Για τη συλλογή διηγημάτων της Μαρίας Στασινοπούλου «Χαμηλή Βλάστηση – Θάμνοι, Πόες και Μπονσάι» (εκδ. Κίχλη).
Του Δημήτρη Βαρβαρήγου
Χαμηλή βλάστηση, το δεύτερο βιβλίο της φιλολόγου, δοκιμιογράφου, κριτικoύ λογοτεχνίας και πεζογράφου, Μαρίας Στασινοπούλου. Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν ιστορίες από την καθημερινότητα. Ιστορίες γνωστές και φαινομενικά απλές, αλλά πολύ ουσιαστικές με τον τρόπο που τις απέδωσε η συγγραφέας. Ιδιαιτερότητά τους αποτελεί η μικρή φόρμα, η οποία κρύβει πάντα μια μεγάλη δυσκολία, την πρόκληση να πει μέσα σε λίγες αράδες όσα πιθανόν να λέγονται σε μερικές σελίδες.
Ιδιαιτερότητά τους αποτελεί η μικρή φόρμα, η οποία κρύβει πάντα μια μεγάλη δυσκολία, την πρόκληση να πει μέσα σε λίγες αράδες όσα πιθανόν να λέγονται σε μερικές σελίδες.
Η Μαρία Στασινοπούλου τόλμησε να αντιμετωπίσει αυτή τη δύσκολη εκφορά γραφής αποτυπώνοντας στο χαρτί τα συναισθήματα, τις πράξεις κι εκείνες τις πρακτικές που εμπλέκονται με ήθη και συνθήκες, όπως ενυπάρχουν και βιώνονται στις ζωές των ανθρώπων, μαζί με τις μύχιες σκέψεις τους, με μια χρηστική γλώσσα απολύτως σαφή και κατανοητή. Αυτή η στρωτή θεματική διατύπωση είναι και η επιτυχία του βιβλίου να μεταδίδει τις έννοιες –σε καθεμία ξεχωριστή αφήγηση– με το σημερινό ύφος απόδοσης και σκέψης, όπως όλοι μας άλλωστε, με όσα ζούμε τα αντιμετωπίζουμε – πιθανώς, με τον ίδιο τρόπο.
Από την πρώτη σελίδα είναι εμφανής η έντονη διάθεση της συγγραφέως να μην ξεφύγει στην εξιστόρηση από την καθαρή, μεστή, συνοπτική και αρκετές φορές ρεαλιστική απόδοσή της, αλλά και με την αναγκαία πνοή για την αναζήτηση του ευ να υποφώσκει έντονα σε όλα τα περιστατικά των κειμένων. Γραφή που δημιουργεί ένα ιδιαίτερο ύφος μέσα στην έτσι κι αλλιώς πλούσια ελληνική γλώσσα. Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες: «Θάμνοι», «Πόες» και «Μπονσάι», ανάλογα με το μινιμαλιστικό εύρος της καθεμίας, δηλαδή με την απόρριψη των περιττών στοιχείων, ως χρήστης και δημιουργός μιας γλωσσικής γεωμετρίας που κερδίζει τον αναγνώστη από το πρώτο κιόλας κείμενο.
Μικρές ιστορίες που διαβάζοντάς τες ανακαλύπτεις πράγματα πίσω από το φαινομενικό γεγονός. Ανακαλύπτεις πως μέσα σε λίγες αράδες υπάρχει ένας κόσμος γεμάτος στιγμιότυπα και πράξεις από την καθημερινή ζωή, που περιμένει να τον ανακαλύψεις με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Η Στασινοπούλου γράφει για περιστατικά που της έκαναν εντύπωση. Απλά καθημερινά συμβάντα, που στο καθένα όμως ενυπάρχει μια προέκταση που οδηγεί στον βαθύτερο πυρήνα τους. Η συνοπτική αναφορά δεν μειώνει σε καμία περίπτωση το ύφος απόδοσης των ιστοριών. Αντίθετα επικεντρώνεται στην ουσία του θέματος, ίσως στην κορύφωσή του, στο σημείο, δηλαδή, που βρίσκεται όλη η ένταση και η ορμή του μύθου.
Γράφει στη σελίδα 88 από την ενότητα «Μπονσάι» με τίτλο:
Πάντα ήθελα να ξέρω τι κάνεις, τι σκέφτεσαι, πού πας. Στην αρχή από έρωτα, έπειτα από ενδιαφέρον, ύστερα από συνήθεια, κάποτε από ζήλια. Μπορεί να ευθυνόταν γι’ αυτό η ανασφάλειά μου. Κάνε, επιτέλους, ό,τι θέλεις. Βαρέθηκα μια ζωή να παρακολουθώ δυο ζωές.
«Κάνε ό,τι θέλεις»
Πόσο μεστός λόγος, μέσα σε αυτές τις λιγοστές λέξεις να αναλύεται το ψυχικό υπόβαθρο μιας ολόκληρης και μεγάλης χρονολογικά πορείας ενός ανθρώπου σε σχέση. Και γίνεται άμεσα κατανοητή από τον αναγνώστη γιατί άγγιξε τον πυρήνα του ζητήματος. Ένας πυρήνας που υπάρχει σε όλους μας και προκαλεί την ταύτιση.
Καθόλου εύκολη η περιεκτική φόρμα που ακολούθησε στη Χαμηλή βλάστηση, έρχεται όμως η στέρεη γραφή να προσδώσει εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες που χτίζουν τη γενική εντύπωση με περισσότερο συναίσθημα, σαν να δροσίζει τις ρίζες τους, να τις κάνει να ανθίζουν κι από χαμηλή, αλληγορικά, βλάστηση, να ψηλώνουν, μέσα απ’ το πλούσιο πνεύμα και τη δυναμική της γραφής καθώς μιλάει για αλήθειες της ζωής συνταιριασμένες με φαντασία, υπαινικτικό χιούμορ, διάχυτο συναίσθημα και τρυφερή ειρωνεία απέναντι στην ουτοπία της ίδιας της πραγματικότητας.
Η Μαρία Στασινοπούλου |
Οι ιστορίες είναι γραμμένες με συνέπεια, όπου κάθε ενεργούμενος λόγος απορρέει από το κύριο ψυχικό γνώρισμα και τις μοναδικές ανθρώπινες συμπεριφορές και αποκλίσεις, γεμάτες από γεγονότα που αναζητούν και υφαρπάζουν το άμεσο ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Ο έρωτας, η αγάπη, ο χρόνος, η φθορά, ο θάνατος κατατίθενται με ευχέρεια γνώσεως, ως να πρόκειται για βιωματικό τρόπο κι όχι αυτοβιογραφικό. Είναι λαθεμένη η εντύπωση που υπάρχει για τους συγγραφείς να τους ταυτίζουν με το εκάστοτε ιστορούμενο έργο τους. Ωστόσο, η συγγραφέας με την αψεγάδιαστη γραφή της έχει καταφέρει να οδηγήσει τον αναγνώστη σε μια τέτοια οδό· κι αυτή είναι η επιτυχία του βιβλίου. Γιατί οι ιστορίες είναι γραμμένες με συνέπεια, όπου κάθε ενεργούμενος λόγος απορρέει από το κύριο ψυχικό γνώρισμα και τις μοναδικές ανθρώπινες συμπεριφορές και αποκλίσεις, γεμάτες από γεγονότα που αναζητούν και υφαρπάζουν το άμεσο ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Και στις τρεις ενότητες, οι ιστορίες καταλήγουν σε έκπληξη. Πολύ διαδεδομένη αυτή η κατάληξη ειδικά στο διήγημα. Το στοιχείο της έκπληξης επιτυγχάνεται με την αποσιώπηση ή την απόκρυψη κάποιας ζωτικής πληροφορίας, η οποία συνήθως παρουσιάζεται στην τελευταία πρόταση. Η πληροφορία αυτή μπορεί να αναφέρεται στη χαρακτηριστική ανταπόκριση του κεντρικού ήρωα ή να εξηγεί το πώς προέκυψε κάποια συγκρουσιακή δοκιμασία. Γράφει στο «Γενέθλιον ήμαρ»:
Σήμερα έχει γενέθλια ο Νικήτας Παρίσης, βοηθήστε τον να γιορτάσει τα γενέθλιά του. Σκεφτήκαμε ότι δεν θα θέλατε να χάσετε την ευκαιρία να του ευχηθείτε Χρόνια Πολλά, με πληροφορούσε το facebook πρωί πρωί την ημέρα της κηδείας του.
Δεν έχει σημασία ποιο συστατικό πλοκής θα τραβήξει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ίσως το θέμα ή ο ήρωας ή μια κατάσταση. Σημασία έχει ότι όλες οι ιστορίες θα σας μαγέψουν γιατί είναι αληθινές, όμοιες με αυτές που ζούμε όλοι μας.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΑΡΒΑΡΗΓΟΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, το μυθιστόρημα «Anima mia» (εκδ. Εντύποις).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ