Του Αλέξη Ζήρα
Αν ισχύει και δεν είναι κι αυτό μία ακόμα επινόηση του συγγραφέα, ανάμεσα στις τόσες ακραίες επινοήσεις, που ξέρουμε από τα προηγούμενα βιβλία του ότι τις αγαπά πολύ, το περιστατικό που περιγράφει με συντομία ο Ανδρέας Μήτσου στο οπισθόφυλλο
του «Αγαπημένου των μελισσών» (Καστανιώτης) είναι το απλούστερο έναυσμα που θα μπορούσε να υπάρξει για μια μυθοπλασία. Ένας μεσήλικας επιτίθεται σε έναν νεότερο άντρα την ώρα που κάνουν το απογευματινό θαλάσσιο μπάνιο τους. Χωρίς να υπάρχει κάποιος φανερός λόγος, τον αρπάζει από τον λαιμό και προσπαθεί να τον στραγγαλίσει, οπότε ο νεότερος και δυνατότερος τον ακινητοποιεί και τον παραδίδει στην αστυνομία. Αυτό είναι όλο. Ένα τελείως ασήμαντο γεγονός, από αυτά που συμβαίνουν κατά δεκάδες καθημερινά. Κι όμως, από αυτό το σχεδόν επουσιώδες ακόμα και να αναφερθεί περιστατικό ξεκινάει ο Μήτσου για να χτίσει την περίπου αδιανόητη και σπρωγμένη στα άκρα μυθοπλασία του.
Με το να προσθέτει κομμάτι στο κομμάτι τα μέρη μιας εξωφρενικής, βαθύτατα παράλογης ιστορίας, η οποία όμως, αν γνωρίζουμε κάπως την τυπολογία και τα γενετικά χαρακτηριστικά πολλών προηγούμενων ιστοριών του, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Θέλω να πω ότι και τούτο, το σχετικά δύσκολο στην προσπέλασή του αφήγημα έχει στη βάση και στα έγκατά του την παράδοξη, λοξή ματιά του Μήτσου, με την οποία πολλές φορές έχει αναποδογυρίσει τα απλούστερα και έχει δημιουργήσει στον αναγνώστη μια αίσθηση ανοικειότητας, αποξένωσης. Σε αρκετά από τα πεζά του ‒τουλάχιστον στα πιο φιλόδοξα από αυτά‒ υψώνει απότομα, απροειδοποίητα μια μηχανή διάλυσης και καταστροφής της οικείωσής μας, εκεί που νομίζουμε ότι τα πάντα «βαίνουν καλώς» και τα παρακολουθούμε με χαλαρότητα. Από εκεί και πέρα, όλα όσα συμβαίνουν ως καταστάσεις στα πρόσωπα του Μήτσου, όπως τώρα στον «Αγαπημένο των μελισσών», στον Μπρούνο, στον Αριστείδη, στην Ευτέρπη, στη Λιβ και στην Μπριγκίτα, έχουν καθοριστεί πρωθύστερα από αυτή τη στιγμή της καταστροφής. Δηλαδή, τη στιγμή που ξυπνάει ένα δαιμόνιο σε κάποιο από τα πρόσωπα και το σπρώχνει να φύγει από τη συμβατική οδό, να ξεπεράσει τον εαυτό του. Να βγει από τον μοιραίο και ανούσιο ρόλο του και να γίνει ένας μικρός θεός.
Αυτή είναι άλλωστε μέσες άκρες η βαθύτερη ουσία της νουβέλας του Ανδρέα Μήτσου. Ο ελληνολάτρης, σουηδικής καταγωγής και ολλανδικής διαμονής Μπρούνο Γκούσταφσον, ενώ βρίσκεται μέσα στη θάλασσα της Ναυπάκτου, κεραυνοβολείται από την έμπνευση τού να γίνει ένας θεός. Να αλλάξει με μια αποφασιστική κίνησή του τη φορά του κύκλου της ζωής του, να σταματήσει τη χρονική της εξέλιξη, τη φθορά, τα γηρατειά. Να αναστείλει τελικά την έλευση του ίδιου του θανάτου του με το να παρατείνει σε βάθος χρόνου το παρόν του. Και την ίδια στιγμή να αλλάξει τα πεπρωμένα των άλλων, αφού με αυτή την απλή, όσο και παράλογη κίνησή του, να σκοτώσει τον Αριστείδη, τον υποτιθέμενο νεότερο εαυτό του και σωσία του, σπάζει τη φυσική ακολουθία των πραγμάτων, δίνοντάς τους ένα καινούργιο νόημα. Και, όντως, από τη στιγμή που εξαφανίζει τον Αριστείδη, ο οποίος περιέργως πηγαίνει προς το τέλος του μοιρολατρικά, λες και έχει αποδεχτεί τον ρόλο του θύματος σε ένα προκαθορισμένο και αναπότρεπτο σχέδιο, αλλάζει η μοίρα των ανθρώπων που ζουν γύρω από τον Μπρούνο. Το κατ’ αυτόν «ευεργετικό κακό» του δημιουργεί την αυταπάτη ότι είναι ένας μικρός θεός, ότι όλα εξαρτώνται από τις διαθέσεις και τις μηχανεύσεις του. Ως τη στιγμή που, μετά από χρόνια, καταλαβαίνει ότι ένα άλλο ανθρώπινο δαιμόνιο, αφυπνισμένο στον νου και στη φαντασία της εγγονής του, της Μπριγκίτα, αλλά ισχυρότερο από το δικό του, αναλαμβάνει αυτό τώρα, σα μια μορφή θεοδικίας, να επαναφέρει τα διασαλευμένα πράγματα στη φυσική τάξη τους και να αποδώσει δικαιοσύνη. Να πάρει πίσω τον χρόνο που είχε κλέψει ο Μπρούνο με τη δολοφονία του Αριστείδη και, επίσης, να τιμωρήσει την ηθική παρεκτροπή εκεί που όλα έμοιαζαν να έχουν μια κι έξω ρυθμιστεί από την αδικία, από την παράβαση του φονικού.
Όπως και σε άλλα βιβλία του –θυμίζω «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου» (1995), αλλά και το διήγημα «Σφήκες» από το ομότιτλο βιβλίο διηγημάτων του 2001–, ο Μήτσου δανείστηκε αρκετά μοτίβα, αρχαιοελληνικά και μεσαιωνικά, ανα-αφηγούμενος ιστορίες πάθους και ιερού φόβου. Στα «Ανίσχυρα ψεύδη» υπάρχει στο βάθος ο μύθος της οικογένειας των Ατρειδών, με τις μεταφορικές προσωποποιήσεις του Αγαμέμνονα, του Ορέστη, της Κλυταιμνήστρας, του Αίγισθου, της Ιφιγένειας κτλ. Στον «Αγαπημένο των μελισσών», τώρα, η αίσθηση του αρχέγονου είναι και πάλι έντονη, με διάσπαρτες νύξεις που μας παραπέμπουν στον θηβαϊκό κύκλο και στον Οιδίποδα. Όχι τόσο με τις συνεχείς ‒και μάλλον υπερβολικές στη συχνότητά και στην έκτασή τους, αχρείαστες κατά τη γνώμη μου‒ πλάγιες αναφορές στην αρχαία και στη νεότερη φιλοσοφία για τον χρόνο, τη λογική, το παράλογο κτλ. Αναφορές που βαραίνουν με μια ρητορική δυσκαμψία την όλη αφήγηση. Όσο κυρίως με το ότι η μυθοπλασία που επινόησε ο Μήτσου απαιτεί στην ανάπτυξή της ένα τελετουργικό, ιερουργικό ρυθμό. Στον νου και στη φαντασία του Μπρούνο όλα υπακούουν σε έναν αυστηρά δομημένο σχεδιασμό. Λόγου χάριν, αναζητά το κατάλληλο σημείο, ένα αρχαίο πηγάδι, για να οδηγήσει εκεί το «σφάγιό» του. Τόσο προσεγμένο και αρχιτεκτονημένο σχεδιασμό, ώστε να θεωρεί ότι η τάξη την οποία επέβαλε με τον φόνο του Αριστείδη, καθώς και όλα όσα παράχθηκαν στη συνέχεια από αυτόν, θα πρέπει να αντικρίζονται ως πράξεις κεκυρωμένες. Ως πράξεις απρόσβλητες από τον χρόνο και, πάνω απ’ όλα, ιερές από ηθική άποψη, καθώς πιστεύει πως έχοντας ξεπεράσει τον φόβο της παράβασης, έχοντας εγκληματίσει, έχει περάσει κάπου αλλού. Έγινε πλέον ένας άρχων του χρόνου, και επομένως του κόσμου!
Αλλά αυτή ακριβώς η ύψιστη μορφή παράβασης, της οποίας το μυστικό το ξέρει μόνο εκείνος, αυτή η μέσω του φόνου διασάλευση της φυσικής συνέχειας του κόσμου, δεν παύει να δουλεύει μέσα του ως ενοχή. Φαίνεται, αλλά δεν είναι άτρωτος. Και όπως άφησε ανοιχτό τον κύκλο του αίματος, με το κρυφό φονικό, στην αρχή της νουβέλας, έρχεται προς το τέλος η εγγονή του, η Μπριγκίτα, το ίδιο του το αίμα δηλαδή, να οδηγήσει με σιδερένια αποφασιστικότητα στην κάθαρση του δράματος. Στο κλείσιμο του εδώ και χρόνια ανοιχτού κύκλου. Αλλά με τίμημα τον θάνατο του παππού της Μπρούνο. Συνάλληλα με αυτό το ανακάτεμα θρύλων και προαιώνιων παραδόσεων, ελληνικών και ξένων, άλλοτε με δομική συνοχή και άλλοτε όχι, στη μυθοπλασία του Ανδρέα Μήτσου έχει βασικό ρόλο ο επίσης αρχέγονος μύθος της αείζωης ομορφιάς. Μπορούμε να δούμε την ιστορία του «Αγαπημένου των μελισσών» ως μια παραλλαγή του φαουστικού μύθου, καθώς ο μεσήλικας Μπρούνο δίνει τα πάντα για να κρατήσει άφθαρτη τη ζωή. Αλλά μήπως και ο φαουστικός μύθος δεν έχει άμεση σχέση με τον ανθρώπινο χρόνο, τον γειωμένο στην καθημερινότητα, αλλά και τον υπερβατικό;