Της Έλενας Μαρούτσου
Όταν διαβάζω κείμενα που είναι προορισμένα να «παίζονται» έχω στο στομάχι μου την αίσθηση του κενού. Νιώθω σαν τα λόγια να αιωρούνται χωρίς το σανίδι που θα τα γείωνε και θα τους πρόσφερε το πλήρες νόημά τους. Το ίδιο αίσθημα κενού είχα κι όταν διάβασα το θεατρικό έργο της Μαρίας Γιαγιάννου «ΕΚΤΟΣ ΕΑΥΤΟΥ», έχοντας όμως ταυτόχρονα τη βάσιμη υποψία πως αυτό το κενό θα ήταν παρόν και στην παράσταση, πως αυτό το κενό είναι μέρος του νοήματος του έργου, προορισμός και στόχος του.
«Κωμικό Δράμα σε πέντε πράξεις» διαβάζω στο εξώφυλλο (συγνώμη για την παρέκβαση αλλά: τι ωραίο εξώφυλλο και πόσο ταιριαστό με τον τίτλο!) και ήδη προϊδεάζομαι για την ειρωνεία με την οποία η συγγραφέας υπόσχεται να ποτίσει τη δράση. Η δράση διαδραματίζεται σ’ ένα Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και ανάμεσα σε δυο πρόσωπα: μια γυναίκα περίπου σαράντα ετών κι έναν άντρα δέκα χρόνια μικρότερό της.
Από τις σκηνικές οδηγίες καταλαβαίνω πως αυτό που πρόκειται να διαβάσω συγγενεύει αρκετά με το Θέατρο του Παραλόγου. Ξέρω πως υπάρχουν αρκετές ενστάσεις γι αυτή την ταμπέλα, συχνά προτιμούνται οι όροι Αντιθέατρο ή Νέο Θέατρο, όμως εγώ δεν είμαι θεατρολόγος ούτε μ’ ενδιαφέρουν ιδιαίτερα οι ταμπέλες. Απλώς ο όρος «παράλογο» ταιριάζει νομίζω με τα έργα που σαν αυτό της Γιαγιάννου δέχονται σαν φιλοσοφική αρχή την έλλειψη νοήματος κι επιλέγουν την έλλειψη αυτή να την καθρεφτίσουν στους διαλόγους, τα σκηνικά, τις θεατρικές συμβάσεις.
Ανατροπές που κάθε φορά αποκαλύπτουν
Αυτό δεν σημαίνει πως στο κείμενο επικρατεί το χάος της τρέλας. Υπάρχει «νόημα» σε αυτά που λέγονται, υπάρχει το νήμα που δένει τους ανθρώπους σε σχέσεις, μόνο που αυτό το νόημα και αυτό το νήμα σπάνε διαρκώς. Εκεί που νομίζεις πως έχεις συλλάβει τη αρχιτεκτονική του οικοδομήματος που στήνεται λίγο λίγο μπροστά σου, στην επόμενη σκηνή καταρρέει κι αναδιαρθρώνεται με νέα δομή και νέο νόημα. Αυτές οι ανατροπές συνεχίζονται με αρκετή φαντασία μέχρι τέλους.
Το τέλος μάλιστα είναι αυτό που εκ των υστέρων δένει σε ένα ενιαίο νόημα όλα τα προηγούμενα, τα οποία μάλιστα έτσι διεκδικούν και κάποια ρεαλιστική βάση, η οποία μέχρι τότε ήταν δυσδιάκριτη. Το τέλος επίσης δικαιολογεί απολύτως και τον τίτλο του βιβλίου, τίτλο πολύ πετυχημένο μια που οι ήρωες υποδύονται διαρκώς κάποιον ρόλο σ’ ένα παιχνίδι έρωτα κι εξουσίας. Φυσικά, η έξοδος από τον εαυτό δεν είναι μόνο ένα σχόλιο πάνω στην πραγματικότητα αλλά και η πρωταρχική συνθήκη του θεάτρου αφού ο ηθοποιός υποδύεται μονίμως κάποιον άλλον.
Είναι δύσκολο, επανέρχομαι, να μιλήσεις για ένα κείμενο το οποίο έχει γραφτεί για να παιχτεί κι όχι για να διαβαστεί. Παρ’ όλα αυτά, η πυκνότητα και η ποιητικότητα του λόγου ευνοήθηκαν απ’ τη συγκέντρωση και το χρόνο που επιτρέπει στον εαυτό της η ανάγνωση. Είμαι περίεργη αν η εγκεφαλικότητα της σύλληψης πήρε στην παράσταση λίγη απ’ τη θέρμη των ηθοποιών, αν το σώμα τους δάνεισε λίγο απ’ το βάρος του σ’ ένα κείμενο που απ’ τη φύση του –ίσως κι ηθελημένα– μοιάζει να αιωρείται κάνοντας τούμπες στο αέρα, προκαλώντας μου τη γνώριμη ναυτία του κενού. Ίσως κι εγώ δεν θα ’πρεπε να διαβάζω –σκέφτομαι– με άδειο στομάχι.
Εκδόσεις Σμίλη, 2013
Τιμή € 5,00, σελ. 88
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ