Ο 40χρονος Χρήστος Οικονόμου είχε περάσει σχεδόν απαρατήρητος όταν επτά χρόνια πριν δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Γυναίκα στα κάγκελα» (Ελληνικά Γράμματα). Με το «Κάτι θα γίνει, θα δεις» όχι μονάχα ξεπερνάει τον «σκόπελο» του δεύτερου βιβλίου, αλλά κερδίζει μια διακριτή θέση στη σύγχρονη ελληνική διηγηματογραφία.
Του Κ.Β. Κατσουλάρη
Το βιβλίο αποτελείται από δεκάξι ιστορίες, οι οποίες έχουν τα εξής κοινά χαρακτηριστικά: Πρώτον, δεν είναι θραύσματα, ευρήματα, «κλεισίματα του ματιού», όπως είθισται να λέμε, αλλά ολοκληρωμένες εξιστορήσεις, μέσα από τις οποίες σκιαγραφούνται πλήρεις, συχνά περισσότεροι του ενός χαρακτήρες. Δεύτερον, όλες οι ιστορίες διαδραματίζονται στις υποβαθμισμένες δυτικές περιοχές της Αττικής –Δραπετσώνα, Πέραμα, Αμφιάλη, Κοκκινιά, Κερατσίνι κ.α.–, με τους ήρωες να φέρουν πάνω τους σαν στίγμα τη μικρότερη ή μεγαλύτερη φτώχεια τους, πάντοτε όμως δυσβάσταχτη, υλικά και ψυχικά. Τρίτον, και όχι λιγότερο σημαντικό, οι ήρωες αυτών των διηγημάτων, χωρίς ουδεμία εξαίρεση, είναι Έλληνες αναντάμ παπαντάμ. Οι «άλλοι», που έχουν τα τελευταία χρόνια στοιχειώσει την πολιτικά ορθή πεζογραφία μας, δεν φέρουν εδώ εξωτικά ονόματα. Ονομάζονται «Έλλη», «Λένα», «Γιάννης», «Άρης», «Τάκης», «Μιχάλης», «Έφη» – η μοίρα τους όμως είναι εξίσου σκληρή, αν όχι σκληρότερη με των μεταναστών.
Οι ήρωες του Οικονόμου είναι άμεσα αναγνωρίσιμοι, παρότι υποεκπροσωπούνται στη δημόσια σφαίρα. Δεν ανήκουν στην (όλο και λιγότερο) μεγάλη μεσαία τάξη, για το μέλλον της οποίας κόπτονται αναλυτές και πολιτικολογούντες, αλλά στα πραγματικά χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Είναι εργάτες, νοσοκόμες, χαμηλόμισθοι υπάλληλοι του ιδιωτικού τομέα, άλλοι πρώην, ορισμένοι νυν και αρκετοί οσονούπω άνεργοι. Παρότι ευαίσθητοι και οξυδερκείς, με ροπή προς μια ζωή βαθύτερη, ουσιαστικότερη, χωρίς καταναλωτικές μανίες και ακριβά πρότυπα, τα μεγαλύτερα προβλήματά τους σχετίζονται με την δυσοίωνη οικονομική και κοινωνική τους θέση. (Καιρό είχαμε να διαβάσουμε ελληνικό πεζογράφημα στο οποίο να επανέρχεται τόσο σταθερά η λέξη «φτώχεια» ή παράγωγά της.) Για παράδειγμα, το διήγημα με τον τίτλο «Για τους φτωχούς ανθρώπους» ξεκινάει με την εξής απλή και ταυτόχρονα σπαρακτική διαπίστωση: «Να σε διώχνουν από τη δουλειά είναι σαν κάταγμα»…
Ξένοι στον τόπο τους
Μόνο που οι φτωχοί του Οικονόμου δεν θυμίζουν σε τίποτε εκείνους του ’50 και του ’60. Στη σημερινή Ελλάδα δεν μπορείς πια να είσαι φτωχός και αξιοπρεπής. Φτώχεια ίσον ταπείνωση, εκμηδένιση, αλλοτρίωση. Το τελευταίο διήγημα της συλλογής έχει, από αυτή την άποψη, τον πλέον χαρακτηριστικό τίτλο, με το ζευγάρι των ηρώων να ετοιμάζεται να ξενιτευτεί στη Βουλγαρία («Χειρότερα αποδώ δεν θα ’ναι», λένε), αφού το σπίτι το οποίο νοικιάζουν στη Σαλαμίνα έχει δοθεί για απαλλοτρίωση: «Κομμάτι κομμάτι μού παίρνουν τον κόσμο μου»…
Συνθλίβονται υπαρξιακά όχι επειδή δεν αντέχουν το βάρος της ύπαρξης, αλλά επειδή δεν έχουν να πληρώσουν τη δόση της πιστωτικής κάρτας τους ή του δανείου τους ή δεν μπορούν να εξασφαλίσουν σωστό φαγητό στα παιδιά τους.
Ο τρόμος της απώλειας του σπιτιού, και συνεκδοχικά ενός «κόσμου», μιας ταυτότητας, είναι από τα μοτίβα που επανέρχονται. Στο ομότιτλο διήγημα, κι ενώ οι ήρωες φοβούνται ότι από μέρα σε μέρα η τράπεζα θα τους πάρει το σπίτι, η γυναίκα λέει: «Κάτι θα γίνει, θα δεις. Δεν παίρνουν έτσι τα σπίτια οι τράπεζες. Δεν είναι Αμερική εδώ». Στη συνέχεια ταυτίζεται με μια Ινδιάνα που βλέπει στην τηλεόραση να περιγράφει το πώς είχαν αποχαιρετίσει οι πρόγονοί της το δικό τους «σπίτι», τον τόπο τους, όταν τους τον έπαιρναν οι λευκοί. Εκείνη, ερωτηθείσα πώς τα ήξερε όλα αυτά, αφού είχαν γίνει πολλά χρόνια πριν, απαντά: «Η αλήθεια μιας ιστορίας δεν κρίνεται από τη συνάφειά της με την πραγματικότητα, αλλά από το ήθος της».
Και ίσως είναι αυτό που κάνει τους ήρωες του Οικονόμου τόσο τραγικούς, συγκινητικούς, μα ποτέ αξιολύπητους: Το ήθος τους. Ο αβίαστος, φυσικός, ταπεινός ανθρωπισμός του συγγραφέα διαχέει στον κόσμο τους ένα γλυκό παρηγορητικό φως. Από τον «πειραγμένο» Μάο, που ξενυχτάει για να φυλάει τη γειτονιά από τους κακοποιούς, μέχρι τα αδέλφια στον «Μολυβένιο στρατιώτη», και από την Έλλη του πρώτου διηγήματος μέχρι τη Νίκη του τελευταίου, τον Μιχάλη, που είναι παθιασμένος με την Ισπανία, όσο και τον Άρη, οι ήρωες είναι ευγενείς στην ψυχή, προετοιμασμένοι πνευματικά και ψυχικά για μια ζωή πληρέστερη από αυτή που τους έχει λάχει. Συνθλίβονται υπαρξιακά όχι επειδή δεν αντέχουν το βάρος της ύπαρξης, αλλά επειδή δεν έχουν να πληρώσουν τη δόση της πιστωτικής κάρτας τους ή του δανείου τους ή δεν μπορούν να εξασφαλίσουν σωστό φαγητό στα παιδιά τους. Συνθλίβονται επειδή κάνουν δουλειές χωρίς νόημα. Επειδή ντρέπονται που είναι φτωχοί. Φτωχοί και, παρόλα αυτά, τίμιοι, με το τελευταίο να μοιάζει με δυσβάσταχτο φόρο πολυτελείας.