Για τη συλλογή διηγημάτων του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου «Οι πόλεις το χειμώνα – Μικροκείμενα και διηγήματα μπονζάι» (εκδ. Έναστρον).
Του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη
Η μορφή ή το περιεχόμενο κάνουν ένα έργο τέχνης; Γνωρίζω τις απαντήσεις που κατά καιρούς έχουν δοθεί, απ’ τον φορμαλισμό, τον Μπαχτίν, τη μαρξιστική θεωρία της λογοτεχνίας, τη Νέα Κριτική, τον δομισμό, τον μεταδομισμό, τις θεωρίες της πρόσληψης. Κουτσά στραβά έχω σχηματίσει και τη δική μου θέση, αυτή που υπερασπίζομαι στα κριτικά μου σημειώματα, αυτή που υπηρετώ στα δικά μου λογοτεχνικά γραφτά. Αλλά κάποια ερωτήματα είναι προορισμένα να επανέρχονται ακόμα και στα καλά καθούμενα και ας νομίζουν οι θεωρίες της λογοτεχνίας και ας νομίζεις και εσύ ότι τα ’χετε οριστικά λυμένα. Για παράδειγμα, πιάνεις να διαβάσεις ένα βιβλίο και βρίσκεις τον εαυτό σου ενώπιον του ίδιου και του αυτού ερωτήματος: τελικά, η μορφή ή το περιεχόμενο κάνουν ένα έργο τέχνης;
Η συλλογή μικροκειμένων και διηγημάτων μπονζάι «Οι πόλεις το χειμώνα» είναι μια μαθητεία στα όρια της γλώσσας, στους μαιάνδρους, στις σπειροειδείς και στις παράλληλες πορείες της.
Διαβάζω, λοιπόν, το βιβλίο Οι πόλεις το χειμώνα του Κωνσταντίνου Χ. Λουκόπουλου. Όπου από μια ήσσονα αφορμή, που νομίζεις ότι δεν έχει τίποτα άλλο να πει απ’ το να δηλώσει το θέμα της και να σωπάσει, βλέπεις τον λόγο να εξακτινώνεται, να απλώνεται, να διακλαδίζεται χωρίς να φλυαρεί και χωρίς να σε κουράζει ή ακόμη και όταν ξεκινά από κάτι που σου φαίνεται μείζον θέμα, ικανό δηλαδή να γεμίσει σελίδες επί σελίδων, σχεδόν να το ξεχνάς από τη δεύτερη αράδα παρασυρμένος/η απ’ τη γοητεία της γλώσσας, τα παράλληλα σύμπαντα των ιδεών της και το πλήθος των εικόνων της. Την οποία γλώσσα βλέπεις να ξεμακραίνει, να ελίσσεται, ενίοτε δε να επιχειρεί χορευτικές κινήσεις δίχως τίποτα το επιτηδευμένο, το φτιασιδωμένο, το βαρύ και πάντα να κρατά το νοηματικό υφάδι της και να επιστρέφει στην αρχική κοιτίδα για να κομίσει το τελικό της νόημα, εμπλουτισμένο με ό,τι στην πορεία μεσολάβησε.
Η συλλογή μικροκειμένων και διηγημάτων μπονζάι Οι πόλεις το χειμώνα είναι μια μαθητεία στα όρια της γλώσσας, στους μαιάνδρους, στις σπειροειδείς και στις παράλληλες πορείες της. Με έναν πολύ καθιερωμένο χαρακτηρισμό θα ’λεγα ότι έχουμε εδώ να κάνουμε με έναν στιλίστα της γραφής, αλλά πολύ φοβάμαι ότι το στερεοτυπικό περίγραμμα του χαρακτηρισμού θα αδικούσε λογοτεχνικά τη γραφή του Λουκόπουλου, που μπορεί να ξεμακραίνει απ’ το θέμα αλλά δεν εκφέρεται ερήμην του θέματος, δεν το υποτιμά, δεν στέκεται αδιάφορο απέναντί του – πολύ δε περισσότερο δεν αυταρέσκεται, δεν κομπάζει και δεν καμώνεται την καμπόση.
Ο Κωνσταντίνος Χ. Λουκόπουλος γεννήθηκε στην Ελευσίνα και εργάζεται ως καθηγητής Φυσικής. Κείμενά του και ποιήματα στοιχειοθέτησαν την παράσταση των Αισχυλείων 2017, Επιτάφιος εν Ελευσίνι, σε σκηνοθεσία Χρήστου Δήμα με τη συμμετοχή της «Λαϊκής Ορχήστρας Μίκης Θεοδωράκης». |
Επιμένω στο ζήτημα αυτό, γιατί εδώ ακριβώς κρύβεται το βασικό πλεονέκτημα της εξαιρετικής αυτής συλλογής από μικρά πεζά και μερικά ποιήματα. Ότι δηλαδή η γλώσσα του Λουκόπουλου αντλώντας απ’ τις θετικές επιστήμες, τη λογοτεχνική παράδοση και άλλες τέχνες (π.χ. ζωγραφική) συνομιλεί με προγενέστερα έργα, προωθεί το εξεταζόμενο θέμα, ενώ παράλληλα νιώθεις τη χάρη ενός χορευτή, την αλαφράδα ενός ποιητή και τη στιβαρότητα ενός θετικού επιστήμονα να ισορροπούν πίσω από κάθε φράση, τεντώνοντας τα όριά της, προεκτείνοντας την εκφραστικότητα και βαθαίνοντας τα νοήματά της και μάλιστα χωρίς τα συνήθη στραμπουλήγματα, τις ακραίες γλωσσικές ακροβασίες και κυρίως την ετεροβαρή αυτή αίσθηση μιας επεξεργασμένης μορφής σε σχέση με ένα υποτιμημένο περιεχόμενο, που συχνά πυκνά δημιουργεί κάθε ανάλογο εγχείρημα.
Επανέρχομαι στον αρχικό μου προβληματισμό. Μορφή ή περιεχόμενο; Χρόνια τώρα επιμένω στο ζήτημα της ισορροπίας, της από κοινού δηλαδή αξίας, που ισομοιράζει την αισθητική διάσταση του έργου και εδώ και εκεί. Στη δική μου αντίληψη, το πιο ενδιαφέρον θέμα δίχως τη γλωσσική υποστήριξη καταλήγει αδιάφορο και η πιο εντυπωσιακή γλώσσα δίχως τη θεματική υποστήριξη καταλήγει κενολόγα. Αλλά έρχεται αυτό το βιβλίο του Λουκόπουλου που δια της μορφής μαγεύει το περιεχόμενο, για να ταράξει τις πιο βολικές παραδοχές μου και να θέσει ξανά σε κίνηση την αμφιβολία και το ξεσκόνισμα κάποιων βιβλίων θεωρίας της λογοτεχνίας.
Στη δική μου αντίληψη, το πιο ενδιαφέρον θέμα δίχως τη γλωσσική υποστήριξη καταλήγει αδιάφορο και η πιο εντυπωσιακή γλώσσα δίχως τη θεματική υποστήριξη καταλήγει κενολόγα.
Δεν έχει καμία σημασία αν τελικά ασπάζομαι αυτή τη θεωρητική αρχή και αυτό τον αισθητικό τρόπο επεξεργασίας. Σημασία έχει η ίδια η διανοητική πράξη του προβληματισμού, εννοώ της κίνησης της σκέψης έξω από τα βολικά της όρια. Θαρρώ ότι αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα καλά βιβλία, που κυκλοφορούν και είναι πολλά, και στα πολύ καλά βιβλία, που γράφονται ακόμη και αν δεν γίνονται γνωστά ή δεν εκτιμώνται όσο τους πρέπει από την επίσημη κριτική.
Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα πρώτα που σε συντροφεύουν, σε ψυχαγωγούν, σε συγκινούν και σε ευχαριστούν, τα δεύτερα σε γρατζουνάνε, σε σκάβουν, σε τεντώνουν, σε σβαρνίζουν και κυρίως σε υποχρεώνουν να επανεξετάσεις τις βασικές αισθητικές, αλλά και ιδεολογικές, κοινωνικές, πολιτικές κτλ. παραδοχές σου. Έμεινα στο ζήτημα μορφής-περιεχομένου που έθεσε επικτακτικά ενώπιόν μου το βιβλίο του Λουκόπουλου, αλλά είναι και άλλα ζητήματα που μπορεί ο υποψιασμένος αναγνώστης να βρει στο ίδιο βιβλίο, και αισθητικά και ιδεολογικά, απολαμβάνοντας παράλληλα την πράξη της ανάγνωσης. Και αυτός νομίζω ότι είναι ο πιο σπουδαίος προορισμός της γραφής.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΤΖΗΜΩΗΣΙΑΔΗΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή πεζών «Η ιδιωτική μου αντωνυμία» (εκδ. Κίχλη).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία από την ταινία του Wim Wenders, Η Αλίκη στις πόλεις (1974).