Για τη νουβέλα του Μιχάλη Μαλανδράκη «Patriot» (εκδ. Πόλις).
Του Μάνου Κοντολέων
Στα Χανιά, το 1996, γεννήθηκε ο Μιχάλης Μαλανδράκης. Σπούδασε Κινηματογράφο και αποφοίτησε από το Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Η νουβέλα Patriot είναι το πρώτο του βιβλίο που εκδίδεται. Μια νέα παρουσία στη λογοτεχνία μας.
Τι περιμένει ένας αναγνώστης της νεοελληνικής λογοτεχνίας από την πρώτη εμφάνιση ενός εικοσιτριάχρονου; Mε καθαρά προσωπικό τρόπο απαντώ σε αυτό το ερώτημα: περιμένω μια γραφή όπου από τη μια θα με κάνει να εμπιστευθώ τη φρεσκάδα της νιότης της και από την άλλη να με πείσει πως ξέρει νέα αφηγηματικά τερτίπια που, ενώ θα διαθέτουν τον ρυθμό της εποχής μας, παράλληλα θα μου γνωρίζουν τους ανθρώπους που με κάποιο τρόπο διαμορφώνουν αυτόν τον ρυθμό.
Ο Αγκίμ θα βρει δουλειά ως σερβιτόρος και τις ώρες που θα είναι ελεύθερος θα παίζει το κλαρίνο του –αυτοδίδακτο ταλέντο είναι– στους δρόμους. Μένει με άλλους δύο σε γκαρσονιέρα.
Κεντρικός ήρωας της νουβέλας –αυτός μας εξιστορεί την καθημερινότητά του– είναι ο εικοσιτριάχρονος Αγκίμ. Αλβανός που παιδί ήταν όταν μετανάστευσε στην Ελλάδα με τους δικούς του και μετά, όταν εκείνοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αυτός προτίμησε να μείνει εκεί όπου είχε περάσει την εφηβεία του.
«Οι γονείς μου με τον αδελφό μου φύγανε το ίδιο καλοκαίρι. Ο πατέρας μού έδωσε περιθώριο ένα μήνα, για να βρω δουλειά. Αλλιώς, θα επέστρεφα. Να επέστρεφα που; Δεν ήξερα κανένα εκεί και δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα. Ήξερα τι λέγανε για όσους επέστρεφαν από Ελλάδα. "Γύρισαν οι Έλληνες", "Ήρθε ο πρωτευουσιάνος που δεν ξέρει να μιλάει τη γλώσσα του". Έψαξα σαν τρελός να βρω κάτι, να με κρατήσει στην Ελλάδα».
Ο Αγκίμ θα βρει δουλειά ως σερβιτόρος και τις ώρες που θα είναι ελεύθερος θα παίζει το κλαρίνο του –αυτοδίδακτο ταλέντο είναι– στους δρόμους. Μένει με άλλους δύο σε γκαρσονιέρα. Και ενώ δεν περιμένει κάτι να αλλάξει, ξαφνικά κάποιος θα προσέξει το παίξιμό του και θα του προτείνει μια άλλη δουλειά… Από το σημείο αυτό και πέρα ο Αγκίμ από κομπάρσος σε μια ανιαρή και μίζερη καθημερινότητα θα πάρει ρόλο πρωταγωνιστικό, μα σε έργο που και άλλοι έχουν γράψει και άλλοι σκηνοθετούνε.
Ο Μιχάλης Μαλανδράκης γεννήθηκε το 1996 στα Χανιά. Σπούδασε σκηνοθεσία στη Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Λυκούργου Σταυράκου και είναι απόφοιτος του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. |
Ο Μαλανδράκης σπούδασε κινηματογράφο και Μ.Μ.Ε., άρα έχει εντρυφήσει σε μια τεχνική αφήγησης που στηρίζεται στην γρήγορη εναλλαγή εικόνων. Και μ’ αυτήν τη γνώση δείχνει πως αποφάσισε να ολοκληρώσει την ιστορία και να την αφηγηθεί όχι με εικόνες, αλλά με λέξεις που, ενώ υποτάσσονται στη δύναμη των περιγραφών, παράλληλα κρατάνε την ικανότητα να τέμνουν σε βάθος σκέψεις και συναισθήματα.
«Νιώθω πολύ καλύτερα κι αποφασίζω να πιω τον καφέ μου στη στοά Μητροπόλεως. Έχω δυο επιλογές: ή τα παρατάω όλα και γυρίζω πίσω –μόνο με δύο χιλιάρικα καβάντζα– ή μένω εδώ. Τώρα που έστρωσα δρόμο θα φύγω; Κι απάνω τι θα κάνω; Θα μένω με τον πατέρα και τη μάνα; Και τι θα τους πω; Δύο χιλιάρικα σε πέντε χρόνια; Αποτυχία».
Με γρήγορους ρυθμούς, λοιπόν, ο Μιχάλης Μαλανδράκης μας συστήνει τους χαρακτήρες και εξιστορεί τα γεγονότα. Αλλά πίσω από το κινηματογραφικό ύφος, υπάρχει πάντα ο στοχασμός της λογοτεχνίας, όπως βέβαια και η κοινωνική κριτική. Κι έτσι ο αναγνώστης της νουβέλας αυτής γνωρίζει έναν κόσμο που δίπλα του υπάρχει – από τους ανθρώπους της νύχτας μέχρι τους μετανάστες, οι οποίοι αν και έχουν μάθει να μιλάνε άψογα τα ελληνικά, εντούτοις παραμένουν μετέωροι ανάμεσα σε δύο χώρες που καμιά τους δεν μπορούνε να τη θεωρήσουν πατρίδα, να ενταχθούν στη δική της ταυτότητα. Κι αυτό, νομίζω, πως είναι το μεδούλι της ιστορίας που ο νέος συγγραφέας θέλησε να αφηγηθεί – το πολύ συχνά μόνιμα ή και αποκρυπτόμενο αδιέξοδο του οικονομικού μετανάστη.
Σε μια περίοδο όπου την κοινωνία μας απασχολεί η ροή νέων προσφύγων και νέων μεταναστών, ο Μαλανδράκης έρχεται να περιγράψει τα πάθη ενός από αυτούς που αν και έχουν περάσει χρόνια από τη μετεγκατάστασή του, παραμένει –όχι οικειοθελώς– στο περιθώριο. Μια νουβέλα που στηρίζεται σε ένα καίριο θέμα, που δεν ωραιοποιεί, μήτε και μεγαλοστομεί. Κι αν κάποιες στιγμές (κυρίως με το τέλος της) δείχνει να γέρνει προς κάτι το μελοδραματικό, εντούτοις έχει φροντίσει πιο πριν να υπενθυμίσει τις προϋποθέσεις εκείνες που οδηγούν στη δραματική όσο και αποστειρωμένη εξιλέωση.
«Πηγαίνω στη γωνία και ξερνάω. Νιώθω πίσω απ' την πλάτη μου τους περαστικούς να με προσπερνάνε και να διαμαρτύρονται για την εικόνα μου… Έχω κλειστά τα μάτια και κάνω πως δεν ακούω. Ακούω βήματα μέχρι που φεύγουν όλοι…»
* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η Κασσάνδρα στη μαύρη άμμο» (εκδ. Πατάκη).
→ Στην κεντρική εικόνα: Ο κλαριντζής Σωτήρης Κόκκορης. Φωτογραφία © Κατερίνα Φαρφαρά
Patriot
Μιχάλης Μαλανδράκης
Πόλις 2019
Σελ. 96, τιμή εκδότη €10,00