Για τη νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου «Μαύρο νερό» (εκδ. Κίχλη).
Του Μάνου Κοντολέων
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει αποφασίσει στα τελευταία του βιβλία πως ο συγγραφικός τόπος του είναι η ορεινή και άγονη περιοχή της Ηπείρου και συγκεκριμένα τα ξεχασμένα χωριά του Πωγωνίου. Κάπου εκεί διαδραματιζόταν και η ιστορία της προηγούμενης νουβέλας του, της Τσότσιγια, αυτός είναι και πάλι ο χώρος που ζούνε οι ήρωες του νέου βιβλίου.
Θα προτιμήσουν στον τόπο τους να πεθάνουν, όχι μόνο γιατί δεν έχουν με άλλον διαφορετικό τρόπο μάθει να ζούνε, αλλά γιατί αισθάνονται πως δεν υπάρχουν αν αποκοπούν από το ταπεινό μα ολότελα δικό τους παρελθόν.
«Ένας πατέρας κι ο ανάπηρος γιος του, με όπλο την αγάπη που τρέφουν ο ένας για τον άλλον, παλεύουν να επιβιώσουν σ' ένα χωριό που ερημώνει, στα βουνά της Ηπείρου. Γύρω τους έχει συντελεστεί μια οικολογική καταστροφή· το νερό πλέον δεν πίνεται, τα ζώα και τα φυτά είναι δηλητηριασμένα». Με αυτά τα λόγια (δάνειο από το οπισθόφυλλο της έκδοσης) ο αναγνώστης ξεκινά την ανάγνωση και πολύ σύντομα θα αφεθεί στη γοητεία μιας αφήγησης που είναι σε όλο της το εύρος χρωματισμένη με μαύρες και γκρι αποχρώσεις. Μια σκοτεινή ιστορία επιβίωσης ανθρώπων που ένα απόμακρο κράτος τους εγκαταλείπει, αφού πρώτα τους έχει αφαιρέσει το παρελθόν τους. Ο τόπος τους υπήρξε θύμα μιας αλόγιστης μα και αποτυχημένης τεχνολογικής εκμετάλλευσης, και εκεί όπου κάποτε μια μικρή κοινωνία ζούσε, τώρα έχουν απομείνει ελάχιστα άτομα – όλοι τους ηλικιωμένοι και γέροι και μαζί τους ένας ανάπηρος έφηβος.
Μια χούφτα άνθρωποι που σε πείσμα κάθε τεχνοκρατούμενης λογικής αρνούνται να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Σχεδόν όλοι τους –ο καθένας με τη σειρά του– θα προτιμήσουν να πεθάνουν στον τόπο τους, όχι μόνο γιατί δεν έχουν με άλλον διαφορετικό τρόπο μάθει να ζούνε, αλλά γιατί αισθάνονται πως δεν υπάρχουν αν αποκοπούν από το ταπεινό μα ολότελα δικό τους παρελθόν.
Μια κοινωνία που αντιστέκεται ή που αυτοκτονεί; Ο Μακρόπουλος δεν θέλει να πάρει θέση. Καθώς περιγράφει τις αποφάσεις του καθενός, δείχνει πως τις σέβεται είτε αυτές οδηγούν στον συμβιβασμό είτε στην ολοκληρωτική άρνηση. Γιατί, τελικά, ο άνθρωπος που γεννήθηκε μέσα στην παρθένα φύση, τη δική της μοίρα ακολουθεί – όταν αυτή συμβιβάζεται, συμβιβάζεται κι εκείνος, όταν αυτή αντιστέκεται ή πεθαίνει, το ίδιο κι αυτός πράττει.
Το κείμενο διαθέτει τη γνωστή λιτή μα και δυνατή γραφή του Μακρόπουλου. Μα και την ελεγχόμενη συναισθηματικότητά του. Γραφή ορεινή – κάπως έτσι θα τη χαρακτήριζα.
Μα πέρα από μια τέτοια ανάγνωση της νουβέλας, αξίζει νομίζω να επιχειρήσει κανείς και μια συγκριτική ανάγνωση σε σχέση με την Τσότσιγια. Στη νουβέλα του 2017 οι πρωταγωνίστριες είναι μια μάνα και μια κόρη που βρίσκονται αντιμέτωπες με μια φαλλοκρατική καταπίεση εντός οικογενειακής δομής. Εκεί τη λύση-κάθαρση θα τη φέρει μια άλλη γυναικεία μορφή που θα έχει τα διακριτικά ονειρικής παρουσίας. Στο Μαύρο νερό έχουμε άντρες ως πρωταγωνιστές οι οποίοι θα αντιμετωπίσουν την αναλγησία μιας κοινωνίας που με φαλλοκρατική υπεροψία ασεβεί. Αλλά και πάλι τη λύση-κάθαρση θα τη φέρει μια γυναίκεια μορφή. Όχι όμως με μεταφυσική οντότητα, αλλά απολύτως γήινη.
Ο Μακρόπουλος –αυτή τη συγκριτική ανάγνωση των δύο κειμένων επιλέγω– προκρίνει ως κατάθεση λύτρωσης απέναντι σε μια ατομική ή συλλογική βίαιη ανδροκρατούμενη συμπεριφορά, τη θηλυκή οντότητα-θεά, όραμα ή γυναίκα, έστω και άρρωστη. Είναι χαρακτηριστικές οι τελευταίες φράσεις στο Μαύρο Νερό:
Μες στη νύχτα, εκείνη μπήκε στην κάμαρα του Πατέρα και πλάγιασε δίπλα του.
«Είμαι άρρωστη», του ‘πε σιγανά. Κι έπειτα: «Όσο κρατήσει…».
Πέρα από την όποια μορφής ανάγνωση, το κείμενο διαθέτει τη γνωστή λιτή μα και δυνατή γραφή του Μακρόπουλου. Μα και την ελεγχόμενη συναισθηματικότητά του. Γραφή ορεινή – κάπως έτσι θα τη χαρακτήριζα.
* Ο ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η Κασσάνδρα στη μαύρη άμμο» (εκδ. Πατάκη).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία του © Μιχάλη Μακρόπουλου.
Μαύρο νερό
Μιχάλης Μακρόπουλος
Κίχλη 2019
Σελ. 80, τιμή εκδότη €10,00