Για το βιβλίο της Αρχοντούλας Διαβάτη Φεύγω αλλά θα ξανάρθω (εκδ. Νησίδες).
Του Παναγιώτη Γούτα
Δυο λέξεις της ελληνικής γλώσσας που έχουν κακοπέσει –για να μην πω κατακρεουργηθεί– στα στόματα των Νεοελλήνων, είναι οι λέξεις συλλογικότητα και αφήγηση. Την πρώτη την τάραξαν κυρίως οι πολιτικάντηδες της μεταπολιτευτικής περιόδου, κυρίως του «προοδευτικού» χώρου, και σε ελεύθερη μετάφραση τη μεταποίησαν νοηματικά ως εξής: «Να κλέψουμε και να φάμε γρήγορα όλοι μαζί, πριν έρθουν οι άλλοι και μας κόψουν τα χέρια».
Σήμερα σημασιολογικά εξελίχτηκε ως λέξη, ιδίως στις εξαγγελίες των διάφορων συνδικαλιστών που υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματα και τις πλούσιες αποδοχές των απίθανων συντεχνιών τους, και αρνούμενοι την οποιαδήποτε αναπτυξιακή ή εκσυγχρονιστική λογική, την μετάλλαξαν δίνοντάς της τον ακόλουθο ορισμό: «Εμείς να παίρνουμε τις αυξήσεις που πάντα θα πρέπει να δικαιούμαστε, και η χώρα ας πάει στα τσακίδια…» Τη λέξη αφήγηση, πάλι, την περίλαβαν κυρίως διανοούμενοι και δημοσιογράφοι. Έτσι, σε διάφορα έντυπα θα διαβάσουμε για την αφήγηση της αριστεράς, την αφήγηση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, την αφήγηση των μνημονίων και της κρίσης, και δεν συμμαζεύεται. Κυκλοφορεί και ένα ανέκδοτο επί του θέματος: Πάει, λέει, ένας κουλτουριάρης της συμφοράς σ’ ένα κεμπαμπτζίδικο στο Μοναστηράκι και ζητάει από τον σερβιτόρο: «Φέρε μου, σε παρακαλώ, μία συλλογικότητα, μία αφήγηση, μία πατάτες και μία κόκα κόλα». Κι ο σερβιτόρος, βιαστικός μεν, αλλά σαν έτοιμος από καιρό, τον ρωτάει: «Την αφήγηση, κύριος, τη θέλετε γραμμική;»
Μνήμες, σκέψεις, ημερολογιακές σημειώσεις, τις εμπλουτίζει με γεγονότα του σήμερα, και με πυκνή αφήγηση, που σχεδόν πάντα απογειώνεται στο τέλος με ποιητικότητα, μας υπενθυμίζει τη συχνά ξεχασμένη αλήθεια της ζωής: Το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.
Θα αναρωτηθείτε τώρα πού κολλάει η Αρχοντούλα Διαβάτη και το τελευταίο της βιβλίο Φεύγω αλλά θα ξανάρθω (Νησίδες, 2014) με όλα τα παραπάνω. Μα η Διαβάτη, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη, σπούδασε νομικά και νεοελληνική φιλολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και εργάστηκε ως καθηγήτρια νομικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στο τρίτο κατά σειρά πεζογραφικό βιβλίο που εκδίδει, και αφηγείται θαυμάσια και εκφράζει μια συλλογικότητα γνήσια, αχάλαστη, ίσως κάπως ρομαντική, σκάβοντας μέσα της και εξορύσσοντας ιστορίες που έχουν την πηγή και την κοίτη τους στη γόνιμη και ιδιαίτερη, από κάθε πλευρά, δεκαετία του ογδόντα. Τότε που τα όνειρα, οι ελπίδες, τα οράματα των ανθρώπων ήταν ακόμη νωπά, και οι ανθρώπινες σχέσεις είχαν ζεστασιά, ζωντάνια και ειλικρίνεια. Κάπως παραπλανητικά, σχεδόν προβοκατόρικα –όπως επισημάνθηκε άλλωστε και από την κριτική– χαρακτήρισε τις συγκεντρωμένες σύντομες ιστορίες της ως χρονογραφήματα. Μας ξεκαθαρίζει πάντως την πρόθεσή της από το μότο κιόλας του βιβλίου, και δανειζόμενη στίχους του Τ.Σ. Έλιοτ (από Τα τέσσερα κουαρτέτα) λέει: «Χρόνος παρών και περασμένος χρόνος / Είναι ίσως κι οι δυο παρόντες στον μελλοντικό χρόνο / Και το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν». Αυτό κάνει, λοιπόν, η Διαβάτη στις, γραμμένες κυρίως σε πρώτο (και μερικές σε τρίτο) πρόσωπο, ιστορίες της. Τσακώνει μνήμες, σκέψεις, ημερολογιακές σημειώσεις, τις εμπλουτίζει με γεγονότα του σήμερα που της προκαλούν εντύπωση, και με πυκνή αφήγηση, που σχεδόν πάντα απογειώνεται στο τέλος με ποιητικότητα, μας υπενθυμίζει με τα γοητευτικά της κείμενα αυτήν τη συχνά ξεχασμένη αλήθεια της ζωής: Το μέλλον περιέχεται στο παρελθόν.
Η Αρχοντούλα Διαβάτη
|
Κι αυτό το βιβλίο της Διαβάτη (όπως και τα προηγούμενά της, άλλωστε) περικλείει πολλή Θεσσαλονίκη, αναδίδει εκείνο το ιδιαίτερο άρωμα της πόλης, και των περασμένων δεκαετιών και το –ίσως κάπως ξεθυμασμένο– σημερινό, που την κάνει ως πόλη ξεχωριστή και τους δημιουργούς της να νιώθουν τυχερούς που εδώ ζουν και δημιουργούν. Πάνω από 100 βιβλία λογοτεχνίας παρελαύνουν από τις σελίδες του βιβλίου της, όχι μόνο ως τίτλοι αλλά και σχολιασμένα, με υψηλό αισθητήριο σχολιαστή που αγγίζει πολλές φορές τη λογοτεχνική κριτική, δεκάδες κινηματογραφικές ταινίες και κάποιες θεατρικές παραστάσεις. Σταμπαρισμένα πολιτιστικά στέκια και εμβληματικά κτήρια της πόλης, το κινηματοθέατρο Ολύμπιον, η Λέσχη ανάγνωσης της «Πυξίδας» επί της Πατριάρχου Ιωακείμ, το βιβλιοπωλείο Το Κεντρί, ο Ραγιάς, ο Ιανός, ο αείμνηστος καθηγητής Παναγιώτης Μουλλάς και οι πάντα ενδιαφέρουσες διαλέξεις του, το Κέντρο Ιστορίας, το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, οι εκδηλώσεις στο Γαλλικό Ινστιτούτο, αλλά και η παλιά και νέα γειτονιά της, οι εκκλησίες των Τριών Ιεραρχών και της Οσίας Ξένης στου Χαριλάου, η προοδευτική (δίχως εισαγωγικά) και φλογερή εκπαιδευτικός Άρτεμις Β. που υπήρξε γειτόνισσά της και μητέρα μιας παιδικής της φίλης (όλως τυχαίως κι εγώ την είχα δασκάλα την κυρία Άρτεμι, σε δημοτικό σχολείο του Χαριλάου, και ευγνωμονώ τον θεό που τέτοιοι άνθρωποι μού έμαθαν τα πρώτα γράμματα), οι πνευματικοί άνθρωποι της πόλης, τα λογοτεχνικά περιοδικά, μνήμες από την παλιά πόλη –όσες τουλάχιστον θυμάται η συγγραφέας– αλλά και τραγικά περιστατικά της σύγχρονης ζωής, θάνατοι προσφιλών ή συγγενικών προσώπων, η μοναξιά της μέσης ηλικίας, η οδυνηρή αναπόλησης της νιότης, όλα μπλέκονται αριστοτεχνικά, γίνονται εύγευστο αφηγηματικό χαρμάνι, γίνονται μνήμη, βίωμα, σάρκα και σώμα της πόλης και του εαυτού μας. Και φυσικά, σε ξεχωριστά κείμενα, δύο από τις ιδιαίτερες πνευματικές αγάπες της συγγραφέως, που, δικαίως, τους θεωρεί δασκάλους της. Οι κορυφαίοι πεζογράφοι μας, ο Δημήτρης Χατζής, που του αφιερώνει ένα ολόκληρο κείμενό της, και ο κορυφαίος διηγηματογράφος Γιώργος Ιωάννου, που πρόσφατα αξιωθήκαμε ως πόλη και ως άνθρωποι να υποδεχτούμε το αρχείο του, που εκτίθεται πλέον σε όροφο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου. Αρκετά από τα κείμενα της συλλογής είχαν δημοσιευτεί στην ηλεκτρονική εφημερίδα bookpress, στην οποία η Διαβάτη είναι συνεργάτης, ενώ εξαιρετική και αντιπροσωπευτική του ύφους και του περιεχομένου των κειμένων η φωτογραφία του εξωφύλλου, που τραβήχτηκε από τον Σίμο Σαλτιέλ.
Η Αρχοντούλα Διαβάτη, με αυτά τα πυκνογραμμένα, ειλικρινή και καλογραμμένα της κείμενα, κομίζει τη δική της αλήθεια στα ελληνικά γράμματα.
Η Αρχοντούλα Διαβάτη, με αυτά τα πυκνογραμμένα, ειλικρινή και καλογραμμένα της κείμενα, κομίζει τη δική της αλήθεια στα ελληνικά γράμματα. Στέκεται στο εμείς και στο μαζί και μας κάνει συνταξιδιώτες και συνοδοιπόρους στα δικά της ταξίδια: του νου, της καρδιάς, της μνήμης, των ανθρώπων, των βιβλίων και των ταινιών που αγάπησε. Μας φανερώνει πως όλα ξεπερνιούνται και αντιμετωπίζονται χάρη στην ιαματική επίδραση της τέχνης σε όλες τις μορφές της. Κάνει δικιά της τη στιγμή που χάνεται, ακινητοποιεί τον χρόνο και μας βάζει να αναλογιστούμε τι είχαμε, τι χάσαμε και τι είναι πραγματικά σημαντικό, τραβώντας μας από τον επικίνδυνα ολισθηρό βάλτο της μίζερης και ασήμαντης καθημερινότητας μας. Ταυτόχρονα μας υπενθυμίζει πως όλα είναι ακόμα εδώ, μέσα μας, τίποτε δε χάθηκε στ’ αλήθεια, αφού όλα είναι χαραγμένα, ανεξίτηλα, στη συνείδησή μας. Όχι μόνο δίνει ουσία και αξία στις διαστρεβλωμένες πλέον έννοιες αφήγηση και συλλογικότητα, αλλά, κοινωνώντας μας παρελθόν, μας κάνει να πατάμε σταθερότερα στο παρόν, οραματιζόμενοι ένα καλύτερο μέλλον. Και μας εξανθρωπίζει.
*Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Φεύγω αλλά θα ξανάρθω
Αρχοντούλα Διαβάτη
Νησίδες 2014
Σελ. 110, τιμή € 8,52