Του Νίκου Ξένιου
Ου παύσομαι τας Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, ηδίσταν συζυγίαν[1]
Όπως στο ποιητικό έργο του Ούγκο Φόσκολο η Πατρίδα είναι μοναδική εγγύηση και ηθικό έρεισμα ζωής[2], έτσι και στην ποίηση του Κάλβου ο έρωτας, η ποίηση, η ομορφιά, η τέχνη, η απόλαυση της ζωής και το πένθος, κάθε αποτύπωση της καθημερινής εμπειρίας, έρχονται να κατατεθούν με ευλάβεια στον βωμό της Εθνεγερσίας: μιλάμε για μια μορφή κλασικισμού του τύπου που καθιέρωσε ο Φόσκολο: Kαλήτερα, καλήτερα / διασκορπισμένοι οἱ Ἓλληνες / να τρέχωσι τόν κόσμον, / μέ ἐξαπλωμένην χείρα / ψωμοζητοῡντες·
Το μοτίβο παραπέμπει στις «θύρες» που «δεν είν’ εύκολες όταν η χρεία τες κουρταλεί» του Διονυσίου Σολωμού. Μόνο που η γλώσσα του Κάλβου είναι ένα διαφορετικό αισθητικό γεγονός, αμάλγαμα λόγιων και δημωδών, ελληνικών και ιταλικών στοιχείων[3]. Η αναζήτηση σπάνιων φωνηέντων, η συνεχής χρήση μεταφορών, η εγκατάλειψη της ομοιοκαταληξίας σε ό,τι αφορά τη μορφή. Θεματολογικά, ο φλογερός πατριωτισμός, η καλλιέργεια της γλώσσας, το υψηλό εθνικό φρόνημα, η ηθική ανωτερότητα, η πίστη στην εν γένει Αρετή, όλα αναδεικνύονται σε ύψιστες μορφές παραμυθίας για το ανθρώπινο δράμα και συνιστούν κρίκο σύνδεσης με τον πρωτορρομαντισμό. Όπως και ο δάσκαλός του, ο μεγάλος έλληνας ποιητής στράφηκε στις θεωρίες του Διαφωτισμού και, παρά τον θεϊστικό προσανατολισμό του, αποκάλυψε ένα τεράστιο ψηφιδωτό μεταφυσικής αγωνίας. Το ενδιαφέρον είναι πως αυτή η οραματική σύλληψη παίρνει τις διαστάσεις κοινωνικής και ταξικής τοιχογραφίας, σαν να ζωγραφίζεται al fresco μια νέα «Καπέλα Σιξτίνα» με τους λαούς να επαναστατούν ενάντια σε κάθε μορφή τυραννίας και απολυταρχισμού[4]: σύμφωνα με μιαν εικαστική αντίληψη της ωδής «Εις Αγαρηνούς» οι πιστοί, οι ενάρετοι, οι αντεξουσιαστές αναλαμβάνονται στους ουρανούς, οι προδότες κατακρημνίζονται σε βάραθρα τιμωρίας και θεϊκής δικαιοσύνης[5], ενώ ο φωτοδότης Ήλιος εμφανίζεται ως Ύψιστος Κριτής.
Μελετώντας επί σειρά ετών τον Κάλβο
Ο συγγραφέας ακολουθεί δύο άξονες στην έρευνά του: αφενός τη σχέση του Κάλβου με τα ιταλικά του πρότυπα κι αφετέρου τη σχέση του με τα αρχαιοελληνικά πρότυπα
Ο Μιχαήλ Πασχάλης, ανάμεσα στα άλλα ερευνητικά του ενδιαφέροντα γύρω από την διακειμενικότητα, είχε «επισκεφθεί» πολλές φορές την ποίηση του Κάλβου, στο πλαίσιο, είτε δημοσιεύσεων, είτε επιστημονικών ανακοινώσεων. Στη μελέτη του Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014) αποδεικνύει την εξάρτηση της ιδιόρρυθμης γλώσσας των Ωδών από τη νεοκλασική ιταλική ποίηση που -κατά μια παλαιότερη και αναψηλαφημένη άποψη- στάθηκε το μέσον επαφής του ποιητή με τη λογοτεχνία της λατινικής και ελληνικής αρχαιότητας.
Ο συγγραφέας ακολουθεί δύο άξονες στην έρευνά του: αφενός τη σχέση του Κάλβου με τα ιταλικά του πρότυπα κι αφετέρου τη σχέση του με τα αρχαιοελληνικά πρότυπα. Στο πρώτο κεφάλαιο αναδιαρθρώνει τη μελέτη: Οι ιταλισμοί των Ωδών του Ανδρέα Κάλβου[6] ώστε να δικαιολογήσει βαρβαρισμούς και συνεχείς αναφορές του ποιητή στην αρχαιότητα, με ερμηνευτικό καμβά την «τεθλασμένη» οδό της θητείας στην ιταλική ποίηση. Στο δεύτερο κεφάλαιο ο ερευνητής επεξεργάζεται την παλαιότερη μελέτη του: Εκδοτικά και γλωσσικά (ιταλισμοί) στο «Απόσπασμα άτιτλου ποιήματος» του Κάλβου (αντί απαντήσεως στον Δ.Δ.)[7], παραπέμποντας στον Γιώργο Ανδρειωμένο, στον Vitti, στον Ζώρα, στον Δάλλα, στον Μυλωνά, στον Λαβανίνι και στον Δημηρούλη, που παρενέβη στην έκδοση του Αποσπάσματος από την Ωδή στον Ναπολέοντα του Κάλβου αποκαθιστώντας σωρεία ιταλιανισμών.
M’ όποιον δάσκαλο καθήσεις…
Στα 1811 ο δεκαεννιάχρονος Ανδρέας Κάλβος συνέθεσε στα Ιταλικά την Ωδή στον Ναπολέοντα (Canzone a Napoleone), την οποία και αποκήρυξε το 1814, μαζί με τον ίδιο τον Βοναπάρτη[8]. Το καλοκαίρι του 1812 εργαζόταν ως τραπεζιτικός υπάλληλος στη Φλωρεντία, όταν συνάντησε τον άνθρωπο που σφράγισε τη ζωή του – και το έργο του: τον ζακύνθιο ποιητή Ούγκο Φόσκολο, ο οποίος φιλοξενεί τους αδελφούς Διονύσιο και Στέφανο Βούλτσο. Ο Φόσκολο προσλαμβάνει ως παιδαγωγό του Στέφανου τον εικοσάχρονο Ανδρέα Κάλβο[9], που ως αυτοδίδακτος είχε ασχοληθεί με πολλούς επιστημονικούς κλάδους, όπως τα Μαθηματικά και η Φιλοσοφία.
Υπό την ιδιότητα του μέντορος ο Κάλβος έζησε για περισσότερο από ένα χρόνο στο σπίτι του Φόσκολο, από τον Απρίλιο του 1813, στην έπαυλη Βellosguardo της Φλωρεντίας. Πολύ σύντομα, ανέλαβε καθήκοντα αντιγραφέα: τον Απρίλιο του 1813 ολοκλήρωσε και την πρώτη του τραγωδία στα Ιταλικά, τον Theramene. Η Ωδή εις Ιονίους Νήσους (Ode agli Ionii) γράφτηκε τον Ιούνιο του 1814 και ο Κάλβος την έστειλε αμέσως στον Φόσκολο, στο Μιλάνο, συνοδευόμενη από μιαν επιστολή[10].
Η λατρεία του Ήλιου
Στο όμορφο τρίτο κεφάλαιο ο μελετητής επαναπραγματεύεται το ζήτημα του άρθρου του: Τι γυρεύουν οι μέλισσες του Κάλβου “εἰς τὸν πολὺν καρπὸν λυαῖον”; [11]: ότι το επανερχόμενο μοτίβο των μελισσών στις ωδές «Εις Μούσας» και «Εις Ωκεανόν» δεν προέρχεται άμεσα από την ομηρική Ιλιάδα, αλλά από τη μελέτη των Χαρίτων του Φόσκολο και ότι είναι αποτέλεσμα μιας θαυμαστής λεξιλογικής παρερμηνείας. Στο τέταρτο ανακτά το νήμα του προβληματισμού που είχε εισαγάγει με το άρθρο του: Ο ήλιος κυκλοδίωκτος: Οι ταπεινές αφετηρίες του υψηλού[12]. Ακολουθεί, ως πέμπτο κεφάλαιο, το δοκίμιο: Ο Ελύτης, ο Κάλβος και ο Πίνδαρος. Στην ωδή «Εις θάνατον» ο ποιητής εμφανίζεται ως βαθύς γνώστης ενός δεύτερου επιπέδου κατανόησης των λέξεων, ενώ συχνά εγκαταλείπει την τρέχουσα σημασία τους: η κεντρική θέση του ηλιακού συμβόλου, πέραν της τεκτονικής υποδήλωσής του, επιτρέπει την αναγωγή του σε μεταθανάτιο στέμμα που θα πλαισιώσει την εικόνα της απoλεσθείσας μητέρας:
κ΄.
Yἱέ μου πνέουσαν μ' εἶδες / ὁ ἥλιος κυκλοδίωκτος,/
ὡς ᾀράχνη, μ' ἐδίπλωνε / καί μέ φῶς καί μέ θάνατον
ᾀκαταπαύστως.
κε΄.
Ὦ φωνή, ᾦ μητέρα, / ᾦ τῶν πρώτων μου χρόνων/
σταθερά παρηγόρησις· / ὅμματ' ὁπού μ' ἐβρέχατε
μέ γλυκά δάκρυα!
Το κεφάλαιο αυτό εισηγείται πως ο Κάλβος γνώρισε τον Πίνδαρο μέσω της ιταλικής μετάφρασης του Φόσκολο. Ομοίως, στο έβδομο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο: Ο Κάλβος ως εκδότης, κριτικός και ποιητής: Oι σημειώσεις στην «Ωδή εις Ιονίους» και η έκδοση των Χαρίτων του Φώσκολου, ο συγγραφέας αναδημοσιεύει, από το επιστημονικό περιοδικό «Σύγκρισις»[13], παλαιότερη μελέτη του για τον «ευκαιριακό» και «λεξιθηρικό» τρόπο αναφοράς του Κάλβου στην αρχαία Ελληνική γραμματεία.
Σπάνια, εκκεντρικά, θαυμαστά Ελληνικά
Ουδέποτε ετέθη, από τα σχολικά μας χρόνια ήδη, ζήτημα καλής ή κακής χρήσης της Ελληνικής από τον Κάλβο, παρά την αναμφισβήτητη προσφυγή του στην επίταξη των επιθέτων και σε ένα σωρό σολοικισμούς
Άς ανακαλέσουμε τα καλβικά στερεότυπα: «της γης πολυβοτάνου», «της γης πλατείας», «κόραι λαμπαδηφόροι», «τον ήλιον κυκλοδίωκτον», «των θνητών πολυπόνων», «τον ορίζοντα εσπερινόν». Ουδέποτε ετέθη, από τα σχολικά μας χρόνια ήδη, ζήτημα καλής ή κακής χρήσης της Ελληνικής από τον Κάλβο, παρά την αναμφισβήτητη προσφυγή του στην επίταξη των επιθέτων και σε ένα σωρό σολοικισμούς, με την ίδια αντιστοιχία με την οποίαν ουδέποτε ετέθη ζήτημα κακής χρήσης της γλώσσας από τον Καβάφη ή τον Σολωμό. Η διγλωσσία, στους τρεις μεγίστους της νεοελληνικής ποίησης, αναδεικνύεται σε στιλιστική ιδιαιτερότητα που τους διαφοροποιεί από τη χορεία των άλλων ποιητών. Ένα δεύτερο κοινό τούς συνδέει: η τήρηση του μίτου της ποιητικής μας παράδοσης, από την Αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή.
Το έκτο κεφάλαιο του Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο είναι αναδημοσίευση του άρθρου: Ο Κάλβος ομηριστής-Τριαντάφυλλα και Γιασεμιά, που είχε περιληφθεί στον τιμητικό τόμο για την Ελένη Πολίτου-Μαρμαρινού και εκδόθηκε στην Αθήνα το 2012[14]. Εδώ ο συγγραφέας αντιπαραθέτει την πεποίθησή του για ελλιπή φιλολογική κατάρτιση του επτανήσιου ποιητή στην «πεπλανημένη» άποψη του Ελύτη πως ο Κάλβος «στο επίπεδο της παιδείας ήταν αυθεντία»[15]. Αλλά και το όγδοο κεφάλαιο του του ανά χείρας βιβλίου είναι αναδημοσίευση του δοκιμίου: Γύρω από τις πηγές έμπνευσης του Κάλβου, από το περιοδικό «Νέα Εστία»[16].
Το ένατο κεφάλαιο είναι εμβάθυνση σε παλαιότερη επιστημονική ανακοίνωση του Μιχαήλ Πασχάλη με τίτλο: La costruzione di Zante in Foscolo e Kalvos[17], με προσθήκη για την «κατασκευή» του ποιητικού τοπίου της Λευκάδας από τον Σικελιανό. Το δέκατο: Κάλβος και Γκίλφορντ: Το θέμα, τα πρότυπα και το λανθάνον ποιητικό πρόγραμμα της Ωδής “Ελπίς πατρίδος”[18] συνέδεε την εν λόγω ωδή με τους Ψαλμούς του Δαβίδ. Αντίστοιχα, το ενδέκατο και τελευταίο κεφάλαιο ανακινεί τα ερωτήματα σχετικά με τη φιλολογική «λογιοσύνη» του ποιητή που έθιγε το άρθρο του Μιχαήλ Πασχάλη: Ο Ανδρέας Κάλβος και η παρερμηνεία του Ευσεβίου [19]: ο μελετητής σχολιάζει μια παλαιότερη τοποθέτηση του Νάσου Βαγενά[20] σχετικά με την ιδιότητα του Κάλβου ως hominis universalis και αμφισβητεί έντονα τη διαπίστωση του Γιώργου Ανδρειωμένου[21] σχετικά με την ιδιότητα του ποιητή ως hominis doctus.
«Θέλει αρετήν και τόλμην...»
Στην αισθηματική επιστολή που έστειλε ο Κάλβος στον Φόσκολο το 1814 ζητούσε από τον πετυχημένο και αναγνωρισμένο ποιητή να τον βοηθήσει ώστε να εκδώσει την Ωδήν εις Ιονίους – κι εκείνος του απαντούσε υπεροπτικά[22]. Όταν, το 1816, ο Φόσκολο, εξόριστος τότε στην Ελβετία, αναζήτησε γραμματέα, ο Κάλβος έσπευσε στη Ζυρίχη. Οι συνθήκες διαβίωσης των δυο (πολιτικοί πρόσφυγες, διωκόμενοι και απένταροι) ήταν εξαιρετικά δύσκολες, αλλά ο Κάλβος βρισκόταν στο στοιχείο του: τακτοποιούσε βιβλία και χειρόγραφα, κρατούσε σημειώσεις, και αντέγραφε έργα του ποιητή μέχρι τον Ιανουάριο του 1817, όταν επήλθε η περιβόητη ρήξη στη φιλία των δύο ανδρών. Οξύθυμος χαρακτήρας και των δύο; Οικονομικές δυσκολίες[23]; Κακή σωματική και ψυχική υγεία του Φόσκολο; Μάλλον, η τόλμη του Κάλβου να αποδεσμευτεί από την κηδεμονία και να βρει τον «δικό του δρόμο» στην κατάκτηση της doctrinae της Ποιήσεως. Αυτό, παρά το γεγονός ότι η σχέση του Φόσκολο με τον αγγλικό πρωτορρομαντισμό, όπως φαίνεται στις Τελευταίες επιστολές του Τζιάκοπο Όρτις (1801) και στους Τάφους (1807) λειτούργησε ως σχολείο ποίησης για τον νεαρό Κάλβο.
Ξαναδιαβάζοντας τον Κάλβο
Ο Ανδρέας Κάλβος, η Ιταλία και η αρχαιότητα
Μιχαήλ Πασχάλης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2013
Σελ. 320, τιμή € 14,00