Για το βιβλίο του Τέρυ Ίγκλετον [Τerry Eagleton] «Πώς να διαβάσουμε λογοτεχνία» (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Πεδίο]. Κεντρική εικόνα: (© Unsplash).
Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης
Το ερώτημα του τίτλου Πώς να διαβάζουμε λογοτεχνία (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, εκδ. Πεδίο) στοιχειώνει τους αναγνώστες όλων των εποχών και βασίζεται σε μια θεμελιώδη αντίφαση: ο Χ γράφων κυκλοφορεί ένα βιβλίο για να απαντήσει θεωρητικά σε ένα ερώτημα το οποίο επανέρχεται εκ νέου από γενιά σε γενιά, καθότι έως τώρα δεν έχει καταφέρει ουδείς να δώσει οριστική απάντηση – απόδειξη αποτελεί η ανάγκη κυκλοφορίας ενός ακόμα βιβλίου με τον τίτλο αυτόν ή παραπλήσιο.
Πρόκειται για ένα ερώτημα σχετικά με το πώς σκοπεύει ο κριτικός/συγγραφέας να απαντήσει οριστικά σε κάτι που οι μέχρι πρότινος συνάδελφοί του δεν κατόρθωσαν, με συνέπεια να καταθέσει κι εκείνος τη συμβολή του, και πάει λέγοντας. Θέλω με λίγα λόγια να πω εδώ, κι ας είναι αυτή η δική μου εναρκτήρια κριτική της κριτικής, ότι ουδείς τελικά πρόκειται να δώσει σαφή και κατηγορηματική απάντηση στο «Πώς να διαβάζουμε λογοτεχνία». Οπότε αντίστοιχα κι ο αναγνώστης οφείλει αγοράζοντας αυτό ή άλλο σχετικό βιβλίο να μην τρέφει υψηλές προσδοκίες, προκειμένου να μη διαψευστεί κατηγορώντας, στη συνέχεια, τον συγγραφέα για παραπλάνηση.
Ο άλυτος γρίφος
Εάν όμως είναι έτσι, ποιο το σκοπούμενο αυτού του βιβλίου ή άλλων παρόμοιων; Έχουν αλήθεια κάποιον ρόλο στον περιορισμένο χρόνο και τα ράφια της βιβλιοθήκης του συγκαιρινού αναγνώστη; Εφόσον όπως αναφέρω παραπάνω, το ερώτημα παραμένει αναπάντητο, ο γρίφος άλυτος, η προσπάθεια της κατάκτησης εσαεί αιωρούμενη και αλυσιτελής, τότε προς τι ο κόπος;
Η απάντηση δεν είναι απλή, αλλά θα επιχειρήσω να μεταφέρω την οπτική μου που ίσως καλύψει μια μερίδα αναγνωστών. Όπως όλα στη ζωή κι εδώ ισχύει το προφανές: εξαρτάται τι αναζητούμε και με τι συγκρίνουμε. Εφόσον αποζητούμε οριστικές απαντήσεις και ένα πλήρες εγχειρίδιο χρήσης με σαφείς οδηγίες, το πιθανότερο είναι να διαψευστούμε. Εφόσον πάλι κάνουμε το λάθος να συγκρίνουμε αυτό το βιβλίο με κάποια άλλα, τα οποία αποτελούν σταθμούς της λογοτεχνικής κριτικής, σίγουρα θα απογοητευτούμε (θα επανέλθω σε αυτό στη συνέχεια).
Η λειτουργία της τέχνης
Τι απομένει λοιπόν; Όπως ισχύει σε όλα τα γραπτά κείμενα που μολονότι δεν είναι λογοτεχνία (είδος εξ ορισμού αμφίσημο, πολυπρισματικό και ευεπίφορο σε πληθώρα αναλύσεων) έχουν αυτή ως αντικείμενο κι άρα την ίδια τη λειτουργία της τέχνης, εκείνο που έχει αξία είναι η οπτική του συγγραφέα στο θέμα. Ποια τα κριτήριά του, ποιος ο ειδικός τρόπος προσέγγισης της λογοτεχνία και ποιες οι πηγές του.
Ο Tέρυ Ίγκλετον είναι ένας από τους πλέον διακεκριμένους αγγλόφωνους λογοτεχνικούς κριτικούς, με σπουδαίο συγγραφικό έργο (πάνω από 50 βιβλία), το οποίο διακρίνεται για την ποικιλομορφία του.
Στην περίπτωση του υπό εξέταση βιβλίου, το τοπίο είναι ξεκάθαρο. Ο Tέρυ Ίγκλετον είναι ένας από τους πλέον διακεκριμένους αγγλόφωνους λογοτεχνικούς κριτικούς, με σπουδαίο συγγραφικό έργο (πάνω από 50 βιβλία), το οποίο διακρίνεται για την ποικιλομορφία του. Στο Πώς να διαβάζουμε λογοτεχνία προσφέρει έναν οδηγό, μια μελέτη για τον τρόπο ανάγνωσης των λογοτεχνικών κειμένων. Ο τίτλος βέβαια είναι προφανώς περιεκτικός και μη κυριολεκτικός, δεδομένων όσων έγραψα πιο πάνω, πλην όμως απαραίτητος για να δώσει στον υποψήφιο αναγνώστη μια ιδέα για το διακύβευμα του έργου. Σημασία βέβαια, από την πλευρά της κριτικής, είναι κατά πόσον ανταποκρίνεται στην εξαγγελία του, κατά πόσον αυτό το βιβλίο θα βοηθήσει όποιον ενδιαφερόμενο να μάθει το περιπόθητο «πώς».
Πριν προχωρήσω, όμως, καλό είναι να αναφέρω κάποια πράγματα για το ίδιο το βιβλίο και τι πραγματεύεται. Καταρχάς χωρίζεται σε 5 μέρη (Ξεκινώντας, Χαρακτήρας, Αφήγηση, Ερμηνεία, Αξία) όπου το καθένα από αυτά, πλην του πρώτου που ουσιαστικά είναι εισαγωγικό, ασχολείται με τα αντίστοιχα στοιχεία/ διαδικασίες που συναποτελούν το πεζό ή ποιητικό έργο.
Ο συγγραφέας αποφεύγει τον θεωρητικό λόγο, χρησιμοποιώντας αντ’ αυτού παραδείγματα για να επεξηγήσει, για παράδειγμα, τι είναι και πώς εξυφαίνεται ο χαρακτήρας στο έργο του Σαίξπηρ και του Τζόυς, καθώς και πώς αντιλαμβανόταν ο Αριστοτέλης την αξία του χαρακτήρα ως κάτι δευτερεύον σε σχέση με τη δράση, ώστε να καταδείξει την ιστορική διάκριση. Στο επόμενο κεφάλαιο της Αφήγησης εστιάζει στη διαφοροποίηση του τρόπου μεταξύ ρεαλισμού και μοντερνισμού, μεταξύ άλλων, αλλά και στο πώς η πλοκή αποτελεί μέρος της αφήγησης, η οποία όμως δεν εξαντλείται σε αυτήν, ούσα κάτι πιο ολοκληρωμένο.
Η Ερμηνεία
Η Ερμηνεία αποτελεί πάντα ένα από τα πλέον κρίσιμα ερωτήματα, καθότι κι αυτή λαμβάνει διαφορετικό περιεχόμενο ανά εποχή. Τα έργα τέχνης επανερμηνεύονται από κάθε γενιά, νέες επιστρώσεις ερμηνειών προστίθενται διαρκώς, ενώ η αρχική πρόθεση του δημιουργού παύει να σημαίνει κάτι, αφού το δημιούργημά του έχει πλέον περάσει στα χέρια του κοινού, παρόντος και μελλοντικού. Είναι επομένως καλύτερα τα λογοτεχνικά έργα να αντιμετωπίζονται όχι ως έχοντα παγιωμένο νόημα αλλά «ως δίκτυα που παράγουν μια ολόκληρη γκάμα νοημάτων».
Ο επαναστατικός Μοντερνισμός θέτει στο επίκεντρο την υφολογική καινοτομία, ενώ το Μεταμοντέρνο που ακολουθεί ειρωνεύεται την αφέλεια του Μοντερνισμού, αφού τα πάντα είναι ανακυκλώσιμα αντίγραφα, συνονθυλεύματα, απομιμήσεις.
Τέλος, στο πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο, εκείνο της Αξίας, ο Ίγκλετον εξετάζει τι καθιστά ένα λογοτεχνικό έργο αξιόλογο. Είναι άραγε η πρωτοτυπία; Κι όμως αυτή η θεώρηση είναι νεωτερική και διόλου αποδεκτή από το κοινό του 18ου αιώνα. Ο επαναστατικός Μοντερνισμός θέτει στο επίκεντρο την υφολογική καινοτομία, ενώ το Μεταμοντέρνο που ακολουθεί ειρωνεύεται την αφέλεια του Μοντερνισμού, αφού τα πάντα είναι ανακυκλώσιμα αντίγραφα, συνονθυλεύματα, απομιμήσεις. Και η μεγάλη πορεία συνεχίζεται.
Μήπως η διαχρονικότητα; Όμως δεν γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας ότι το έργο που έχει διατρέξει τους αιώνες είναι το ίδιο που θαύμαζε το αρχαίο κοινό, για παράδειγμα. Από την άλλη πλευρά, το κλασικό επανερμηνεύεται και γι’ αυτό αποσπάται από το χωροχρονικό πλαίσιο δημιουργίας του. Ούτε όμως το γεγονός ότι το έργο ασχολείται με τα σταθερά θέματα της ανθρώπινης συνθήκης το καθιστά αυτοδικαίως αξιόλογο, εφόσον το ύφος του είναι τετριμμένο.
Επιπρόσθετα, δεν είναι μόνο το κοινό (το οικείο) που μας αφορά, αλλά και το διαφορετικό, το ανοίκειο, κάτι που αντικρούει σθεναρά τις απόψεις περί οικουμενικότητας του έργου τέχνης - όσων από εμάς δηλαδή περιορίζουμε στον Δυτικό Κανόνα τα όρια του κόσμου μας. Τέλος, για να είμαστε ακριβολόγοι, κανένα λογοτεχνικό έργο δεν είναι κυριολεκτικά διαχρονικό, καθότι όλα προϊόντα συγκεκριμένων συνθηκών.
Ο Τέρενς Φράνσις "Τέρυ" Ίγκλετον (γεν.: 22 Φεβρουαρίου 1943) είναι επιφανής Βρετανός διανοούμενος, κριτικός και θεωρητικός της λογοτεχνίας. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής της Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Λάνκαστερ, καθηγητής Θεωρίας του Πολιτισμού στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Ιρλανδίας και διακεκριμένος επισκέπτης καθηγητής Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Νορτ Νταμ. Έχει συγγράψει πάνω από σαράντα βιβλία, ενώ αποτελεί σημαντικό ενάντιο του Μεταμοντερνισμού καθώς και του Νέου Αθεϊσμού των Ρίτσαρντ Ντόκινς και Κρίστοφερ Χίτσενς. |
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ίγκλετον «μόνο την Ημέρα της Κρίσης θα γνωρίζουμε αν ο Γκαίτε ή ο Βιργίλιος κατάφεραν να φτάσουν στη συντέλεια του κόσμου». Τέλος, ένα εξίσου ενδιαφέρον σημείο αφορά την απόλαυση της ανάγνωσης. Μπορούμε να απολαμβάνουμε ένα βιβλίο που δεν είναι αξιόλογο, χωρίς να το εκτιμάμε, και αντιστρόφως να εκτιμάμε ένα υψηλής ποιότητας ανάγνωσμα χωρίς να το απολαμβάνουμε. «Η απόλαυση είναι πιο υποκειμενική από την αξιολόγηση» μας λέει ορθά ο συγγραφέας.
Ετούτο παραμένει κομβικό ζήτημα, θεωρώ, μιας και πολλοί αναγνώστες συγχέουν τα δύο. Και μπορεί για την μεν απόλαυση να μην υπάρχουν σταθερά κριτήρια, αλλά για την αξιολόγηση δεν ισχύει το ίδιο. Είναι κάτι που αναφέρει ρητά ο συγγραφέας, αποφεύγοντας την παγίδα του σχετικισμού («Το να μην αναγνωρίζεις ότι μια συγκεκριμένη μάρκα ουίσκι είναι παγκόσμια κλάσης, σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνεις αρκετά καλά το ουίσκι»), όπου όλα είναι καλά επειδή μας αρέσουν.
Ο Ίγκλετον επιμένει στην ύπαρξη κριτηρίων, τα οποία αποκτώνται μέσω της λογοτεχνικής κριτικής (ένα από τα διαθέσιμα εργαλεία), αν και αποδέχεται ότι ο υποκειμενισμός παραμένει.
Ο Ίγκλετον επιμένει στην ύπαρξη κριτηρίων, τα οποία αποκτώνται μέσω της λογοτεχνικής κριτικής (ένα από τα διαθέσιμα εργαλεία), αν και αποδέχεται ότι ο υποκειμενισμός παραμένει, ενώ διαφορετικές κουλτούρες διαθέτουν διαφορετικά κριτήρια. Όσον αφορά τα κριτήρια περιλαμβάνουν την πολυπλοκότητα, το βάθος, τη συνοχή, τη γλωσσική ποιότητα ως σημαντικότερα. Όμως για το καθένα από αυτά υφίσταται αναπόφευκτα αντίλογος, αφήνοντας όπως θα ανέμενε κάποιος, ανοιχτό το πεδίο της κριτικής κατά περίπτωση.
Κριτική της κριτικής
Επανερχόμενος στις εισαγωγικές παραγράφους, επαναφέρω το ερώτημα κατά πόσον το βιβλίο αυτό απαντά στο βασικό ερώτημα που θέτει. Η απάντηση οφείλει να είναι διπλωματική: Ναι και όχι. Θετική λοιπόν, αν σκεφτούμε σε ποιους απευθύνεται, δηλαδή σε ένα κοινό νεανικό, πρωτόπειρο, το οποίο επιθυμεί να έρθει σε επαφή με κάποια από τα βασικά ερωτήματα της λογοτεχνικής κριτικής. Εξ ου και η χρήση γλώσσας απλής και στρωτής, η οποία αποφεύγει παντελώς τις παραπομπές σε όλα εκείνα τα θεωρητικά που στοιχειοθετούν τον κλάδο – καμία αναφορά δεν υπάρχει σε σχολές και τους εκπροσώπους τους, και μόνο ακροθιγώς σε λογοτεχνικά ρεύματα όπως ο ρεαλισμός, ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός.
Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου θα είναι λοιπόν αρνητική, μόνο εφόσον ο υποψήφιος αναγνώστης αναζητά μια εις βάθος ανάλυση πιο συμπεριληπτική.
Αλλά ακόμα και τότε, ο συγγραφέας προτιμά να χρησιμοποιεί συγκεκριμένα παραδείγματα έργων και δημιουργών, αποφεύγοντας τη θεωρητικολογία. Φυσικά, όπως συμβαίνει πάντα, κάθε επιλογή είναι κι ένας αποκλεισμός. Εν προκειμένω, ο αναγνώστης που θα επιθυμούσε μεγαλύτερη εμβάθυνση, έστω κάποιον συσχετισμό παραδειγμάτων με θεωρητικής φύσης προβληματισμούς, δεν θα τους βρει εδώ.
Αυτή είναι βέβαια η επιλογή του συγγραφέα και επουδενί αδυναμία του, αφού το βιβλίο θέτει συγκεκριμένα θέματα και ερωτήματα για συγκεκριμένο κοινό. Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου θα είναι λοιπόν αρνητική, μόνο εφόσον ο υποψήφιος αναγνώστης αναζητά μια εις βάθος ανάλυση πιο συμπεριληπτική.
Δόση κριτικής
Όσον αφορά τον κρίνοντα, θα προτιμούσε τη «δόση κριτικής» του πιο «advanced», κάτι που θα συνδύαζε το «τερπνό» της άμεσης προσβασιμότητας με το «ωφέλιμο» της εμβάθυνσης. Θα αποφύγω εδώ να πω το κλασικό «αυτά τα ξέραμε ήδη» ή «βασικές γνώσεις», αφού θα ήταν υπεροπτικό, δεδομένου ότι ο αναγνώστης σίγουρα ωφελείται από την επανάληψη όσων θεωρεί δεδομένα (δεν είναι και τόσο) και την ταξινόμησή τους, καθιστώντας ευκολότερη την ουσιαστικότερη κατανόηση.
Εντούτοις, κι εδώ δεν μπορώ να αποφύγω αυτό που επέρχεται με την ηλικία, είναι αδύνατον να μην συγκρίνω με άλλα έργα «εκλαϊκευμένης» λογοτεχνικής κριτικής, τα οποία τουλάχιστον για εμένα υπήρξαν θελκτικότερα. Ένα σημείο όμως που με ενόχλησε είναι η χρήση χιούμορ, μέσω παραδειγμάτων που στόχευαν στο να «ελαφρύνουν το κλίμα», ώστε το βιβλίο να γίνει πιο προσφιλές στο νεανικό κοινό.
Η παράλληλη με λογοτεχνικούς ήρωες χρήση ονομάτων, στα οποία συμπεριλαμβανόταν ο Χάρι Πότερ, ο Τομ Κρουζ κ.ο.κ. μου φάνηκε κακόγουστη, παραπέμποντάς με στο δημοφιλές ανέκδοτο περί του «θείου που κάθεται με τη νεολαία».
Δεν νομίζω ότι ήταν απαραίτητα για να επιτευχθεί η σύνδεση με το σύγχρονο κοινό, αλλά κι αυτό είναι θέμα οπτικής.
Κλείνοντας το βιβλίο απέμεινε η αίσθηση ότι θα επιθυμούσα κάτι περισσότερο. Αυτό όμως είναι δικός μου προβληματισμός, όχι του συγγραφέα, ο οποίος είναι βέβαιο (μας κλείνει το μάτι) ότι έθεσε εξαρχής ένα πρόβλημα που κανείς, ούτε ο ίδιος, είναι διατεθειμένος να λύσει. Το μέλλον συνεχίζει να παραμένει αρμόδιο για όλα εκείνα που παραμένουν ασαφή στο παρόν.
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η Αντιγόνη και ο Οιδίπους Τύραννος έχουν επιβιώσει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Είναι όμως η Αντιγόνη που θαυμάζουμε σήμερα το ίδιο θεατρικό έργο που χειροκροτούσαν οι Αρχαίοι Αθηναίοι; Θεωρούσαν κι εκείνοι κεντρικό θέμα του έργου ό,τι θεωρούμε εμείς; Αν όχι, ή αν δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι, τότε θα πρέπει να είμαστε διστακτικοί προτού μιλήσουμε για το ίδιο έργο που αντέχει στους αιώνες. Ίσως αν ανακαλύπταμε πραγματικά τι σήμαινε ένα αρχαίο έργο τέχνης για τους συγχρόνους του να σταματούσαμε να το θεωρούσαμε τόσο καλό ή να το απολαμβάνουμε τόσο πολύ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο μέσος θεατής της εποχής αντιμετώπιζε τα έργα αυτά εξοπλισμένος με ένα σύνολο πεποιθήσεων πολύ διαφορετικών από τις δικές μας.»