Για το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη «Αναψηλάφηση» (εκδ. Μεταίχμιο).
Του Γιάννη Στάμου
Στο νέο μυθιστόρημά του ο Βασίλης Γκουρογιάννης αναψηλαφεί τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα πιάνοντας το νήμα από την περίοδο της δικτατορίας μέχρι σήμερα, με αναφορές ακόμη και στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, μέλος μιας αντιδικτατορικής οργάνωσης που εξαρθρώθηκε από τους χουντικούς και ο οποίος υπέμεινε φρικτά σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια, επιστρατεύεται υποχρεωτικά στο ΕΑΤ/ΕΣΑ αλλά καταφέρνει με τη βοήθεια αντιστασιακών δικτύων να φύγει από την Ελλάδα πριν από την πτώση της Χούντας.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, μέλος μιας αντιδικτατορικής οργάνωσης που εξαρθρώθηκε από τους χουντικούς και ο οποίος υπέμεινε φρικτά σωματικά και ψυχικά βασανιστήρια, επιστρατεύεται υποχρεωτικά στο ΕΑΤ/ΕΣΑ αλλά καταφέρνει με τη βοήθεια αντιστασιακών δικτύων να φύγει από την Ελλάδα πριν από την πτώση της Χούντας. Στη Βαρκελώνη πλέον, την πατρίδα των αναρχικών και των αριστερών, θα διακριθεί ως φιλόλογος ομηριστής, αρνούμενος πεισματικά να επιστρέψει στα πάτρια εδάφη ακόμη και μετά την πτώση της δικτατορίας. Η επάνοδός του θα πραγματοποιηθεί πενήντα χρόνια μετά, αντικρίζοντας μια χώρα σε ηθική και οικονομική παρακμή και πρώην συντρόφους του σε αντίστοιχη οικονομική και ηθική χρεωκοπία.
Ο ήρωας ανακαλεί το παρελθόν, παρατηρώντας παράλληλα τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, η παρακμή της οποίας κρίνεται από το συγγραφέα απότοκη των μεταπολιτευτικών χρόνων. Η αναψηλάφηση της ζωής του πρωταγωνιστή ταυτίζεται με την αναψηλάφηση του ιστορικού παρελθόντος και σηματοδοτεί μια διαδικασία αυτοκάθαρσης για ένα αμάρτημα στο οποίο ήταν οιονεί παρών. Αναζητά τη λειψανοθήκη της νεότητάς του. Μια κιβωτό επώδυνης μα και λυτρωτικής μνήμης με παροπλισμένους ή νεκρούς ήρωες και ένα πλήθος χαλκευμένων υψηλόβαθμων ηρώων που εξαργύρωσαν τις όποιες πράξεις τους πολλαπλάσια και δυσανάλογα. Περιδιαβαίνει στα αποκαΐδια της νεότητάς του –την περίοδο δηλαδή της δικτατορίας– εν μέσω μιας νέας φωτιάς –την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης– που δεν τον τρομάζει, παρά μονάχα τον οδηγεί σε θλιβερές διαπιστώσεις.
Σκηνές ωμής βίας και νοσηρότητας από την περίοδο της δικτατορίας εναλλάσσονται με τη σύγχρονη πραγματικότητα η οποία δεν αποδίδεται με οικονομικούς όρους αλλά με όρους ηθικής απαξίας. Ανάλογη κρίνεται και η παρακμή της ελληνικής γλώσσας, που ως ζωντανός οργανισμός διατηρεί αμφίδρομη σχέση με τα ανθρώπινα ήθη, αντανακλά την παρηκμασμένη ελληνική κοινωνία και γίνεται η πλέον αδιάψευστη απόδειξη μιας χώρας πολλαπλά χρεοκοπημένης. Με παρόμοιους τόνους αποδίδεται και η κοινοβουλευτική δημοκρατία, που αντιμετωπίζεται από τον συγγραφέα με έντονο σκεπτικισμό. Αντίστοιχα, η απώλεια της γλωσσικής επάρκειας του πρωταγωνιστή, η λανθασμένη κυρίως εκφορά της ελληνικής γλώσσας, απόρροια πενήντα χρόνων απουσίας, σηματοδοτεί τη σταδιακή απώλεια της ατομικής του ταυτότητας, προς αναζήτηση της οποίας κατ’ ουσίαν επιστρέφει στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία, ο ήρωας του Βασίλη Γκουρογιάννη έχει έρθει ώς ένα σημείο αντιμέτωπος με τα προσωπικά φαντάσματα του παρελθόντος, την ατομική του πραγματικότητα, γεγονός που σηματοδοτεί την απαρχή μιας διαδικασίας ενδοσκόπησης, η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο αν γίνει κοινωνός του ιστορικού ελληνικού παρόντος.
Το δίπτυχο απώλεια και μνήμη επανέρχεται συχνά στο βιβλίο και ενδεικτική παραμένει η συνθήκη της αναπηρίας στο ένα χέρι του ήρωα, αδυνατώντας να θυμηθεί από ποιο βασανιστήριο, ενδεχόμενη ιατρική δολιοφθορά ή ακόμη και τυχαίο γεγονός από την περίοδο της επταετίας συνέβη. Αυτή η οριστική απώλεια της αρτιμέλειάς του παραπέμπει στα σημάδια που άφησε η επταετία στο θυμικό του και στην οριστική απώλεια της νεότητας και της αθωότητάς του. Στην τελεσίδικη διάψευση προσδοκιών και ανάλογων ψευδαισθήσεων. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία, ο ήρωας του Βασίλη Γκουρογιάννη έχει έρθει ώς ένα σημείο αντιμέτωπος με τα προσωπικά φαντάσματα του παρελθόντος, την ατομική του πραγματικότητα, γεγονός που σηματοδοτεί την απαρχή μιας διαδικασίας ενδοσκόπησης, η οποία μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο αν γίνει κοινωνός του ιστορικού ελληνικού παρόντος. Της σύγχρονης δηλαδή ελληνικής πραγματικότητας που σε μεγάλο βαθμό διαμορφώθηκε από πράξεις και παραλείψεις της γενιάς του. Πρωτίστως όμως η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα αποτελεί την άκρη του νήματος ενός μη βιωμένου παρελθόντος, που στην περίπτωση του ήρωά μας ταυτίζεται με την περίοδο της Μεταπολίτευσης.
Επισκέπτεται το κοινωνικό οδοντιατρείο του παλιού συναγωνιστή του για να απαλλαγεί φαινομενικά από ένα χαλασμένο δόντι μα στην ουσία από τις σάπιες ρίζες του παρελθόντος που του προκαλούν ανυπόφορο πόνο που δεν μπορεί πλέον να αγνοήσει. Ρίζες που φτάνουν σε ατομικό επίπεδο μέχρι την πρώτη νεότητά του και σε συλλογικό στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια. Η εξαγωγή του χαλασμένου δοντιού του, η επίπονη δηλαδή συμφιλίωση με το ατομικό παρελθόν και το συλλογικό γίγνεσθαι συνιστά μια πράξη ενδοσκόπησης και αναψηλάφησης της ιστορικής αλήθειας.
Ο Βασίλης Γκουρογιάννης γεννήθηκε (1951) και μεγάλωσε στο χωριό Γρανίτσα Ιωαννίνων. Αποφοίτησε από το Λύκειο Ιωαννίνων. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης. Από το 1977 έως πρόσφατα υπήρξε μαχόμενος δικηγόρος στην Αθήνα. |
Η αναψηλάφηση του Βασίλη Γκουρογιάννη αποτελεί παράλληλα φόρο τιμής στους αφανείς ήρωες που βασανίστηκαν επί χούντας, δεν εξαργύρωσαν τους αγώνες τους με την ανάληψη αξιωμάτων και οφικίων και έφεραν στην υπόλοιπη ζωή τους χωρίς κραυγές και με αξιοπρέπεια τα ψυχικά και σωματικά τους τραύματα. Στον αντίποδα, βέβαια, στο επίκεντρο του δημόσιου, πολιτικού και κοινωνικού βίου, έλαμψαν οι ετερόφωτοι σταρ της αντίστασης. Αυτοί δηλαδή που εξαργύρωσαν την –πολλές φορές αμφισβητούμενη– αντίστασή τους και εν συνεχεία εναγκαλισμένοι με την εκάστοτε εξουσία αναρριχήθηκαν κοινωνικά και κυρίως οικονομικά. Ο Βασίλης Γκουρογιάννης δεν λησμονεί να περιγράψει τα εγκλήματα της Χούντας παράλληλα με τις εκούσιες ή ακούσιες ευθύνες της Αριστεράς, όπως η παράδοση του εννοιολογικού και συναισθηματικού βάρους της λέξης πατρίδα, βορρά στην ακροδεξιά ρητορική. Παρόμοια με τον πρωταγωνιστή που εγκατέλειψε την Ελλάδα, χωρίς να υπερασπιστεί τους αγώνες του από τους όψιμους επαναστάτες, μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς εγκατέλειψε από τον δημόσιο λόγο της τη λέξη πατρίδα και τα παράγωγά της, αηδιασμένο από τη χρήση και την εκμετάλλευση που έτυχε από τους Απριλιανούς.
Η αυτοεξορία του πρωταγωνιστή, ωστόσο, το αποτράβηγμά του από το δύσοσμο κέντρο των εξελίξεων συνιστά παράλληλα μια πράξη αυτοσυντήρησης. Παραπέμπει στην «τύχη» των νεκρών ηρώων εκείνης της περιόδου, που ο θάνατος διέσωσε τη φθορά της ηρωικής τους ιδιοσυστασίας. Ο πρωταγωνιστής παραπέμπει ενίοτε σε μια μεσσιανική φιγούρα που σηκώνει το αμάρτημα μιας ολόκληρης γενιάς. Ακόμη και η επιθυμία του για εκδίκηση στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, όπου συναντά τον βασανιστή του, εξελίσσεται σε μια κίνηση που παραπέμπει σε αυτοτιμωρία, με έντονο το στοιχείο του μηδενισμού και της ματαιότητας. Ο Γκουρογιάννης φαίνεται σαν να μας λέει ότι η ανθρώπινη συνθήκη θα παραμείνει αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Η εναλλαγή θυτών και θυμάτων κρίνεται ήσσονος σημασίας ώστε να αντιστρέψει τον προκαθορισμένο ρου της Ιστορίας καθώς τα ανθρώπινα ένστικτα κανοναρχούνται από ιδιοτέλεια. Το τέλος του βιβλίου παραμένει ανοιχτό σε ερμηνείες, με τον πρωταγωνιστή να σπάει τον κύκλο της βίας με μια συμβολική κίνηση και να βρίσκει τη λύτρωση που αποζητούσε μέσα από τη σύγκρουση με τους δαίμονες της ζωής του.
* Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΜΟΣ είναι διδάκτωρ ιταλικής λογοτεχνίας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗ