Για το βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη «Είμαι όσα έχω ξεχάσει» (εκδ. Μεταίχμιο).
Της Διώνης Δημητριάδου
Η ικανότητα της λογοτεχνίας να προσεγγίζει τα ιστορικά γεγονότα, και ενίοτε να επιχειρεί (με τον δικό της τρόπο) την ερμηνεία τους, την καθιστά συνοδοιπόρο της ιστορίας κατά μία απολύτως ιδιότυπη σχέση μαζί της. Κι αυτό γιατί δεν ενδιαφέρεται τόσο για τους πρωταγωνιστές κυρίαρχους των κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, αλλά μπορεί να δει κάτω από την επιφάνεια των επώνυμων αναφορών και να ανιχνεύσει τις προσωπικές ιστορίες, τη ζωή και συμμετοχή όσων θα παραμείνουν ανώνυμοι για τους πολλούς, ωστόσο πάντοτε θα είναι οι πλέον σημαντικοί για τους οικείους. Ενδεχομένως μια τέτοια οπτική πάνω στα γεγονότα να έχει περισσότερη αξία στη ζωή και εξέλιξη των προσώπων απ’ ό,τι η καταγεγραμμένη επιστημονικά Iστορία.
Η μνήμη είναι συχνά αναξιόπιστη, όχι κατ’ ανάγκη με σκοπιμότητα απόκρυψης ή παραλλαγής των γεγονότων προκειμένου αυτά να ωραιοποιηθούν. Συχνά μας εξαπατά από τη δική της εγγενή αδυναμία να συγκροτήσει με την τωρινή συνείδηση έναν κόσμο πλήρη μέσα από όσα έχει αποθηκεύσει με την τότε κατάσταση γνώσης, επίγνωσης και συνειδητοποίησης.
Ο Ηλίας Μαγκλίνης στο πρόσφατο βιβλίο του ξεκαθαρίζει από τον υπότιτλο τι είναι αυτό που θα αφηγηθεί. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία· έτσι απομακρύνει το ενδεχόμενο της μυθοπλαστικής παρείσφρησης – μια συνθήκη ίσως αναπόφευκτη, όταν κάποιος στηρίζεται μεν σε αληθινά γεγονότα, ωστόσο πλέκει γύρω τους το αναγκαίο λογοτεχνικό «ψεύδος». Η μνήμη είναι συχνά αναξιόπιστη, όχι κατ’ ανάγκη με σκοπιμότητα απόκρυψης ή παραλλαγής των γεγονότων προκειμένου αυτά να ωραιοποιηθούν. Συχνά μας εξαπατά από τη δική της εγγενή αδυναμία να συγκροτήσει με την τωρινή συνείδηση έναν κόσμο πλήρη μέσα από όσα έχει αποθηκεύσει με την τότε κατάσταση γνώσης, επίγνωσης και συνειδητοποίησης. Όπως αλλάζει η εποχή εξωτερικά και αντικειμενικά, έτσι διαφοροποιείται και η αντίληψη που έχουμε για όσα μας περιβάλλουν και μας καθορίζουν.
«[…] ήξερα ότι συχνά οι αναμνήσεις, η υπερμνησία, αυτή η υπετροφία της καταγραφικής μνήμης εμποδίζουν και δεν απελευθερώνουν τη μνήμη, σε αντίθεση με το πώς επιτελεί την ουσιαστική εργασία της το όνειρο, βαθιά μέσα στο άδηλο υποσυνείδητο, με τις αλλόκοτες διασυνδέσεις του».
Ο Ηλίας Μαγκλίνης θεωρεί πως μέσα στο παιχνίδι της μνήμης μπορεί να εισχωρήσει επιλέγοντας και καταγράφοντας όσα φαινόντουσαν ξεχασμένα και να δώσει έτσι μέσα από την ιστορία του πατέρα του όσα σκιαγραφούν την πορεία και τη δράση εκείνου αλλά αναπόφευκτα και τη δική του ζωή και σκέψη, ως συνέχεια φυσική. Ποιος θα μπορούσε να αποδεσμευθεί από την αλυσίδα που τον δένει με τους προπάτορές του; Πώς θα γινόταν ποτέ να μην ανιχνεύσει μέσα στη δική του προσωπικότητα τα στοιχεία που του κληροδότησαν οι προηγούμενοι, είτε ως συνθήκες ζωής είτε ως ιδεολογία; Και αν η λογοτεχνική γραφή είναι το όχημα της μνήμης για να φέρει στην επιφάνεια το παρελθόν, τότε πράγματι έχει επιτελέσει το έργο της. Όσα κενά τοπία δεν ήταν κατορθωτό να παραμείνουν απρόσβλητα από τον χρόνο, που διαγράφει κατά βούληση, συμπληρώνονται από τις φωτογραφίες που καθίστανται ενίοτε πολύ εύγλωττες και συνεπικουρούν τη διαδικασία ανάδυσης των εικόνων, των συμπεριφορών, των γεγονότων.
Η ιστορία του πατέρα, λοιπόν, έρχεται στην επιφάνεια και καταγράφεται με τη μορφή αφήγησης πρωτοπρόσωπης του γιου. Κι όταν αυτός νιώθει πως η πεζότητα μιας αφηγημένης ιστορίας έχει την ανάγκη να μετουσιωθεί σε κάτι ακόμη πιο προσωπικό, τότε παρεμβάλλει μικρές εξομολογήσεις, πολλές με ποιητικό εκχύλισμα. Είναι ο ιδιότυπος τρόπος που εφευρίσκει προκειμένου να εισχωρήσει ο ίδιος στην ιστορία, όχι μόνον ως αφηγητής του παρελθόντος αλλά και ως παρουσία σημερινή που γράφοντας αφομοιώνει την αύρα της τότε εποχής, αγγίζει τα απόντα σώματα και μεταμορφώνεται –συνειδητά πλέον– σε φυσική συνέχεια του πατέρα.
«Αυτός ο προσωπικός Παγκόσμιος Άτλας των νεφών μου
ο δικός μου εμφύλιος
ολόγραμμα ενός αόρατου σύμπαντος».
Ο Κώστας Μαγκλίνης, πατέρας του συγγραφέα, θα φύγει από τον γενέθλιο τόπο, το Αγρίνιο, το 1947 για να εγγραφεί στη Σχολή Ικάρων. Μέσα του πολλά ερωτηματικά για τον δικό του πατέρα και τις συνθήκες της δολοφονίας του. Η δική του σιωπή (άγνοια ή σκόπιμη αποσιώπηση) θα περάσει και στον γιο.
Τα χρόνια του Εμφυλίου και τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια είναι κυρίως το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν τα πρόσωπα· θα πάει όμως και πιο πίσω, στη Μικρασιατική εκστρατεία για να δει τη δράση του παππού, κατόπιν στα χρόνια της Κατοχής και θα εστιάσει στο κλίμα του Εμφυλίου και σε όσα ακολούθησαν. Ο παππούς του συγγραφέα, ο Νίκος Μαγκλίνης δολοφονείται το 1944 από την αντίπαλη πολιτική μερίδα (την «άλλη Ελλάδα»). Ο Κώστας Μαγκλίνης, πατέρας του συγγραφέα, θα φύγει από τον γενέθλιο τόπο, το Αγρίνιο, το 1947 για να εγγραφεί στη Σχολή Ικάρων. Μέσα του πολλά ερωτηματικά για τον δικό του πατέρα και τις συνθήκες της δολοφονίας του. Η δική του σιωπή (άγνοια ή σκόπιμη αποσιώπηση) θα περάσει και στον γιο. Μόνο που εκείνος θα ζητήσει κάποια στιγμή να μάθει. Και είναι τότε που ο πατέρας, βρισκόμενος λίγο πριν από το κατώφλι του θανάτου, χρόνια μετά, θα θελήσει να μιλήσει. Έτσι, τα γεγονότα αρχίζουν να αποτελούν ψηφίδα την ψηφίδα ένα νόημα, τα κενά καλύπτονται, οι φωτογραφίες ξαφνικά αποκτούν φωνή, η ιστορία γράφεται.
Το ενδιαφέρον στο βιβλίο του Μαγκλίνη έγκειται περισσότερο σε δύο χαρακτηριστικά του, σχετιζόμενα με τις προεκτάσεις που δυνάμει παίρνει η ιστορία που αφηγείται.
Στην πρώτη περίπτωση, η ζωή του παππού και του πατέρα δεν αποτελούν στη συνείδηση του γράφοντος μόνο γεγονότα του στενού, κλειστού χώρου της οικογένειας αλλά ανοίγονται καλειδοσκοπικά μέσα σε ευρύτερους χώρους (γεωγραφικά και ιδεολογικά) έτσι που αποκτούν διαφορετικές διαστάσεις ως προς τη σημασία τους και βρίσκουν το αληθινό τους μέγεθος. Το γεγονός του θανάτου, για παράδειγμα, του παππού, μπορεί να είναι σημαδιακό και κομβικό για τον κύκλο της οικογένειας, καθώς καθορίζει την πορεία της από κει και πέρα. Ποια σημασία, όμως, έχει αν το δούμε μέσα στην εικόνα όλων των εγκλημάτων του Εμφυλίου στη σπαρασσόμενη Ελλάδα; Αλλά, ακόμη πιο πέρα, πόσο ατονεί το ίδιο ως γεγονός, αν το δούμε ενταγμένο μέσα στην ιστορία του πολέμου με τα συνακόλουθά του όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη ή και στον υπόλοιπο κόσμο που μετείχε σ’ αυτόν και πλήρωσε με το δικό του αίμα σε ανάλογες συνθήκες;
Στη δεύτερη περίπτωση, διαπιστώνει ο αναγνώστης διαβάζοντας πως η ιστορία της οικογένειας του Ηλία Μαγκλίνη δεν συνιστά μόνο μια αφήγηση ξένη γι’ αυτόν, στην οποία εισχωρεί με το αναγνωστικό δικαίωμα. Νιώθει πως η ανάγκη που ώθησε τον συγγραφέα να ερευνήσει τη ζωή των προηγούμενων από αυτόν δεν είναι παρά μόνο η αφορμή για μια προσωπική ενδοσκόπηση, για μια καταβύθιση προς εαυτόν, και αυτή είναι μια πραγματικότητα που μας αφορά όλους. Όλοι συναντιόμαστε στον κοινό τόπο της σύνδεσής μας με την ιστορία των γονιών μας και των παππούδων μας, προκειμένου να βρούμε τη δική μας θέση όχι μόνο μέσα στην οικογένεια (αυτό είναι ένα πρώτο επίπεδο) αλλά και στον κόσμο ως ευρύτερη πραγματικότητα.
Η πεμπτουσία της παραπάνω διαπίστωσης παριστάνεται με τον καλύτερο τρόπο στην εικόνα του εξωφύλλου (λεπτομέρεια από το έργο του Anselm Kiefer, "Die berühmten Orden der Nacht"), που παριστάνει τον ημίγυμνο άντρα ξαπλωμένο κάτω από τον έναστρο ουρανό. Ο Μαγκλίνης σχολιάζοντας τον πίνακα μας μεταφέρει τη σκέψη του Kiefer και γράφει:
«[Ο νυχτερινός ουρανός] δεν είναι κατασκευή αλλά ιδέα, μια διαρκής υπενθύμιση του πόσων εκατομμυρίων χρόνων είναι η ηλικία του καθενός μας. Ο ουρανός έρχεται για να αποσυνθέσει κάθε έννοια γενεθλίων, μας τραβάει βαθιά πίσω, φτάνοντας έως και τον αφανισμό των δεινοσαύρων ακόμα, με τον τεράστιο μετεωρίτη που έπεσε στο Γιουκατάν, στον κόλπο του Μεξικού, και τους εξόντωσε. Η μνήμη της καταστροφής και η μνήμη της δημιουργίας, αυτή η αέναη εναλλαγή, η ανθρώπινη αντίφαση, με τον ίδιο τρόπο που ο νυχτερινός ουρανός είναι μια διαρκής έκπληξη και την ίδια στιγμή ένας διαρκής τρόμος».
Η αξία, επομένως, του βιβλίου δεν έγκειται στην αφήγηση ακόμη μιας αληθινής ιστορίας μέσα στις πολλές (και αρκετές μάλιστα ενδιαφέρουσες) που διαβάζουμε συχνά. Είναι που ανακαλύπτεις μέσα της ταυτόχρονα τον έναν και το σύμπαν, τη μονάδα και το άπειρο, τη μυστική σύνδεση ανάμεσα στον μικρόκοσμο που ορίζουμε και στον ευρύτερο και αχανή χώρο που υπάρχει ερήμην μας και συχνά πέρα από τα όρια του συνειδητού. Κι έτσι όπως οι δύο αυτοί χώροι αποκτούν κέλυφος ορατό μέσω της λογοτεχνικής γραφής, νιώθεις πως μπορεί να λειτουργήσει και η μνήμη (ατομική και συμπαντική) προσφέροντας προνομιούχο θέα στη ζωή. Με γνώση των ορίων της καθώς και σαφή επίγνωση της αποσιώπησης, του εξωραϊσμού ή της υπερβολής που αναλόγως επιλέγει κάθε φορά που ερευνάς το δικό της τοπίο. Τη σεβόμαστε τη μνήμη, γιατί μας καθορίζει· ακόμα και με το αντίθετό της, τη λήθη.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο ευτυχισμένος Σίσυφος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα: πίνακας του Anselm Kiefer, από την έκθεση “Planta project” στο Fundació Sorigué στη Lleida (Ισπανία).
Είμαι όσα έχω ξεχάσει
Μια αληθινή ιστορία
Ηλίας Μαγκλίνης
Μεταίχμιο 2019
Σελ. 256, τιμή εκδότη €14,40