Για τη νουβέλα της Μελανίας Δαμιανού «Λιτανεία του χρόνου» (εκδ. Κίχλη).
Του Δημήτρη Χριστόπουλου
Η Μελανία Δαμιανού στην πρώτη εκδοτική της απόπειρα μάς προσφέρει το δίχως άλλο μια αξιανάγνωστη μεταμοντέρνα νουβέλα έντεκα θρυμματισμένων και πολυφωνικών ιστοριών που διακόπτονται από θραύσματα σημειώσεων εν είδει ημερολογιακής γραφής. Ολιγοσέλιδο έργο (η πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέας δεν παίρνει το ρίσκο της μεγάλης σύνθετης φόρμας) που θεματοποιεί αλληγορικά το ζήτημα της αέναης επιστροφής του ανθρώπινου βίου στην κατάσταση της «γυμνής ζωής» που κάποια τελική λύση προκάλεσε. Οι δύο τελευταίες ενότητες («Θάνατος» και «Προφητεία») προσφέρουν στον προσεκτικό αναγνώστη το κλειδί για να ξεκλειδώσει το κείμενο. Στη Λιτανεία του χρόνου η συγγραφέας καταφεύγει σε ένα αλληγορικό παράλογο που παραπέμπει στο λογοτεχνικό είδος του φανταστικού. «Η φαντασίωση και η αλληγορία είναι, άλλωστε, χρήσιμα εργαλεία για να εκφραστεί μια δυσλειτουργική ζωή» κατά τον Δ. Τζιόβα. Ο τίτλος της νουβέλας με τη χρήση του θρησκευτικού κώδικα της λιτανείας αναπαριστά το τέλος, το πάγωμα του χρόνου, την αχρονία. Η σφαγή ως αδυσώπητο ορόσημο ανάμεσα στο χθες και το μετά.
Κύριος πρωταγωνιστής ο χωρόχρονος. Ο απροσδιόριστος χρόνος και χώρος. Κάπου. Κάποτε. Στο παρελθόν, στο παρόν, στο μέλλον; Κι από κοντά τα πρόσωπα. Ως φορείς λειτουργιών.
Κύριος πρωταγωνιστής ο χωρόχρονος. Ο απροσδιόριστος χρόνος και χώρος. Κάπου. Κάποτε. Στο παρελθόν, στο παρόν, στο μέλλον; Κι από κοντά τα πρόσωπα. Ως φορείς λειτουργιών. Ανώνυμα, φασματικά, χωρίς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, σχεδόν άφυλα. Ο τόπος ως κάτοπτρο της ψυχικής ερήμωσης. Το όλο σκηνικό φανερώνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε έναν χώρο από τον οποίο απουσιάζουν τα τοπωνύμια, τα ανθρωπωνύμια και τα χρονωνύμια. Αυτή η ανωνυμία και η απροσδιοριστία ως συγκεκριμένη συγγραφική επιλογή αναδεικνύει τη μυθοπλαστική αναπαράσταση ως τρόπο συνεχούς επικαιροποίησης του έργου σε κάθε εποχή. Έναν τρόπο μετάβασης από το τοπικό και περιορισμένο στο γενικό και το οικουμενικό.
Μια χαμένη πόλη/χώρα άξενη, χωρίς όνομα, που καταστρέφεται ολοσχερώς από τους εχθρούς, τους πολιορκητές και τους φονιάδες που μοίραζαν θάνατο, «αθόρυβοι, σαν αγέλη ερπετών». Μισθοφόροι οι περισσότεροι – φαΐ, πιοτό και πλιάτσικο. «“Σκότωσε, άρπαξε, κάψε”, μας έλεγαν πριν από τις μάχες» λέει ο «φονιάς». Φωτιά και τσεκούρι. Μακελειό. Κομμένα κεφάλια. Η βία παρούσα στο προσκήνιο της ιστορίας. Ο πόλεμος. Ο μέγας διδάσκαλος. Φιδάκια που σέρνονται στα χαλάσματα. Ο φασισμός, τυφλωμένος από την εξουσία του θανάτου, θρυμματίζει τις αυταπάτες. Ο αέρας σάπιος. Σταματημένος. Ο χρόνος παγώνει («μια άλλη μέρα», «ακόμη μια μέρα», «τι μέρα είναι σήμερα», «τη νύχτα που δόθηκε η διαταγή»). Μέσα σε τρεις μέρες ολοκληρώθηκε η καταστροφή. Μόνο εκτοπλάσματα περιφέρονται ανάμεσα στα ερείπια, χωνεμένα στο σκοτάδι, αθέατα. Ζουν και ξαναζούν τη νύχτα της σφαγής. Η πόλη, «ένας ξεχερσωμένος τάφος», παγιδευμένη στο σιωπηλό κενό. Ένα τραγούδι ακούγεται, υποψία ότι ο κόσμος δεν έχει χαθεί, ότι δεν έχει ολοκληρωτικά βουβαθεί.
Έρχεται κάποτε η γαλήνη. Φυσάει ανάμεσα στα χόρτα ένα αεράκι ευγενικό κι αδιάφορο. Οι μνήμες σιγοτρέμουν ασταθείς, τσαλακωμένες από του καιρού τ’ αδιάκοπα περάσματα.
Ο Ιταλός φιλόσοφος G. Agamben και επιμελητής των έργων του Μπένγιαμιν εξετάζει στο πλαίσιο του βιοπολιτικού πεδίου την ευαλωτότητα της ανθρώπινης ζωής όταν αυτή βρίσκεται σε διαρκή απειλή θανάτου. Η μετατροπή της ανθρώπινης ζωής σε «γυμνή ζωή», δηλ. σε ζωή χωρίς δικαιώματα, ευάλωτη σε καταπίεση και υποτέλεια συναντάται στο κατεξοχήν νεωτερικό πολιτικό πεδίο εφαρμογής της συγκεκριμένης βιοπολιτικής: στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, κι εδώ, στη Λιτανεία του χρόνου, σε μια κατεστραμμένη πόλη/χώρα όπου κυκλοφορούν φαντάσματα δίχως μνήμη, φαντάσματα που το μόνο τους όπλο είναι η προσπάθεια να θυμηθούν τη ζωή πριν από την άλωση της πόλης από τους εχθρούς.
Ο λιποτάκτης, η αναγνώστρια, ο κατάδικος, ο μουσικός, ο κρυμμένος, ο φονιάς, ο καλόγερος, ο κυνηγημένος, ο δραπέτης, όλοι αυτοί είναι μάλλον τυπικοί χαρακτήρες παρά εξατομικευμένοι, γεγονός που δεν τους καθιστά λιγότερο αξιομνημόνευτους. Βυθισμένοι σε δαιμονικά οράματα, σακάτηδες, ζωντανοί-νεκροί μιλούν με γλώσσα πυρετική, ασθμαίνουσα για τους εφιάλτες που τους στοιχειώνουν.
Υπάρχουν βιβλία με ενδιαφέρουσα πλοκή. Κι άλλα με ανάγλυφους χαρακτήρες, κατασκευασμένους με αληθοφάνεια. Οι διαδικασίες που ακολουθούν οι συγγραφείς για το πλάσιμο των χαρακτήρων, ώστε να είναι αληθοφανείς, ακολουθούν δύο δρόμους: την εξατομίκευση και την τυποποίηση. Η Δαμιανού είναι φανερό ότι επιλέγει τη δεύτερη στρατηγική. Ο λιποτάκτης, η αναγνώστρια, ο κατάδικος, ο μουσικός, ο κρυμμένος, ο φονιάς, ο καλόγερος, ο κυνηγημένος, ο δραπέτης, όλοι αυτοί είναι μάλλον τυπικοί χαρακτήρες παρά εξατομικευμένοι, γεγονός που δεν τους καθιστά λιγότερο αξιομνημόνευτους. Βυθισμένοι σε δαιμονικά οράματα, σακάτηδες, ζωντανοί-νεκροί μιλούν με γλώσσα πυρετική, ασθμαίνουσα για τους εφιάλτες που τους στοιχειώνουν. «Περιπλανιέμαι όσο αντέχω» θα πει ο λιποτάκτης, «Απόψε κοντά στη γέφυρα είδα ένα σκυλί. Ήταν φοβισμένο, σαν κι εμένα. Το φώναξα κι εκείνο λύγμισε κι άρχισε να τρέχει προς τις βουλιαγμένες αποβάθρες».
Από τα κατεστραμμένα δημόσια κτίρια αυτής της πόλης η ματιά της Δαμιανού στέκεται στην καμένη Βιβλιοθήκη – όχι τυχαία. Για την «αναγνώστρια», το εξομολογούμενο πρόσωπο, ο χώρος αυτός γίνεται το σπίτι της και η ίδια ο φύλακάς του. Αποπειράται να θυμηθεί την οσμή του χαρτιού, τους αναγνώστες και τους βιβλιοθηκάριους, τις ράχες των βιβλίων, τους αρχαίους χάρτες. Πώς θα είναι, άραγε, ένας κόσμος χωρίς βιβλία, όταν μονάχα ένα βιβλίο θα έχει σωθεί μα θα είναι άγραφο; Πώς θα είναι η ζωή όταν δεν θα υπάρχει ένα φλάουτο (το τραγούδι, η ποίηση), ανέγγιχτο από τη φωτιά, να ζεσταίνει την γκρίζα και παγωμένη μας ζωή;
Ο «καλόγερος» που αναζητά τον θεό/τύραννο της Δυστυχίας, του Πένθους, της Οδύνης, του Φόβου, του Θανάτου. Ο πρωτεϊκός θεός που άλωσε την ψυχή του ανθρώπου και τον κατοικεί ως μελανό σημάδι, ανεξίτηλο. Και ο καλόγερος που απαλλάσσεται από τη φριχτή αιχμαλωσία, καταφεύγει στα μαύρα σπήλαια μέχρι το πλήρωμα του χρόνου. Ο «κυνηγημένος» που σκαρφαλώνει στα δέντρα σφίγγοντας τα δόντια του και στο τέλος πέφτει νεκρός «δίπλα στο πουλί, που ακόμα σπαρταρούσε». Ο «δραπέτης» που χώνει υγρό χώμα στο στόμα του για να ξεγελάσει τη δίψα του. Τέλος, ο «Θάνατος» ως κήρυκας που βγάζει την αδυσώπητη απόφαση: είναι όλοι τους νεκροί. Και οι νεκροί είναι τυφλοί. Ονειρεύονται ότι βλέπουν όνειρα. Καταδικασμένοι να περιφέρονται για να περισώσουν ασύνδετα σπαράγματα μνήμης. «Σαν ψάρια της αβύσσου σ’ έναν κατάμαυρο ωκεανό».
Εκεί, στη no man’s land, χτυπά η καρδιά του μέλλοντος. Και η χαμένη πόλη τι θ’ απογίνει άραγε; «… θα ξαναγίνει αόρατη στους αχανείς βάλτους του παρελθόντος. Θα γίνει πάλι ένα στοιχειωμένο τραγούδι που μετατρέπει τους αγρούς σε δάσος αδιαπέραστο και τα νερά σε λασπωμένους καταρράχτες».
Διαβάζοντας απνευστί τη νουβέλα, δεν ξέρω γιατί, άκουγα διαρκώς τους στίχους του Μπρεχτ από το ποίημά του «Όταν έρχονται και πέφτουν σαν βροχή τα εγκλήματα»:
Ένα, το δίχως άλλο, συνεκδοχικό σκηνικό, ένας μικρόκοσμος-προβολή για το μέλλον. Για τα εγκλήματα, που όταν δεν μιλάμε γι’ αυτά γίνονται αόρατα. Για την αγάπη, που όταν δεν μιλάμε γι’ αυτήν παύει να υπάρχει.
Η Δαμιανού με το πρωτόλειό της και το εφιαλτικό –χιτσκοκικό θα έλεγα– σκηνικό που στήνει, αφήνει ισχυρές υποσχέσεις, με ένα βιβλίο που μπορεί να διαβαστεί ως αλληγορική προειδοποίηση για το ζοφερό αύριο. Ένα, το δίχως άλλο, συνεκδοχικό σκηνικό, ένας μικρόκοσμος-προβολή για το μέλλον. Για τα εγκλήματα, που όταν δεν μιλάμε γι’ αυτά γίνονται αόρατα. Για την αγάπη, που όταν δεν μιλάμε γι’ αυτήν παύει να υπάρχει. Η γραφή ως κραυγή. Και ο συγγραφέας, ένας ακροβάτης «που γλίστρησε στο κενό» και η πτώση του ακόμα διαρκεί.
«Αν σταματήσω να γράφω, θα ξεχάσω ποια είμαι» λέει η «αναγνώστρια». Νά, λοιπόν, ένας λόγος που γράφει η συγγραφέας. Η γραφή ως συντηρητής της μνήμης και της ταυτότητας. Γράφω για να υπάρχω. Η γραφή ως τρόπος να ζει κανείς. Και ο/η συγγραφέας γράφει διαρκώς ένα βιβλίο που βρίσκεται μέσα του/της, «ένα παλίμψηστο φθαρμένο και δυσανάγνωστο», για να διασώσει τη μνήμη. Τον εαυτό του/της. Τον κόσμο. Ο/η συγγραφέας ως μάρτυρας, λησμονημένος απ’ όλους. Απ’ το παράθυρο του κελιού του/της, που βρίσκεται σ’ ένα απέραντο νεκροταφείο, γράφει για τα παρελθόντα, τα παρόντα, τα μέλλοντα. Με ένα μαύρο φτερό «γράφει για όλα αυτά που δεν θα τα μάθει κανείς». Σημείο αναφοράς η σφαγή, η άλωση, ο αφανισμός. Και τότε ο χρόνος γίνεται ένας. Άχρονος. «Σημαδεύει τα θηράματα, δένει βαθύ κόκκινο νήμα στους αστραγάλους τους, για να μπορεί να ξεχωρίζει ποιους θα σπρώξει μέσα στο χαντάκι και ποιους θ’ αφήσει λίγο ακόμα να ξεγελαστούν».
Το άρτια επιμελημένο από τη Γιώτα Κριτσέλη βιβλίο στολίζει στο εξώφυλλο μια ευφάνταστη, σχεδόν ανάγλυφη, φωτογραφία της ίδιας της συγγραφέως.
* Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Σπουδή στο κίτρινο» (εκδ. Το Ροδακιό).
→ Στην κεντρική εικόνα, φωτογραφία της © Kasia Derwinska.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Στραγγίζω το νερό που σιγοτρέχει από τους τοίχους, τρώω τις λειχήνες και τα βρύα που ξεφυτρώνουν στις γωνιές. Κι ακούω τα πουλιά. Σαν να φτεροκοπούν δίπλα μου, σαν να ραμφίζουν απαλά το άδειο μου χέρι».