Για το βιβλίο του Δημήτρη Κόκορη «Άθλημα ή αθλιότης;» (εκδ. Πεδίο). Κεντρική εικόνα: από την ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Φανέλα με το εννιά» που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα.
Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος
Παροπλισμένο θεματικά ως ήσσονος σημασίας ή ακόμη και ως μη αποδεκτό στον ημεδαπό λογοτεχνικό κανόνα, το ποδόσφαιρο, καίτοι από τη φύση του είναι πρόξενος σπουδαίων δραμάτων, απαντάται σπάνια στην μυθοπλασία της χώρας μας.
Η αλήθεια είναι ότι πέρασαν αρκετά χρόνια μονομερούς αντιμετώπισης του φαινομένου «ποδόσφαιρο» από την ελληνική διανόηση που θεωρούσε ότι το λαϊκότερο όλων των αθλημάτων λειτουργεί ως «όπιο των λαών», είναι λειμώνας διαφόρων ανομιών και εντός του βρίσκουν εύκρατο έδαφος διάφοροι κομπιναδόροι, φανατικοί και λογής παρανομούντες για να δράσουν.
Σε αντίθεση με τον Καμύ ή τον Γκαλεάνο (δύο τρανταχτές περιπτώσεις) που αποθέωσαν την μπάλα δίχως ίχνος ενοχής, στη χώρα μας υπήρξε μια μεγάλη μερίδα της διανόησης (κυρίως αριστερών φρονημάτων) που θεωρούσε το ποδόσφαιρο «απαγορευμένο» θέμα. Η μελέτη του Δημήτρη Κόκορη Άθλημα ή αθλιότης (εκδ. Πεδίο) είναι ένα σημαντικό αποθησαύρισμα «τόπων» όπου η μπάλα και η λογοτεχνία συναντήθηκαν. Φυσικά, η «συνάντηση» δεν ήταν πάντα ευχάριστη ή ευκταία, ωστόσο επειδή τα παραδείγματα είναι αρκετά συνιστούν ένα «σώμα» άξιο μελέτης.
Να σημειωθεί εξαρχής πως το θέμα του βιβλίου φαίνεται να ενδιαφέρει μόνο όσους λατρεύουν το ποδόσφαιρο. Κι όμως, τούτο το βιβλίο με τον τρόπο που είναι γραμμένο (λείπει, ευτυχώς, ο στείρος ακαδημαϊσμός και η στεγνή φιλολογική ανάλυση) δίνει έναυσμα στο να σκύψουμε και σ’ αυτή την όψη της ελληνικής λογοτεχνίας, η οποία, ας μην κρυβόμαστε, ελάχιστα έχει μελετηθεί ως τώρα. Ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει φανατικός οπαδός του Εθνικού Πειραιώς, επομένως είναι «άμεσα» εμπλεκόμενος με το περιβάλλον του ποδοσφαίρου.
Ο Κόκορης «χτίζει» τη μελέτη του πάνω στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και τη φιλοσοφία του στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα ξεκινώντας από τη δεκαετία του ‘30, οπότε και εμφανίζεται το πρώτο κείμενο.
Ένα σημαντικό έναυσμα
Ο Κόκορης «χτίζει» τη μελέτη του πάνω στη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και τη φιλοσοφία του στην ελληνική λογοτεχνία του 20ου αιώνα ξεκινώντας από τη δεκαετία του ‘30, οπότε και εμφανίζεται το πρώτο κείμενο (θεατρικό εν προκειμένω) με θέμα το ποδόσφαιρο και φτάνει έως τους συγκαιρινούς ποιητές και συγγραφείς που άντλησαν θέματα από τα γήπεδα και τους πρωταγωνιστές τους.
Ένα από τα βασικά κριτήρια για να ενταχθούν δημιουργήματα στη χορεία της ποδοσφαιρικής θεματικής ήταν να αποτελούν κύριο «θέμα» κι όχι παράπλευρη αναφορά. Ως εκ τούτου, τα ποιήματα, τα διηγήματα και τα μυθιστορήματα στα οποία αναφέρεται ο Κόκορης στο βιβλίο του, όντως, εστιάζουν στο ποδόσφαιρο. Ανεξάρτητα αν το κάνουν με θετικό ή αρνητικό πρόσημο.
Για την ιστορία, θα πρέπει να ανατρέξουμε στο 1937 για να βρούμε τα πρώτα ποδοσφαιρικά δείγματα γραφής. Πρόκειται για μια μονόπρακτη ιταλική κωμωδία (σε μετάφραση Γιώργου Δέλιου) που παρουσιάστηκε από τον χρονογράφο Πωλ Νορ ως κλασικότροπη καβαφική παρωδία, αλλά και για τη γνωστή Eroica του Κοσμά Πολίτη.
Η αλήθεια είναι ότι η γενιά του ‘30 δεν διακατεχόταν από ευγενή αισθήματα για το ποδόσφαιρο, επομένως θα χρειαστεί να περιμένουμε πολλά χρόνια (σαφώς μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο) για να ξαναβρούμε το ποδόσφαιρο ως θέμα κάποιου λογοτεχνικού κειμένου.
Ο Δημήτρης Κόκορης (Πειραιάς, 1963) είναι καθηγητής νεοελληνικής γραμματείας στη Φιλοσοφική Σχολή (Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής) του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έλαβε μέρος ως εισηγητής σε συνέδρια και έχει δημοσιεύσει βιβλία, μελετήματα και βιβλιοκρισίες. Βιβλία του: Όψεις των σχέσεων της Αριστεράς με τη λογοτεχνία στον Μεσοπόλεμο (1927-1936) (Αχαϊκές Εκδόσεις, 1999, 22005), «Μια φωτιά. Η ποίηση». Σχόλια στο έργο του Γιάννη Ρίτσου (Εκδόσεις Σοκόλη, 2003), Για τον Χριστιανόπουλο. Κριτικά κείμενα για την ποίησή του (Εκδόσεις Αιγαίον, 2003), Ποιητικός ρυθμός. Παραδοσιακή και νεωτερική έκφραση (Εκδόσεις Νησίδες, 2006), Μεταφρασμένη ποίηση. Διδακτικές και κριτικές προτάσεις (Εργαστήριο Συγκριτικής Γραμματολογίας ΑΠΘ και Εκδόσεις Σφακιανάκη, 2007), Εισαγωγή στην ποίηση του Ρίτσου. Επιλογή κριτικών κειμένων (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2009), «Λόγος γυμνός». Εισαγωγή στο έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου (Εκδόσεις Νησίδες, 2011), Για τον Ιωάννου. Κριτικά κείμενα (Εκδόσεις Αιγαίον, 2013), Φιλοσοφία και νεοελληνική λογοτεχνία. Πτυχές μιας σύνθετης σχέσης (Εκδόσεις I. Σιδέρης, 2015), Από την Αλληλογραφία Μανόλη Αναγνωστάκη – Τάκη Σινόπουλου 1958-1961 (Μικροφιλολογικά Τετράδια 21 = Παράρτημα περιοδικού μικρο-φιλολογικά, αρ. 40, 2016), Ο Καζαντζάκης ως ποιητής. Φιλοσοφική διάσταση, ρυθμική έκφραση, κριτική πρόσληψη (Εκδόσεις Πεδίο, 2020). Επιμελήθηκε τη χρηστική επανέκδοση του μυθιστορήματος του Κωνσταντίνου Θεοτόκη Οι σκλάβοι στα δεσμά τους (Σύλλογος προς διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, 2022) και την επανέκδοση της Ασκητικής του Νίκου Καζαντζάκη (Εκδόσεις Διόπτρα, 2023). |
Οι ποιητές
Αυτοί που φαίνεται να βρίσκονται πιο κοντά στο ποδόσφαιρο είναι οι ποιητές και λιγότερο ο πεζογράφοι. Οι περιπτώσεις του Άρη Δικταίου και του Μανόλη Αναγνωστάκη είναι χαρακτηριστικές. Ειδικά ο δεύτερος είναι ένας από τους επιφανέστερους λογοτέχνες μας που όχι μόνο δεν έκρυψε την αγάπη του για το ποδόσφαιρο, αλλά την υπερτόνισε αρκετές φορές σε ποιήματα ή κείμενά του.
Μεγαλύτερο δείγμα «ποδοσφαιρικής» γραφής βρίσκουμε πάλι στην ποίηση της γενιάς του ‘70. Εκεί βρίσκουμε μια έξοχη «τριπλέτα» ποιητών (Μαρκόπουλος, Βαγενάς, Βαρβέρης) που τείνουν το βλέμμα τους στο ποδόσφαιρο.
Είναι, άραγε, η οπαδική τους ροπή ή κάποια μορφή λατρείας προς το τόπι που τους οδηγεί σε αθλητικούς δρόμους; Η απάντηση είναι «όχι». Το ποδόσφαιρο χρησιμοποιείται για τους δραματικούς τονισμούς που μπορεί να προσφέρει.
Είναι η έντονη εικονοποιία του, το πάθος, το άγχος, η οδύνη της ήττας, αλλά και η φθορά που δίνουν στα ποιήματα των συγκεκριμένων τον τόνο.
Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα Η φανέλα με το Νο 9 (εκδ. Κέδρος) που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη.
Από την άλλη, δεν θα πρέπει να παρασιωπήσουμε τις περιπτώσεις λογοτεχνών όπως ο Σεφέρης, ο Ασημάκης Πανσέληνος, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Γ.Θ. Βαφόπουλος ή ο Χρίστος Λάσκαρης που στέκονται κριτικά ή ακόμη και αρνητικά διακείμενοι στην ποδοσφαιρική πραγματικότητα, καθώς βρίσκουν σ΄ αυτή (όπως αναφέρουμε προλογικά) πολλές παθογένειες που έχουν επίπτωση στην ελληνική κοινωνία.
Η φανέλα με το Εννιά
Η πεζογραφία αρχίζει να ασχολείται με το ποδόσφαιρο πολύ αργότερα και πάλι στη λογική της δραματυοποιίησης μέσω του «θεάτρου» ενός αγώνα ή ενός παίκτη.
Χαρακτηριστικότερη περίπτωση είναι το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα Η φανέλα με το Εννιά (εκδ. Πατάκη) που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη.
Ο Κόκορης σημειώνει σωστά και τις περιπτώσεις των Θοδωρή Γκόνη, Βασίλη Τσιαμπούση και Αλμπέρτου Ναρ (μεταξύ άλλων) που χρησιμοποίησαν ως πρωτογενές υλικό το ποδόσφαιρο σε πεζογραφικά τους κείμενα.
Το βιβλίο του Δημήτρη Κόκορη είναι μια ουσιαστική και βαθιά μελέτη που δεν στερείται χιούμορ, δηκτικότητας, αλλά και άρτιας ερευνητικής προσπάθειας.
Όσο για την δοκιμιακή γραφή δεν γινόταν να μην αναφερθούν ο Κωστής Παπαγιώργης (έχει γράψει πλείστα όσα άρθρα για το ποδόσφαιρο) και ο Σωτήρης Κακίσης. Τέλος, υπάρχει και ένα ειδικό κεφάλαιο για τους στίχους που έντυσαν τραγούδια (γνωστά και μη) με ποδοσφαιρικό θέμα.
Οι στίχοι
Το πρώτο που θα μας έρθει στο μυαλό είναι το «Αρχίζει το ματς» του Λουκιανού Κηληδόνη, ωστόσο τραγούδια με παρόμοια θεματική έχουν τραγουδήσει τόσο ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης όσο και ο Μανώλης Αγγελλόπουλος.
Το βιβλίο του Δημήτρη Κόκορη είναι μια ουσιαστική και βαθιά μελέτη που δεν στερείται χιούμορ, δηκτικότητας, αλλά και άρτιας ερευνητικής προσπάθειας. Δίνει, δε, το κίνητρο να σκεφτούμε και λίγο εκτός των στερεοτύπων που επιμένουν ότι το ποδόσφαιρο θα ταίριαζε μόνο σε παραλογοτεχνίζοντες και ότι δεν μπορεί με τίποτα να ενταχθεί ως ξεχωριστή θεματική στο corpus της ελληνικής λογοτεχνίας.
Κι όμως, μπορεί. Αλήθεια, πόσοι ξέρουν ότι ο Μάνος Χατζιδάκις έχει γράψει ποίημα για τον Τζορτζ Μπεστ; Τον έκανε λιγότερο σημαντικό αυτή του η ποιητική απόφαση; Του προσέδωσε μια μορφή ελαφρότητας;
Τούτες οι γενικεύσεις περισσότερο στενεύουν τον αναγνωστικό ορίζοντά μας παρά μας προσφέρουν την άπλα να σκεφτούμε ελεύθερα προς όλες τις κατευθύνσεις. Να γιατί οι «υπηρεσίες» που προσφέρει αυτό το βιβλίο είναι άκρως σημαντικές και ουχί μόνο φιλολογικές ή ποδοσφαιρικές.
*Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.