυτής της αγάπης αλλά και έρευνας, στέκει τόσο ως μυθιστορηματική αφήγηση όσο και ως ψευδο-δοκίμιο, που περνά το μήνυμα της επικινδυνότητας της λογοτεχνίας, άρα και της αξίας της ως πεδίου ελευθερίας, συμφωνιών και διαφωνιών, αμφισβήτησης και κριτικής.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΠΕΡΑΝΤΩΝΑΚΗΣ είναι διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας και κριτικός βιβλίου.
Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Βιβλιογραφία για τον Νίκο Καζαντζάκη» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης).
Επικίνδυνοι συγγραφείς
Κώστας Αρκουδέας
Καστανιώτης 2019
Σελ. 592, τιμή εκδότη €16,00