Για το μυθιστόρημα του Χρίστου Κυθρεώτη «Εκεί που ζούμε» (εκδ. Πατάκη).
Του Διονύση Μαρίνου
Πόσο περίπλοκη, πλούσια γεγονότων και ποικιλόμορφη μπορεί να είναι η ημέρα ενός 35χρονου δικηγόρου έτσι ώστε να πρέπει να απλωθεί σε ένα μυθιστόρημα μακράς πνοής; Η απάντηση ενδέχεται να είναι και αποτέλεσμα αναγκαίας σοφιστείας: αξίζει να αναλυθεί επί μακρόν επειδή ακριβώς δεν διαθέτει σπουδαίες περιπλοκές, δεν βρίθει πολλών δράσεων και μοιάζει να έχει μια μορφή ομοιοτυπίας. Αυτή η συγκεκριμένη ημέρα του δικηγόρου Αντώνη Σπετσιώτη (ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 2014 έως το άλλο ξημέρωμα) θα μπορούσε να αποτελεί ένα τυπικό 24ωρο ενός ανθρώπου που έχει χάσει ολότελα το κέντρο βάρους του. Ποιος είναι, άραγε, ο κεντρικός ήρωας του Χρίστου Κυθρεώτη στο πρώτο του μυθιστόρημα Εκεί που ζούμε (εκδ. Πατάκη);
Αυτή η συγκεκριμένη ημέρα του δικηγόρου Αντώνη Σπετσιώτη (ξημερώματα της 20ης Ιουλίου 2014 έως το άλλο ξημέρωμα) θα μπορούσε να αποτελεί ένα τυπικό 24ωρο ενός ανθρώπου που έχει χάσει ολότελα το κέντρο βάρους του.
Δεν τον μπερδεύεις: είναι ένας άνθρωπος που παίζει με τις πιθανότητες μιας κάποιας αόριστης ευτυχίας, όπου η επιτυχία του στον επαγγελματικό τομέα δείχνει να είναι πιο επισφαλής από ποτέ και η συναισθηματική του ζωή έχει την όψη ενός περίεργου roller coaster από την απογοήτευση στην απομάγευση. Κινούμενος στον προφανή χώρο των δικαστηρίων, από δικογραφία σε δικογραφία, και έχοντας ανοιχτές «τρύπες» σε υποθέσεις που αφορούν παλιές αγάπες και τους γονείς του, ο Σπετσιώτης μοιάζει άλλοτε να σκιαμαχεί με τον εαυτό του κι άλλοτε με εκείνους που του άφησαν ως χνάρι αυτές τις σκιές πάνω του. Η ψυχοσύνθεσή του, επίσης, είναι μια ασταθής ισορροπία ανάμεσα σε εκείνα που του συνέβησαν, σε αυτά που του συμβαίνουν τώρα και στα άλλα που προσδοκά (δίχως όμως περισσή αισιοδοξία) να του προκύψουν στο μέλλον.
Είναι άβουλος; Μήπως παραιτημένος; Έχουμε να κάνουμε με έναν πρόωρα γερασμένο άνθρωπο όπου η κούραση των συναισθηματικών και επαγγελματικών εμπλοκών του έχουν αφήσει πάνω στο σώμα και την ψυχή του μια πούδρα αδιαφορίας; Κι όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε πως ο Σπετσιώτης, υπάλληλος σε ένα δικηγορικό γραφείο με αμφίβολο μέλλον, ετοιμάζεται να δεχθεί μια πρόταση να δουλέψει στο Λουξεμβούργο για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίο, ασκούμενη δικηγορία. Τι άλλο καλύτερο για έναν άνθρωπο που ποτέ του δεν αποφάσισε αν έκανε καλά που ακολούθησε τη Νομική, έγινε δικηγόρος κι όχι δικαστής, και συνεχίζει να βγάζει το μεροκάματό του καθημερινά στην Ευελπίδων; Ενώ φαίνεται πως, όντως, είναι αποφασισμένος να κάνει κάτι στη ζωή του, το παρελθόν του έχει τέτοιο βάρος πάνω του που τελικά λειτουργεί ανασχετικά ακόμη και σε εκείνα τα πράγματα που είναι βέβαιος ότι πρέπει να κάνει.
Η ρουφήχτρα των περασμένων χρόνων τον τραβάει συνεχώς κοντά της. Τρανό παράδειγμα οι δύο γυναίκες με τις οποίες συνδέθηκε περισσότερο: η Άννα και η Στέλλα. Ο εφηβικός έρωτας που έμεινε στα μισά του δρόμου και ο ύστερος της ενηλικίωσης που κάπου σκάλωσε. Και με τις δύο γυναίκες δεν έχει «κάψει» τις γέφυρες. Με κάποιον τρόπο υπάρχουν στη ζωή του, μόνο που αυτό δεν είναι σίγουρα για καλό του.
Αυτή η περιδίνηση από το παρελθόν στο παρόν και πάλι πίσω (ο Κυθρεώτης ακολουθεί τις περιελίξεις της σκέψης του πηγαίνοντας συνεχώς μπρος-πίσω τη δράση) είναι διαρκής για τον Σπετσιώτη. Άλλοτε αφήνει να άγεται και να φέρεται από τα γεγονότα που προκαλούν οικεία πρόσωπα κι άλλοτε εμφανίζει μια αδιαφορία στα όρια της απάθειας. Όμως, ούτε παραδομένος είναι ούτε και ουδέτερος.
Συντρέχει τον πατέρα του στην τελευταία του επαγγελματική αποστολή (τη μεταφορά ενός γεωτρύπανου αμφιβόλου προελεύσεως και νομιμότητας). Συνομιλεί συνεχώς με τη μητέρα του και γίνεται κοινωνός των λογής προβληματισμών της. Θα έλεγε κανείς πως είναι ο συνδετικός κρίκος των γονιών του που έχουν από καιρό χωρίσει. Αποδέχεται ακόμη κι αυτόν το ρόλο. Μήπως είναι ο μόνος;
Αυτός ο νεαρός δικηγόρος είναι παντού, αλλά και πουθενά. Φέρει μια διττή φύση: είναι σταθερός σαν πέτρα και ταυτοχρόνως κυλάει σαν νερό. Έτσι που κανείς δεν ξέρει αν μπορεί να στηριχθεί πάνω του ή να τον αφήσει στην ησυχία του.
Γίνεται κάτι παραπάνω από συνήγορος μιας αφελούς γυναίκας που έπεσε θύμα εξαπάτησης ενός κέντρου αισθητικής. Συγχρωτίζεται με τον παράξενο γιο της, ο οποίος εκτός της δεξιότητας που έχει στο σκάκι ουδεμία άλλη ικανότητα διαθέτει για να διαχειριστεί τη ζωή του. Άλλωστε, όταν η μητέρα του θα πεθάνει αδόκητα, λίγο μετά το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας της υπόθεσής της, ο Σπετσιώτης θα σταθεί δίπλα του – ακόμη και στο νεκροτομείο.
Ο Σπετσιώτης δεν κλείνει την πόρτα του ούτε στον παράξενο ένοικο της πολυκατοικίας του που του ζητάει συνέχεια δανεικά και αγύριστα.
Αυτός ο νεαρός δικηγόρος είναι παντού, αλλά και πουθενά. Φέρει μια διττή φύση: είναι σταθερός σαν πέτρα και ταυτοχρόνως κυλάει σαν νερό. Έτσι που κανείς δεν ξέρει αν μπορεί να στηριχθεί πάνω του ή να τον αφήσει στην ησυχία του. Ομοίως, ελάχιστοι γνωρίζουν τι πραγματικά έχει στο μυαλό του. Οι μύχιες σκέψεις του, οι προβληματισμοί του, ακόμη και τα επισφαλή σχέδιά του μένουν καταχωνιασμένα μέσα του. Δεν βρίσκουν δίοδο να εκδηλωθούν προς κάποιον έμπιστο άνθρωπο ή να αναζητήσουν ένα στήριγμα.
Μόνος σε μια πόλη, την Αθήνα, που την περιζώνει το χάος της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, εν μέσω θέρους που λιώνει τα πάντα, ο Σπετσιώτης διαγράφει συνεχείς κύκλους ιστοριών. Κάποιες τις δημιουργεί, κάποιες τον έβαλαν με το ζόρι μέσα και κάποιες απλώς τις αποδέχεται ως μέρος της καθημερινότητας. Οι άνθρωποι είναι οι ιστορίες τους. Οι άνθρωποι είναι ιστορίες εν εξελίξει.
Ο Χρίστος Κυθρεώτης με το διήγημά του «Σκόνη από κιμωλία» κέρδισε το 2007 το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό των εκδόσεων Πατάκη «Hotel "Μετανάστευση"». Το 2014 κυκλοφόρησε η πρώτη του συλλογή διηγημάτων Μια χαρά (εκδ. Πατάκη) με την οποία απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα. |
Ο Σπετσιώτης, όπως και κάθε άντρας, δεν είναι νησί, αλλά η θάλασσα τον περιζώνει. Θα έλεγε κανείς πως κατοικεί στον εαυτό του κι αυτός δεν είναι ένας εύκολος συγχρωτισμός. Από όλες τις συγκατοικήσεις που μπορεί να προκύψουν στη ζωή, αυτή με τον εαυτό μας είναι πάντα η δυσκολότερη. Είναι η μόνη που θέτει συνεχώς εμπόδια, χαρτογραφεί δυνατότητες, αφαιρεί πιθανότητες και μας εξουσιοδοτεί να κάνουμε ή να μην κάνουμε το ένα ή το άλλο. Ο Σπετσιώτης δεν ξεφεύγει απ’ αυτή τη νόρμα – κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει.
Το μυθιστόρημα του Κυθρεώτη θυμίζει τον ήρεμο –πλην ύπουλο– τρόπο που ο Ρίτσαρντ Φορντ ή ο Τομπάιας Γουλφ σκάβουν τους ήρωές τους. Επιφανειακά τίποτα το άξιο λόγου δεν συμβαίνει. Εχουμε να κάνουμε με ένα διαρκές πήγαινε έλα στο όριο της πνιγηρής κούρασης. Αν ξύσεις, όμως, την επιφάνεια θα δεις αυτό ακριβώς το ά-τοπο της βιωτής. Ας μην κρυβόμαστε: κανένας μας δεν διάγει ηρωικό βίο. Είμαστε παιδιά μιας πόλης που μας ρίχνει σε ένα πηγάδι. Αυτός είναι ο τρόπος για να μάθουμε κολύμπι. Ο Κυθρεώτης μάς παρουσιάζει έναν ήρωα που είναι ερασιτέχνης κολυμβητής σε ρηχά νερά. Κι επειδή ο ήρωας είναι αυτός κι όχι άλλος, έρχεται το ύφος της γραφής να ακολουθήσει τη διαδρομή του, αλλά και να του υποσκάψει την πορεία του.
Η χαμηλή ένταση του κειμένου, η απλότητα της γραφής, ο ρεαλισμός των σκηνών, προοδευτικά αυτό που κάνουν είναι να αφαιρούν –χειρουργικά– τις στοιβάδες που κάθονται πάνω στα γεγονότα της ζωής και της προσδίδουν μεγαλύτερη αξία από όση πραγματικά έχει. Εκεί που ζούμε σημαίνει: εκεί που βρισκόμαστε τη δεδομένη στιγμή της ζωής μας είτε γιατί έτσι ήρθαν τα πράγματα είτε γιατί δεν υπήρχε καλύτερη εναλλακτική. Στην πραγματικότητα, ακόμη και αν μεταφερθούμε κάπου αλλού (όπως πιθανότατα ο Σπετσιώτης στο Λουξεμβούργο), πάντα θα μας ακολουθεί ο εαυτός μας. Αυτό το πιστό και συνάμα άπιστο σκυλί που δεν μπορεί χωρίς εμάς. Ούτε κι εμείς.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Το τελευταίο βιβλίο του, η ποιητική συλλογή «Ποτέ πια εμείς» κυκλοφορεί τις επόμενες μέρες από τις εκδ. Μελάνι.
Εκεί που ζούμε
Χρίστος Κυθρεώτης
Πατάκης 2019
Σελ. 448, τιμή εκδότη €17,90