Για το βιβλίο «Ο συγγραφέας του Ζαά - Δεκαοκτώ άγνωστα κείμενα των ελληνιστικών χρόνων» (μτφρ. – διασκευή – σημειώσεις: Γιώργης Γιατρομανωλάκης, εκδ. Άγρα).
Του Μιχάλη Μακρόπουλου
«Μετ’ ου πολύ ανεχώρησα και φυγών έφευγα. Και ήρθα και επορεύθηκα εντός του δρόμου όπου νύκτωρ μου ανοίγει και νύκτωρ μου κλείνει. Αναμεσός εις τες αμμώδεις τες ιτιές και εις τους κάκτους τους ανεμώδεις επορεύθην πάλιν. Μοναχός εις τον δρόμο που επήρα. Και ήρθα αργά αργά σιμώνοντας εις τον οίκον τον εμόν μέσα. Και φθάσας έθεσα επάνω εισέ το γήινον στρώμα ίνα υπνώσω ύπνον ολίγον. Αι δε ώραι εκείναι αι έντρομαι πάντα, ήδη εκεί παράδιπλά μου ούσαι. Ο δ’ εμός ο εν εμοί άνδρας εσπαργανωμένος. Ωσάν βρεφύλιον εις τες φασκιές της ευτυχίας της τότε. Ναι! Ως βρεφίσκος ήγειρα τότες κάτω χαμηλά τα ομμάτια μου κι έκλεισαν. Μόνος εγώ αυτός ως ήμουν ολόμονος. Εγώ ο άνευ τινός και ο όχι τινός. Εις δε το ολόγυρον γύρω το σύμπαν Στερέωμα νυξ σκότιος. Ήταν δε όλη η νυξ, νυξ».
«Κατά την άποψή μου», γράφει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στα εισαγωγικά του Συγγραφέα του Ζαά, «η όποια μετάφραση ενός αρχαίου ελληνικού κειμένου αυτό το οποίο κάνει είναι, απλώς και μόνο, να μεταφέρει μέρος του νοήματος του πρωτοτύπου στη νεοελληνική γλώσσα».
«Κατά την άποψή μου», γράφει ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης στα εισαγωγικά του Συγγραφέα του Ζαά, «η όποια μετάφραση ενός αρχαίου ελληνικού κειμένου αυτό το οποίο κάνει είναι, απλώς και μόνο, να μεταφέρει μέρος του νοήματος του πρωτοτύπου στη νεοελληνική γλώσσα. Η αρχαία λέξις, αυτές οι ίδιες οι παλαιές λέξεις, ο ήχος, η προφορά τους, η μετρική, η ακουστική βαρύτητά τους, η καθόλου δομή και η σύνταξη του πρωτοτύπου […] είναι ολωσδιόλου αδύνατον να αποδοθούν, να μεταφερθούν με ακρίβεια και πιστότητα στην οποιαδήποτε μετάφραση-μεταγραφή τους».
Αν ωστόσο δεν μεταφράζεται ακριβώς ένα ιδιότυπα συνταγμένο γλωσσικό αμάλγαμα από ελληνική Κοινή της εποχής του «Ζαά» (3ος μ.Χ. αι.), ομηρικές λέξεις και στοιχεία από διαλέκτους όπως οι μποχαϊρική, σαχιδική και φαγιουμική, άλλο τόσο δεν περιγράφεται ακριβώς η γοητεία που ασκούν στον αναγνώστη αυτά τα θαυμάσια, γριφώδη δεκαοχτώ κείμενα – και τούτη η γοητεία, αν οφείλεται στο πρόσωπο ή το προσωπείο του αγνώστου συγγραφέα (ενός κάποιου Ζαά, από το όνομα ή το παρωνύμιο, υποτίθεται, ενός Αιγύπτιου εργάτη που λέγεται πως βρήκε τον κώδικα σε μια παράνομη ανασκαφή στον Οξύρρυγχο στα μέσα της δεκαετίας του 1990), πρωτίστως οφείλεται στον κ. Γιατρομανωλάκη, που «μεταφράζει» με γλώσσα τολμηρή, λογοτεχνική, ρυθμική, διόλου comme il faut επιστημονική, μη διστάζοντας να χρησιμοποιήσει ανάκατες από αρχαίες λέξεις ως δημοτικές του κρητικού ιδιώματος.
Ο Γ.Γ. (έτσι θα λέμε από τούδε και εις το εξής τον ανώνυμο συγγραφέα) ήταν «μόνος γραφέας στους άμμους», πιθανώς εξόριστος· ένας κατεξοχήν διανοούμενος (και αναπάντεχα σύγχρονος, μάλιστα, στα νοητικά του ξεδιπλώματα και τα ποιητικά του άλματα), που γι’ αυτόν ένα σώμα επείχε θέση κειμένου κι ένα κείμενο θέση ανθρώπου (σε μια από τις πολλές εξιδανικευμένες ερωτικές σκηνές, η γυναικεία οπτασία την οποία συναντά και μαζί της συνευρίσκεται, αφού αυτός θέτει «το κεφαλάκι μου τότες εις τες όχθες των μηρών της και εις τες ακτές των αιδοίων αυτής», του λέει: «“Γράφε τώρα. Χωρίς δέλτους. Χωρίς χαρτία. Χωρίς μελάνϊα. Γράφε με γραφεύ!” […] Έτρεχεν η γραφή μου άυλη εις το διάστημα του σώματος αυτής»· αλλού μελανώνεται όλος, γίνεται ο ίδιος σύγκορμος κείμενο, κι αλλού πάλι, όταν αναζητεί την πόλη και δεν τη βρίσκει, του τη δείχνει η γυναίκα, «εστιγματισμένη» πάνω στο ίδιο του το σώμα: «Ιδού οι δρόμοι των κονιορτών. Τα βαρέα τα οχήματα, Να τα! Οι δ’ ανθρώποι να φτύνουν εις τες φούχτες το κέρδος. Ιδού τα μνημεία. Ιδού τα ευαγή καταστήματα. Να τα άλογα. Ιδού τα θηρία του ιπποδρόμου!»). Ο Γ.Γ. ερμηνεύει Όμηρο και, διαβάζοντας Αριστοτέλη, προσπαθεί να θέσει σε εφαρμογή τα συμπεράσματα του φιλοσόφου σ’ ένα γάτο (μα όχι όποιον κι όποιον: «Ο εραστής της βαθείας νυκτός εγέλασεν όπως γελώσιν οι Κάτες οι που έχουν κατοχήν των τα ψιχία της γης και τα επιδορπίδια των ουρανών»), καταλήγοντας να χορεύει με το ζώο και να μιλάει ο ίδιος γατίσια.
Ο Γ.Γ. είναι συνάμα σ’ απόσταση από τον εαυτό του, σάμπως να του είναι ξένος, και φυλακισμένος απόλυτα μες στον εαυτό του, θαρρείς και δεν υπάρχει κόσμος, μα το Σύμπαν ορίζεται από τον ίδιον όλο.
Ο Γ.Γ. είναι συνάμα σ’ απόσταση από τον εαυτό του, σάμπως να του είναι ξένος, και φυλακισμένος απόλυτα μες στον εαυτό του, θαρρείς και δεν υπάρχει κόσμος, μα το Σύμπαν ορίζεται από τον ίδιον όλο («Πλην δεν ηύρισκα ανοιχτή κανμία Πύλη εις το Στερέωμα του εγκεφάλου. […] Διό και εκαθόμουν εκεί, κάθοντας μέσα εις το καύκαλον του κρανίου μου, το ερραμένον πανταχόθεν από τραύματα»). Έτσι, γεννιέται στον αναγνώστη μια περίεργη διπλή εντύπωση, μια εντύπωση διπλής αποξένωσης και μιας «υποβολιμαίας» φωνής («Ύστερις, ως ήλθεν ο λόγος ελθών εις με πάλιν, εμίλησα εισέ την γλώσσα της μάνας μου, ως την είχα ακουστά εντός της, αγέννητος ων, και είπα αποκριθείς προς αυτόν. “Η σιωπή κάθεται εις τον πάτον του ποτηρίου μου, ω άνερ”. Και εκείνος μου απήντησε πάλιν εισέ την γλώσσαν της παλλακίδος, “Ναι, αλλ’ εγώ έχω βρει τον πατέρα μου!” Και ως με είπεν αυτός αυτά, ήκουσα τότε εντός μου φωνή, “Ω εσύ όπου πλέον δεν ομοιάζεις εις εκείνον όπου ωμοίαζες!” Και ήτο η φωνή του δικού μου του αίματος»).
Είναι ο «εμός άνθρωπος ο εν εμοί», είναι ο «ανήρ ο εν εμοί ων». Συναντά τον εαυτό του ως μισό άνθρωπο, τον συναντά να πηγαίνει εκεί απ’ όπου ο ίδιος έρχεται, για να κάνει αυτό που ο ίδιος έχει ήδη κάνει. Συναντά το θάνατό του ως θηρία «ροχθούντα, λυσσώδη αιματοβόρα τε. Και ήκουα τες υλακές των καλά καλά και τα δυνατά τα γρούγρούγρού των, τα θλιβερότατα. Τα γρύζοντα ζώα του θανάτου μου σύες αργιόδοντες ως» – και συναντάει επίσης το Θάνατο, ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης, σε μιαν ιδιότυπη εκδοχή της Νέκυιας, στο τελευταίο από τα δεκαοχτώ κείμενα αυτού του περίεργου και τόσο γοητευτικού λογοτεχνικού παιγνίου.
* Ο ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ είναι συγγραφέας και μεταφραστής.
Τελευταίο του βιβλίο, η νουβέλα «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
Ο συγγραφέας του Ζαά
Δεκαοκτώ άγνωστα κείμενα των ελληνιστικών χρόνων
Μτφρ. - Διασκευή - Σημειώσεις: Γιώργης Γιατρομανωλάκης
Άγρα 2019
Σελ. 152, τιμή εκδότη €13,50