Για το βιβλίο με κείμενα του Fernando Pessoa, Ω Λισαβόνα, σπίτι μου! (μτφρ. Μαρία Παπαδήμα, εκδ. Gutenberg).
Του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου
Η εικόνα του Πεσσόα διάσπαρτη με λέξεις πάνω σε λευκό χαρτί, όπως δεσπόζει και της Λισαβόνας η εικόνα επιβλητικά και μονοπωλιακά στη λευκότητα του φαντασιακού τοπίου του Πεσσόα – αυτό είναι το εξώφυλλο του καλαίσθητου βιβλίου των εκδόσεων Gutenberg, μιας συλλογής κειμένων του σπουδαίου Πορτογάλου, που σκοπό έχει να αναδείξει και να υπογραμμίσει τον τρόπο που η πρωτεύουσα της Πορτογαλίας καθόρισε τη ζωή και τη σκέψη του ποιητή, χωρίς μακροσκελείς αναλύσεις αλλά κυρίως μέσω των ίδιων των λεκτικών γεννημάτων του ακατάπαυστα ανήσυχου νου του. Αυτές οι τυχαίες λέξεις μού υπαγορεύτηκαν από την απέραντη έκταση της πόλης, ιδωμένης υπό το οικουμενικό φως του ήλιου από το ύψωμα του Σάο Πέδρο ντε Αλκάνταρα.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε έξι κεφάλαια, με γραπτά των ετερώνυμων Αλβάρο ντε Κάμπος, Αλμπέρτο Καρέιρο και Μπερνάντο Σοάρες, καθώς και με προσωπικές σημειώσεις και αλληλογραφία του Πεσσόα.
Μέσα από τα ανθολογημένα κείμενα, ο ποιητής, ακούσια και αναπότρεπτα, στήνει μια δαιδαλώδη συναισθηματικά τοπογραφία, ένα ασύμμετρο και χαοτικό αρχιτεκτόνημα στο οποίο όλα μπορούν να συμβούν, τίποτα δεν υπάρχει, ο χρόνος εμπεριέχει τα πάντα ταυτόχρονα και παγωμένος ορίζει τις ζωές των ανθρώπων που την κατοικούν διαβαίνοντας μηχανικά τους δρόμους, με τις πλάτες τους απαθώς στραμμένες ο ένας στον άλλον.
Ο Πεσσόα γεννήθηκε στη Λισαβόνα και, αφού έζησε μερικά από τα παιδικά του χρόνια στη Νότια Αφρική, επέστρεψε στη γενέτειρά του το 1905 και δεν την εγκατέλειψε ποτέ: έζησε και έγραψε σε αυτήν, πέθανε σε αυτήν.
Ο Πεσσόα γεννήθηκε στη Λισαβόνα και, αφού έζησε μερικά από τα παιδικά του χρόνια στη Νότια Αφρική, επέστρεψε στη γενέτειρά του το 1905 και δεν την εγκατέλειψε ποτέ: έζησε και έγραψε σε αυτήν, πέθανε σε αυτήν. Η σχέση του με την πόλη είναι φανερή στο ευρύτερο έργο του, στο συγκεκριμένο βιβλίο όμως, με τη συνειδητή σταχυολόγηση των κειμένων και την τοποθέτησή τους σε ένα πυκνό τομίδιο, αναδεικνύεται γιγαντωμένη, αφοπλιστική, συγκινητική, σχεδόν μονομανής μέσα στην τρυφερότητά της, λάμπει με όλες τις γοητευτικές της αποχρώσεις και συμπαραδηλώσεις, καταλήγοντας ένα ιδιότυπο ερωτικό ρομάντζο, με όλες τις γνωστές αγκυλώσεις και ψευδαισθήσεις που επιτάσσει κάθε παθιασμένο ειδύλλιο.
Ο ποιητής, διαρκώς αποκαμωμένος, φοβικός, διακρίνοντας τη ματαίωση στο καθετί, περιχαρακώνεται στην πόλη του, στο γραφείο του, στην κοινοτοπία του καθημερινού και της εργασίας. Ακόμα και η ιδέα ενός ταξιδιού τον εξουθενώνει, αδυνατεί να αντιληφθεί τη χρησιμότητά του. Για αυτόν, για να νιώσει την απόλαυση και τον τρόμο της ταχύτητας αρκεί το τραμ, από το οποίο βγαίνει κατάκοπος κάθε φορά σαν να έζησε εκεί μέσα μια ολόκληρη ζωή – μια πρόχειρη και χοντροκομμένη χρονομηχανή.
Αυτή του η στάση δεν είναι τίποτα άλλο από μια πρόφαση, ένα προκάλυμμα, καθώς ο ποιητής έτσι θολώνει τα νερά γύρω από τον φόβο του για το άγνωστο, την επιφύλαξή του μπροστά στην αναμέτρηση με καθετί καινούργιο.
Ωστόσο, αυτή του η στάση δεν είναι τίποτα άλλο από μια πρόφαση, ένα προκάλυμμα, καθώς ο ποιητής έτσι θολώνει τα νερά γύρω από τον φόβο του για το άγνωστο, την επιφύλαξή του μπροστά στην αναμέτρηση με καθετί καινούργιο. Άλλωστε, καμιά φορά το ομολογεί: Η ευαισθησία για το καινούργιο μού προκαλεί αγωνία: νιώθω ήρεμος μόνο εκεί που έχω βρεθεί.
Υπό το πρίσμα αυτό, ο ποιητής συμβιβάζεται. Επιλέγει, ορθότερα, να μείνει ένας επαρχιώτης με πνεύμα κοσμοπολίτικο, ένας κάτοικος της μίας πόλης την οποία όμως διευρύνει και τανύζει με έντεχνες κινήσεις των δακτύλων, για να σκεπάσει όλη την υδρόγειο και πάνω της να γράψει. Εξάλλου: Αν δεν υπάρχει ελευθερία μέσα μου, δεν υπάρχει για μένα σε κανένα μέρος.
Ο Πεσσόα ωστόσο δεν εθελοτυφλεί ούτε κατασκευάζει ιδανικές πολιτείες. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, αυτός ο σκαπανέας της αλήθειας και των οδυνηρών διαπιστώσεων, που ρουφάει λαίμαργα το μεδούλι της διηνεκούς πραγματικότητας όσο πικρό κι αν είναι. Ξέρει πως αν σηκώσει τα μάτια του θα δει τις άθλιες σειρές των σπιτιών, τα βρόμικα παράθυρα και τις γελοίες μπουγάδες να ανεμίζουν, όμως δεν είναι πρόθυμος να θυσιάσει και τα τελευταία ψήγματα γαλήνης που του έχουν απομείνει για αυτές τις μικρότητες που δεν προσθέτουν ή αφαιρούν καθόλου από την αδιαμφισβήτητη ματαιότητα που σκεπάζει σαν σκόνη την πόλη και τον κόσμο. Οι πλατεΐτσες που παύουν να υπάρχουν, οι γλάστρες με τα φυτά, οι γραμμές των οικοδομών, τα σκυλιά και τα μαγαζιά, όλα συνεχίζουν να του μοιάζουν επώδυνα ξένα.
Έφτασα στη Λισαβόνα, αλλά όχι σε κάποιο συμπέρασμα.
Εικόνες από το σπίτι του Πεσσόα.
|
Η προτεραιότητα του ανθρώπου Πεσσόα φαίνεται έτσι να είναι η ασφάλεια, η θαλπωρή, η συναναστροφή με το οικείο, η περιδιάβαση ανάμεσα σε νησίδες σταθερότητας, γνώριμες από καιρό, καθώς ανοίγει τον δρόμο του μέσα σε αυτόν τον κόσμο που δεν είναι τίποτα άλλο από συσσώρευση μηδαμινοτήτων και διαρκών διαδοχικών βημάτων προς την ανυπαρξία. Με τον γνωστό πυκνό του λόγο, την πλήρη απαρέσκειά του προς κάθε είδους εκζήτηση, αλλά αντιθέτως, την εντυπωσιακή του προσήλωση στην ξεκάθαρη και αδιαπραγμάτευτη καταγραφή κάθε διάστασης της αλήθειας για τον κόσμο όπως την αντιλαμβάνεται, μας καθιστά τυχερούς κοινωνούς, λέξη-λέξη, σελίδα-σελίδα, της νοσταλγίας του εξαιτίας μιας αγωνίας για τη φυγή του χρόνου και μιας ασθένειας μπροστά στο μυστήριο της ζωής.
Η Λισαβόνα του Πεσσόα θα μπορούσε να είναι μια αόρατη πόλη του Καλβίνο, σπαρμένη και αιωρούμενη στη μέση του χρόνου και του πουθενά, με παγίδες στους δρόμους και ανθρώπους δίχως πρόσωπα, με σκάλες που οδηγούν στον ουρανό και μόλις τις ανέβεις για ανταμοιβή βρίσκεις το τίποτα.
Μόνο στο πέμπτο κεφάλαιο, που περιλαμβάνει την αλληλογραφία με την αγαπημένη του Οφέλια, τον βλέπουμε να περιγράφει χωρίς διάθεση εμβάθυνσης και βασάνου την καθημερινότητά του, ανάλαφρος, ρηχός, συχνά σαχλός, εμφορούμενος από αγωνία για την ανταπόδοση ενός φιλιού ή μιας γλυκερής αγαπητικής προσφώνησης.
Η Λισαβόνα στο συγκεκριμένο βιβλίο, και με τη βοήθεια της αληθινά άψογης μετάφρασης της Μαρίας Παπαδήμα, από ένα σημείο και μετά μεταμορφώνεται σε έναν Μόμπι Ντικ τον οποίο κυνηγά εμμονικά ο καπετάνιος Πεσσόα, ένα άχρονο πελώριο πλάσμα που συμβολίζει κάθε μικρό και μεγάλο που υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρχει στον κόσμο του ποιητή: τον ίδιο, τον χρόνο, τον θάνατο, τον Θεό, την ερωμένη. Η Λισαβόνα του Πεσσόα θα μπορούσε να είναι μια αόρατη πόλη του Καλβίνο, σπαρμένη και αιωρούμενη στη μέση του χρόνου και του πουθενά, με παγίδες στους δρόμους και ανθρώπους δίχως πρόσωπα, με σκάλες που οδηγούν στον ουρανό και μόλις τις ανέβεις για ανταμοιβή βρίσκεις το τίποτα. Και ο Πεσσόα, ο ποιητής, δημιουργός αυτού του κόσμου, σαν άλλος βαρβερικός κύριος Φογκ κάθεται στην πολυθρόνα του στην άκρη του Τάγου και νοσταλγεί μελαγχολικά τα ταξίδια που δεν έκανε.
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ είναι συγγραφέας.
Ω Λισαβόνα, σπίτι μου!
Fernando Pessoa
Μτφρ. Μαρία Παπαδήμα
Gutenberg 2016
Σελ. 168, τιμή εκδότη €10,00