Για το βιβλίο του Θεοδόση Μίχου Κράτα το σόου! 18+1 (σχεδόν) αληθινές ιστορίες (εκδ. Key Books).
Της Χίλντας Παπαδημητρίου
Υπάρχει μια σχετικά μικρή συνομοταξία ανθρώπων που θεωρούν τη μουσική «σημαντική όσο και η ζωή σου». Για πολλά χρόνια, ένα παράπονο όλων αυτών -μέχρι την έλευση του ιντερνέτ- ήταν η έλλειψη μεταφρασμένων βιβλίων για τη γέννηση, εξέλιξη και θεωρία της ροκ μουσικής – γράφω ροκ για λόγους συντομίας, αλλά εννοώ όλο το φάσμα της μουσικής που ξεπήδησε από τη συνάντηση των μαύρων μπλουζ με τα λευκά αμερικανικά/ευρωπαϊκά μουσικά υβρίδια, δημιουργώντας το rock'n'roll και όλες τις παραφυάδες του (punk, soul, funk, indie, grunge, trip-hop κλπ).
Τώρα που η πληροφορία έχει φτάσει ως τα αυτιά μας και κινδυνεύει να μας πνίξει, οι εν ευρεία εννοία «βαρεμένοι μουσικόφιλοι» νιώθουν/νιώθουμε περισσότερο την ανάγκη της ροκ γραφής.
Εντούτοις, τώρα που η πληροφορία έχει φτάσει ώς τα αυτιά μας και κινδυνεύει να μας πνίξει, οι εν ευρεία εννοία «βαρεμένοι μουσικόφιλοι» νιώθουν/με περισσότερο την ανάγκη της ροκ γραφής, ή μάλλον κειμένων/βιβλίων εντός των οποίων η μουσική να μην παίζει ρόλο διακοσμητικού στολιδιού, αλλά να αποτελεί πρωτογενές υλικό. Όπως επίσης την ανάγκη μιας ροκ δημοσιογραφίας που να ξεφεύγει από τα στενά όρια της μουσικοκριτικής και να ακολουθεί τον εγγενή ρυθμό της ροκ μουσικής. Κι επειδή πολλές συζητήσεις έχουν γίνει επ' αυτού, ένας τρόπος για να ορίσει κανείς τη ροκ δημοσιογραφία και γραφή είναι να στραφεί αφ' ενός σε ορισμένα κείμενα της Νέας Δημοσιογραφίας για τον ασφυκτικό υποκειμενισμό τους, αφ' ετέρου στη gonzo δημοσιογραφία του Χάντερ Σ. Τόμσον για την προσωπική εμπλοκή του γραφιά στο θέμα του. Πού θέλω να καταλήξω; Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου Κράτα το Σόου!:
Γιατί ντρεπόταν που ήταν ο μόνος γιος του πατέρα του;
Γιατί δεν κατάφερε να δει από κοντά τον Ανδρέα Παπανδρέου;
Γιατί στη Β’ Γυμνασίου σκεφτόταν συνέχεια τη στρατιωτική του θητεία;
Γιατί δεν αγόρασε ποτέ κανένα δίσκο από τις Τρύπες;
Γιατί ίδρωνε στα πεζοδρόμια της οδού Μάρνη;
Γιατί τον πάτησε η μάνα του με ένα Zastava;
Γιατί τον κυνήγησαν διεφθαρμένοι μπάτσοι στο Μαρόκο;
Γιατί δε χαστούκισε τον Αμερικανό πρέσβη στο Παρίσι;
Γιατί δεν έπεσε από τον πέμπτο όροφο του Chelsea Hotel;
Γιατί σταμάτησε να ντρέπεται που είναι ο μόνος γιος του πατέρα του;
Αυτά είναι κάποια από τα ερωτήματα που ψάχνουν απαντήσεις στις 18+1 ιστορίες του Κράτα το Σόου!, «οι οποίες ξετυλίγονται όπως ακριβώς θέλει η κάθε μια τους, με αφετηρία 18+1 οριακές συναυλίες που έζησε o συγγραφέας».
Ξεκινώντας να γράψει κανείς μια συμβατική κριτική/παρουσίαση του Σόου, θα σκοντάψει στη δυσκολία πώς να χαρακτηρίσει το βιβλίο: δεν είναι συλλογή διηγημάτων, διότι υπάρχει ένας εμφανής άξονας που διατρέχει τις ιστορίες οι οποίες εξελίσσονται γραμμικά στον χρόνο και μοιάζουν με κεφάλαια μυθιστορήματος. Ωστόσο, δεν είναι ούτε μυθιστόρημα, παρότι παρακολουθεί τις περιπέτειες του κεντρικού ήρωα από τα παιδικά του χρόνια ώς την «ενηλικίωσή του», κατά κάποιο τρόπο - η οποία συνήθως παραδεχόμαστε ότι πραγματοποιείται όταν το άτομο αποδεχτεί και συγχωρήσει τους γονείς του. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει το βιβλίο του ως «18+1 πράξεις μιας παράστασης» - ποιας παράστασης, άραγε;
Θα αποτολμήσω να ονομάσω το Σόου του ένα ιδιόρρυθμο αφήγημα ενηλικίωσης ή παιδευτικό αφήγημα.
Αν και ο συγγραφέας δηλώνει -και αποδεικνύει- ότι απεχθάνεται τη σοβαροφάνεια, θα αποτολμήσω να ονομάσω το Σόου του ένα ιδιόρρυθμο αφήγημα ενηλικίωσης ή παιδευτικό αφήγημα - βασιζόμενη στο περιεχόμενο της χρήσης του όρου Bildungsroman που έκανε κάποτε η μεταφράστρια Τούλα Σιετή: «[ο ήρωας] μορφώνεται και διαμορφώνεται από τις εμπειρίες και τις δοκιμασίες της ζωής. Δεν είναι όμως αυτός ο ήρωας του βιβλίου. Πραγματική ηρωίδα στο έργο είναι η ίδια η ζωή. [Ο ήρωας] αμφισβητεί τα οικογενειακά του πιστεύω, κάνει παρέα με θεατρίνους, γίνεται ο ίδιος ηθοποιός, δραματουργός, σκηνοθέτης και σκηνογράφος. Ονειρεύεται ότι μόνο μέσα από την τέχνη και μάλιστα τη θεατρική θα υπερβεί την κοινωνική του τάξη και τη μιζέρια της, ενώ παράλληλα, αναζητώντας την αλήθεια, θα ολοκληρωθεί ως άνθρωπος». Εν προκειμένω, αντικαταστήστε τις λέξεις θέατρο, θεατρίνοι κ.λπ, με τις λέξεις μουσική και μουσικοί, όπως και τις λέξεις ηθοποιός, δραματουργός κ.λπ. με τις λέξεις φανζινάς, δημοσιογράφος, μουσικός παραγωγός.
Με αφορμή 18+1 συναυλίες, όχι τις πιο σημαντικές από μουσική άποψη αλλά τις πιο καθοριστικές για τη ζωή του, ο Θεοδόσης Μίχος, γνωστός ως δημοσιογράφος και μουσικός παραγωγός (εκτός από φανζινάς και μπασίστας), έγραψε μία ιστορία της γενιάς που δεν πρόλαβε τη Μεταπολίτευση αλλά προσγειώθηκε με τα μούτρα στην κρίση. Και ενώ η γενιά των συν/πλην 40ρηδων είχε την τύχη να μεγαλώσει σε σαφώς πιο ελεύθερο κλίμα -και να παρακολουθήσει τις συναυλίες που εμείς οι λίγο μεγαλύτεροι λαχταρούσαμε διακαώς- η ίδια αυτή «τύχη» την δελέασε να βουτήξει στον κυνισμό του λάιφ-στάιλ και να ξεβραστεί απ' αυτό άτσαλα.
Από τον Βόλο στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Βαρκελώνη, στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη, ο Μίχος διηγείται αυτοσαρκαζόμενος την περιπλάνησή του έξω και μέσα στα καμαρίνια των μουσικών, στο κάγκελο μπροστά στη σκηνή του Ρόδον, στο moshpit του Πριμαβέρα στη Βαρκελώνη.
Από τον Βόλο στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη, στη Βαρκελώνη, στο Παρίσι και στη Νέα Υόρκη, ο Μίχος διηγείται αυτοσαρκαζόμενος την περιπλάνησή του έξω και μέσα στα καμαρίνια των μουσικών, στο κάγκελο μπροστά στη σκηνή του Ρόδον, στο moshpit του Πριμαβέρα στη Βαρκελώνη, σε μπαρ και κλαμπάκια, στην πορεία για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου που οδήγησε στο κάψιμο του κέντρου. Μια περιπλάνηση πνιγμένη στο τζιν-με-τόνικ και στα τσιγάρα, όπως απαιτεί κάθε ανάλογη περιπλάνηση που σέβεται τον εαυτό της. Χρησιμοποιώντας περιγραφές ποτισμένες στο μαύρο χιούμορ και τον σπλάτερ ρεαλισμό των σχέσεων μιας κλασικής μεσοαστικής οικογένειας -κάτι που απ' ό,τι παραδέχεται δεν του άφησε κανένα σοβαρό ή αξεπέραστο κουσούρι- αφηγείται κυρίως την αγάπη του για τις λέξεις και τη γραφή. Με αφορμή τη μουσική, φυσικά, η οποία όμως συχνά βρίσκεται σε δεύτερο ή τρίτο πλάνο.
Ο Μίχος αναφέρει ως κυριότερη λογοτεχνική επιρροή του τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, αλλά δεν είμαι σε θέση να συνυπογράψω αφού δεν έχω διαβάσει ακόμα τον ροκ αυτόχειρα σταρ της αμερικανικής λογοτεχνίας. Το Σόου διαβάζεται από μουσικόφιλους και μη, αλλά οι δεύτεροι (με εξαίρεση τους θαυμαστές του Τζέιμς Μπράουν) θα το απολαύσουν περισσότερο.
* Η ΧΙΛΝΤΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ είναι μεταφράστρια και συγγραφέας.
Απόσπασμα από το βιβλίο
…Με το βλέμμα αναζητούμε τους δικούς μας φαν, που αν και είναι λιγότεροι, κάνουν περισσότερο σαματά, μάλλον γιατί εμείς δεν παίζουμε soft-rock. Ε, όχι δα.
Εντάξει, τους βλέπω τους μαλάκες. Εκεί είναι όλοι. Περιμένουν να αρχίσουμε για να αρχίσουν κι εκείνοι. Εκεί είναι η μάνα μου και ο πατέρας μου όμως. Κάθονται στις λευκές καρέκλες που είναι παραταγμένες αρκετά μακριά ώστε να μην εμποδίζουν όλους όσοι θέλουν να κάνουν «μαλλιακούρα» και εκείνοι να μην εμποδίζουν όσους θέλουν να δουν τις συναυλίες καθιστοί, τρώγοντας σουβλάκι ή λουκάνικο αφού πρώτα το έχουν ξεκαρφώσει από την ξεροψημένη φέτα μπαγιάτικου ψωμιού. Η μάνα μου μου κάνει νόημα σηκώνοντας ψηλά τη βιντεοκάμερα που έχει μαζί της και απόψε, όπως και κάθε άλλη φορά που έχουν έρθει να με δουν να εμφανίζομαι ζωντανά.
«Ε, ρε πούστη μου, πού έχω μπλέξει», λέω χαμηλόφωνα, για να μη με ακούσει κανένας άλλος πέρα από τον εαυτό μου, παρόλο που εγώ είμαι αυτός που τους ζήτησε να μας τραβήξουν με κάμερα γιατί σκεφτόμουν ότι κάτι τέτοια βίντεο θα εκτιμηθούν ως μικροί θησαυροί, ως το έξτρα σπάνιο υλικό στις μελλοντικές επανεκδόσεις των δίσκων που αργά ή γρήγορα θα κυκλοφορήσουν οι Subnormal, όταν τέλος πάντων βρεθεί μια επετειακή αφορμή της προκοπής για να ξεπαραδιαστούν οι φαν…
…Πηδάμε και οι τέσσερις κάτω από τη σκηνή, και καθώς προσπαθούμε να τρέξουμε, ένα μικρό σύννεφο σκόνης σηκώνεται πίσω μας. «Ελπίζω, μαλάκα, η μάνα μου να τράβηξε το σκηνικό», σκέφτομαι και τότε ακριβώς πατάω ένα μισοφαγωμένο σουβλάκι και πέφτω με τα μούτρα στη χλιαρή άμμο.
Κράτα το σόου!
18+1 (σχεδόν) αληθινές ιστορίες
Θεοδόσης Μίχος
Key Books 2016
Σελ. 288, τιμή εκδότη €13,90