Σημείωμα για το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Πύλη εισόδου» (εκδ. Πατάκη).
Της Παυλίνας Μάρβιν
«Και μόλις έφυγε, θυμήθηκα τον καημένο τον Παύλο, τον επανακάμψαντα συνταξιούχο μετανάστη, τον συγχορευτή μου στις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού του κλήδονα, ποια χρονιά; 1963, 1964; Η Φρειδερίκη πάντως είχε μόλις χηρέψει, ωραία γυναίκα, κι ας ήταν λαομίσητη, μες στο γουναρικό πάντα. Και γιατί όχι; βασίλισσα είναι, επέμενε η μάνα μου, που τη λάτρευε, σαν εξαδέλφη μου την έχω, έλεγε καμιά φορά, αυτή που ήταν μαθημένη στα βελούδα και στα μεταξωτά, και πήρε τα βουνά και τα λαγκάδια να μας εκπολιτίσει, αυτή που προστάτευσε τόσα ορφανά! Αν δεν φορέσει αυτή καμαρωτή τη γούνα της, ποιος θα τη φορέσει; Και τώρα που το καλοσκέφτομαι, είχε αρραβωνιαστεί και ο διάδοχος τη Δανέζα, κι αυτό, μπορώ να πω, μ’ είχε κάπως λυπήσει. Βαθιά μέσα μου εγώ τότε θα προτιμούσα να έχει αίσιο τέλος του ειδύλλιό του με την Αλίκη, αλλά σιγά που θα τον άφηνε η μάνα του, και με το δίκιο της δηλαδή η γυναίκα, μα είναι πράγματα αυτά, καταγανακτισμένες και η μία και η άλλη γιαγιά. Τι κάθομαι τώρα και τα σκέφτομαι αυτά, και τι σημασία έχει ποια χρονιά εγώ σαν άλλη Μανταλένα και ο Παύλος σαν άλλος Παπαμιχαήλ πηδούσαμε στις φωτιές του Αϊ-Γιαννιού; Σημασία έχει μόνο αν όντως έχει μείνει ο καημένος με τον φραπέ του αδημονώντας να φανώ στο "Ciao", εκεί, κάτω απ’ την τέντα, δίπλα στις πρασινάδες. Τι είχα να χάσω Κυριακή απομεσήμερο; Απ’ το να βουλιάζω άπραγη, γιατί να μη στολιστώ και να πεταχτώ ως εκεί, να εξακριβώσω ιδίοις όμμασι;»
«Θερμές ευχαριστίες για τη γλώσσα» είναι ο τίτλος που θα διάλεγα να φέρουν οι σημειώσεις μου για το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα «Πύλη εισόδου», και αποτελεί αμήχανη μετάφραση ενός ξεκάθαρου προσωπικού αισθήματος ευγνωμοσύνης.
Ένα από τα πιο αγαπημένα μου ποιήματα λέγεται «Άγνωστος Παραλήπτης – Επιστροφή στον Αποστολέα», είναι του Hans Magnus Enzensberger και το έχει μεταφράσει στα ελληνικά ο Γιώργος Πρεβεδουράκης (Η ιστορία των νεφών και άλλα ποιήματα, εκδ. Πανοπτικόν). Το ποίημα ξεκινάει με τον στίχο «Θερμές ευχαριστίες για τα σύννεφα», και μιλάει, όπως το καταλαβαίνω, για την ευγνωμοσύνη. «Θερμές ευχαριστίες για τη γλώσσα» είναι ο τίτλος που θα διάλεγα να φέρουν οι σημειώσεις μου για το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα Πύλη εισόδου, και αποτελεί μεταγραφή του παραπάνω στίχου και αμήχανη μετάφραση ενός ξεκάθαρου προσωπικού αισθήματος ευγνωμοσύνης, για δύο τουλάχιστον γλώσσες που δεξιοτεχνικά και με τόση γενναιοδωρία μου φανερώθηκαν σε αυτό το έργο: τη γλώσσα που (μέσα μας ή έξω μας, ή μέσα μας και έξω μας) όντως μιλάμε, και τη γλώσσα που (μπορούμε να/ ξεχνάμε να/ θέλουμε να/ κρύβουμε πως/ κάνουμε ότι) βγάζουμε, απευθύνοντάς την θεατρικά στα σοβαροφανή, στα βαρετά, στα διδακτικά και στα κούφια λόγια, που τόσο συχνά συναντούμε εμπρός μας, εκφέροντάς τα ενίοτε και εμείς οι ίδιοι.
Δεν αισθάνομαι επαρκής αναγνώστρια του είδους που ονομάζεται μυθιστόρημα, όμως η Πύλη εισόδου μ’ έμπασε σ’ έναν κόσμο γνωστό, πικρό και θαυμαστό, που συνάμα με ταρακούνησε με την αποκάλυψη του πόσο αποσιωπημένη, τελικά, παραμένει στον αιώνα τον άπαντα αυτή η τόσο καθημερινή μας αλήθεια.
Μου είναι δύσκολο να μιλήσω για μιαν αφήγηση που μ΄ενθουσιάζει. Πρώτα κι απ’ όλα χρειάζομαι να ακουστεί καλά το ίδιο το βιβλίο, η κάθε παράγραφος και φράση του που μ’ έκανε, τόσο απλά, να θέλω, διαβάζοντάς την, να πεταχτώ απ’ το κρεβάτι κι απ’ την καρέκλα. Η πρωταγωνίστρια Αφεντούλα είναι, όμως, ηρωίδα με τα όλα της, που πάει να πει γενναία, κι αυτό με έσπρωξε να βαλθώ να τη γνωρίσω σ’ εσάς, όπως γίνεται με τις καλές μου φίλες, που κόβομαι να τις μάθει ο κόσμος, με εκείνη τη βεβαιότητα πως κάτι πολύ σημαντικό προδίδουν για την ανθρώπινη ουσία, που δεν γίνεται να είναι σημαντικό μόνο για μένα.
Γιατί είναι γενναία η Αφεντούλα; Γιατί, για τριακόσιες τόσες σελίδες δεν σταματάει ούτε λεπτό να μας ανεβάζει σε όλα ανεξαιρέτως τα παρακλάδια της σκέψης της, κι έπειτα, μας κατεβάζει κάτω, στις ρίζες, κι άλλοτε στην κορφή και φυσάει, και ύστερα στις κουφάλες που έχουνε μόνο σκοτάδια, και στις φωλιές που κάνουν τα πουλιά της σκέψης, και στα αποτυπώματα που αφήνουν στον φλοιό λογής λογής πλάσματα που κατοικούν εκεί, κι αυτή η ξενάγηση στους λογισμούς δεν έχει τελειωμό, κι αυτή η πύλη από την οποία μπήκαμε μας ρίχνει σ’ έναν σύμπαν του νου τόσο βαθύ και τόσο δικό μας που δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε εγκαίρως πως θ’ αργήσουμε να βρούμε –αν υπάρχει– την έξοδο.
Θέλει αρετή και τόλμη το ξεβράκωμα των ηρώων μέσα από την σκόπιμη υπερβολή άλλοτε μνήμης και άλλοτε λήθης – αλληλοσυνδεόμενα μεγέθη, που κατασκευάζουν τελικά τις αφηγήσεις ζωής των ηρώων, στα πρόσωπα των οποίων καθρεφτιζόμαστε εμείς, οι ωφελημένοι αναγνώστες.
Για όσους από εμάς έχουμε διαβάσει την τριλογία της Μάρως Δούκα «Στις γραμμές του μύθου και της ιστορίας», (Αθώοι και Φταίχτες, Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ, Έλα να πούμε ψέματα), ή έστω μέρη της, η συνάντηση αρχειακών και μυθοπλαστικών στοιχείων και ο τρόπος με τον οποίο δουλεύτηκε για να παραδοθεί στους αναγνώστες –κέντημα, βελονάκι, με τη λεπτομέρεια να φέγγει– έχουν, οπωσδήποτε, εντυπωθεί στη μνήμη. Η Πύλη εισόδου, παρότι διαφοροποιείται θαυμαστά από τα προηγούμενα έργα ως προς τους αφηγηματικούς τρόπους, είναι επίσης βασισμένη σε ένα αρχείο γιγαντιαίων διαστάσεων. Αναμφίβολα καινοτομεί και μέσα από την αξιοποίηση του προαναφερθέντος αρχείου, που δεν είναι άλλο από το αχανές αρχείο της μνήμης των ηρωίδων, στου οποίου τα ταξινομημένα και τα ατακτοποίητα δεδομένα περιηγούμαστε αενάως. Θέλει αρετή και τόλμη το ξεβράκωμα των ηρώων μέσα από την σκόπιμη υπερβολή άλλοτε μνήμης και άλλοτε λήθης – αλληλοσυνδεόμενα μεγέθη, που κατασκευάζουν τελικά τις αφηγήσεις ζωής των ηρώων, στα πρόσωπα των οποίων καθρεφτιζόμαστε εμείς, οι ωφελημένοι αναγνώστες.
«Αλλά και που να τρέχω με τόση ζέστη, καλύτερα στο σπιτάκι μου, τι μου λείπει; Και την τηλεόρασή μου έχω, και τον υπολογιστή μου και το τηλέφωνό μου το ασύρματο (στην τσέπη μου πάντα). Και τη δεύτερη γραμμή, αν και σπανίως τη χρησιμοποιώ, τη θέλω όμως, πώς να την αποχωριστώ; τη θέλω για λόγους συναισθηματικούς, της βιοτεχνίας μου το τηλέφωνο. Κι ας πληρώνω τα πάγια (θα τα πληρώνω για το κέφι μου). Έχω και το κινητό μου στην άλλη τσέπη για να μην τα μπερδεύω. Ποτέ δεν μ’ αφήνουν οι καλές μου κόρες να αισθανθώ τηλεφωνική μοναξιά. Δυο και τρεις φορές την ημέρα θα με πάρουν να με ενημερώσουν για τα τεκταινόμενα, τι έμαθαν, τι άκουσαν στο ραδιόφωνο, τι θα μαγειρέψουν. Να πω την αλήθεια μου, η Ασπασία δεν ευκαιρεί για πολλή κουβέντα, θα με πάρει όμως πρωί βράδυ εξάπαντος, να δει αν ζω, που λέει ο λόγος, αφού αστειεύομαι καμιά φορά, ζω, ζω, της λέω. Το ίδιο και η Χαρούλα, ζω, ζω, λέω και στη Χαρούλα, αρκεί να είναι στα καλά της η ίδια, αλλιώς με φέρνει στο σημείο ούτε το σάλιο μου να μην μπορώ να καταπιώ. Και τέλος πάντων, για να είμαι ειλικρινής (πάντα το θέλω, είπαμε, να είμαι ειλικρινής), η Αργυρώ μόνο, ας είναι καλά η κοπέλα μου, ο θησαυρός μου, αυτή που με αξίωσε να γίνω και γιαγιά, επιμένει να με ενημερώνει καταλεπτώς για το καθετί».
Φωτογραφία © Ανδρέας Σιμόπουλος / FOSPHOTOS |
Με εντυπωσίασε το γεγονός πως όλοι οι γυναικείοι χαρακτήρες, κεντρικοί και λιγότερο κεντρικοί, αντιφατικοί και συμπληρωματικοί, πολλές γυναίκες αλλά ταυτόχρονα μία, ολομόναχη γυναίκα, εκφράζονται μέσω αυτής της λαβυρινθώδους μονολογικότητας που προορίζεται για αναρτήσεις στο φέισμπουκ.
Διάλεξα τα αποσπάσματα από το τελευταίο μέρος του βιβλίου, που είναι και το αγαπημένο μου: την κατάβαση της Αφεντούλας, που αποτελεί, θα λέγαμε, και την έξοδο στο έργο – αν υποθέσουμε πως η πύλη εισόδου σε ένα τόσο δαιδαλώδες πεδίο, όπως οι διάδρομοι της σκέψης και της μνήμης, είναι δυνατό να προβλέπει έξοδο. Με εντυπωσίασε το γεγονός πως όλοι οι γυναικείοι χαρακτήρες, κεντρικοί και λιγότερο κεντρικοί, αντιφατικοί και συμπληρωματικοί, πολλές γυναίκες αλλά ταυτόχρονα μία, ολομόναχη γυναίκα, εκφράζονται μέσω αυτής της λαβυρινθώδους μονολογικότητας που προορίζεται για αναρτήσεις στο φέισμπουκ. Μέσα από «φεϊσμπουκικές» εξομολογήσεις παρακολουθούμε, λοιπόν, τα εσωτερικά και εξωτερικά γεγονότα που αφορούν τις ηρωίδες μας και τις προσωπικές τους τοποθετήσεις για τη ζωή. Έχω διαβάσει ποιήματα και πεζά, γραμμένα μάλιστα από ανθρώπους της γενιάς μου (1980 και δώθε), που πραγματεύονται τη μετάβαση στον ψηφιακό κόσμο ή απλώς μεταχειρίζονται όρους και σημασίες σχετικές, προκειμένου να επικαιροποιήσουν μια σειρά από ανθρώπινες συνθήκες που όντως έχουν επηρεαστεί αισθητά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και άλλα πρόσφατα δώρα της τεχνολογίας στην ανθρωπότητα. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, στα αναγνώσματα αυτά οι σχετικές με τον κυβερνοχώρο αναφορές μου μοιάζουν κατά κύριο λόγο σχήμα φορετό, ξένο, που περισσότερο προδίδει, τελικά, παρά φωτίζει τους σκοπούς του κειμένου. Είναι, λοιπόν, εντυπωσιακό, πως η Μάρω Δούκα, προσεγγίζει με τόση προσοχή το φέισμπουκ ως εργαλείο ανάλυσης του εαυτού και του κόσμου μας, και το καθιστά λειτουργικότατο, αναπόσπαστο κομμάτι της δομής και της ουσίας του έργου της, τόσο που αισθάνομαι την ανάγκη να αναρωτηθώ, για πρώτη φορά, και για το αν, ακόμη, η Πύλη εισόδου δεν είναι, εκτός από (ψηφιακό) παράθυρο συνομιλίας, πύλη, επίσης, για μια νέα γνωριμία μας με το μέσο αυτό, που κάποιοι εξ ημών χρησιμοποιούμε καθημερινά, για δέκα και πλέον χρόνια.
Είναι δε ακόμα πιο συγκινητικό πως το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα αποδίδει και συνάμα φωτίζει το φέισμπουκ ως αυτό που λέει το όνομά του και αξίζει, πραγματικά να είναι: πρόσωπο-βιβλίο. Πρόσωπα-βιβλία: Ένα βιβλίο για κάθε πρόσωπο, και το κάθε πρόσωπο ως συγγραφέας του δικού του, μοναδικού βιβλίου με τις μοναδικές επιλογές, στο ύφος, στους τρόπους και στο περιεχόμενο που κάθε πρόσωπο-συγγραφέας επιλέγει να εκθέσει σε έναν τόσο σύνθετο και προβληματικό, αλλά δυνάμει βαθιά δημοκρατικό κόσμο.
Η γραφή της Μάρως Δούκα, η ζηλευτά σωματική γλώσσα της Αφεντούλας και των alter-ego φιλενάδων της, που κατορθώνουν να μας συνδέσουν με την επιθυμία, τη ματαίωση, τον θυμό, τις αποσιωπήσεις μας, τα νερά που μας καθρεφτίζουν, παρόντα σε κάθε αναγνωστική στιγμή, ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου.
Όμως, αν όλα αυτά ήταν απλώς ιδέες δεν θα είχαν καμιά σημασία. Εκείνο που τα κάνει εξόχως σημαντικά είναι η γραφή της Μάρως Δούκα, η ζηλευτά σωματική γλώσσα της Αφεντούλας και των alter-ego φιλενάδων της, που κατορθώνουν να μας συνδέσουν με την επιθυμία, τη ματαίωση, τον θυμό, τις αποσιωπήσεις μας, τα νερά που μας καθρεφτίζουν, παρόντα σε κάθε αναγνωστική στιγμή, ήδη από το εξώφυλλο του βιβλίου. Και είναι δύσκολο να ευχαριστήσει κανείς τη συγγραφέα που από το χάος εφηύρε τη γλώσσα που δίνει φωνή στα ατίθασα, κουρασμένα –παραιτημένα ενίοτε, επίμονα πάντοτε– σώματα της επιθυμίας μας. Που μας έδειξε πως η επιθυμία είναι σώμα και έχει σώμα – η επιθυμία για έκφραση, για ένωση, ακόμη και η ύποπτη, ας πούμε, εκείνη, επιθυμία για ξεδιάλεγμα αξιομνημόνευτων και αξιολησμόνητων στιγμών της ζωής μας. Τα λέει πολύ καλά ο Enzenzberger στο προαναφερθέν ποίημα [ (…) Θερμές ευχαριστίες για το ιδιότροπο μυαλό μου/ και για ένα σωρό άλλα κρυμμένα όργανα/ για τον αέρα, φυσικά, και για το κοκκινέλι. / Εγκάρδιες ευχαριστίες για τον αναπτήρα μου/ που ποτέ δεν στερεύει,/ για τον πόθο, καθώς και για τη λύπη μου, τη βαθιά μου λύπη. / Θερμές ευχαριστίες για τις τέσσερις εποχές/ για τον αριθμό e και για την καφεΐνη, / και, φυσικά, για τις φράουλες στο πιάτο/ που ζωγράφισε ο Chardin, καθώς και για τον ύπνο,/ ιδιαίτερα για τον ύπνο, και, για να μην το ξεχάσω,/ για την αρχή και το τέλος/ και για τα λίγα λεπτά μεταξύ τους (…) ], όπως αληθινά τα λέει και η Αφεντούλα, σε μια κοπιώδη αλλά και τόσο ζωντανή, παραδειγματική πορεία αυτής της ολότελα εκφραστικής γλώσσας προς την δυναμική αποδοχή όλων εκείνων των ανθρώπινων που χρειάζεται να καταστούν αποδεκτά.
«Με ζαλίζει, βέβαια, καμιά φορά, να της λύνω τα προβλήματα, να της δίνω οδηγίες, συμβουλές, να την παρηγορώ, και μετά, εκεί που δεν το περιμένω, να ξεσπάει εναντίον όλων και αυτή. Μα είσαι τόσο οξύθυμη, τόσο ανώριμη; Τι έμαθε, τι αποκόμισε απ’ τη ζωή; Παρά δύο στα πενήντα της πια, με δυο παιδιά σε πολύ δύσκολη ηλικία, δεν αντέχει, λέει, την κλεισούρα, θέλει να βγει στον κόσμο, θέλει να δουλέψει. Και τι να της κάνω εγώ; Ας τα σκεφτόταν πιο νωρίς αυτά. Της το έλεγα τότε που ήθελε να αφήσει τη δουλειά της, πρόσεξε, θα το μετανιώσεις. Η γυναίκα σήμερα θέλει και το έξω της, θέλει και το λούσο της, να πηγαίνει στη δουλειά της, να την προσέχουν οι συνάδελφοι, να την ποθούν και αυτή να μην ενδίδει, ακλόνητα πιστή στον σύζυγο. Πολλά της έλεγα, πως το λένε; κοινωνική επιμόρφωση της έκανα, το έχω αυτό το χάρισμα, στο αίμα μου κυλάει η νουθεσία, πώς να το πω; Να τους βλέπεις, Αργυρούλα μου, όλους να σε κοιτάνε σαν αρπαχτικά, κι εσύ να σκέφτεσαι με λαχτάρα την ώρα που θα γυρίσεις στα παιδιά σου και στον αντρούλη σου. Τόσα της έλεγα αλλά δεν μ’ άκουσε. Μπορούν να με αφήσουν επιτέλους στην ησυχία μου; Σε μια χούφτα σκόνη θα σου δείξω τον φόβο, του Έλιοτ είπαμε, κι εγώ τη σκόνη, κι ας είναι dust στο κείμενο, την ήθελα χώμα, τέφρα. Ενδιαφέρουσα παρατήρηση, μου είχε πει πριν από χρόνια, αν και με συγκρατημένη συγκατάβαση, η Αίθρα, ξεχνιούνται αυτά; Και τι κρίμα, Αφεντούλα, που δεν είσαι του ραδιοφώνου, με πειράζει από δίπλα η Λίτσα, αλλά και τι να κάνω, πώς να τα προλάβω όλα; Παλιά, δεν μπορώ να πω, το αγαπούσα και εγώ το ραδιόφωνο, έπειτα, όταν μπήκε, όπως ήταν φυσικό, η τηλεόραση στη ζωή μου, αραίωσα κάπως, ήρθε αργότερα κι ο υπολογιστής, τι να κάνουμε, πρόοδος είπαμε, και απομακρύνθηκα τελείως».
* Η ΠΑΥΛΙΝΑ ΜΑΡΒΙΝ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο της, ο τόμος με πεζά και ποιήματα «Ιστορίες απ' όλον τον κόσμο μου» (εκδ. Κίχλη).
→ Στην κεντρική εικόνα: Λεπτομέρεια προσωπογραφίας πίνακα του Γιώργου Μπουζιάνη. 101 x 70,5 εκ. Λάδι σε καμβά, 1938 - Ίδρυμα Β.& Ε. Γουλανδρή
Πύλη εισόδου
Μάρω Δούκα
Πατάκης 2019
Σελ. 344, τιμή εκδότη €17,70