Για το βιβλίο «Μυστική γνώση» του Ανδρέα Κ. Παπανικολάου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg. «Μια επιστημονική προσέγγιση του θρησκευτικού, φιλοσοφικού και φαρμακογενούς μυστικισμού».
Γράφει ο Μύρων Ζαχαράκης
Παραισθησιογόνα, θρησκείες και «μυστικιστικές» εμπειρίες: νέοι επιστημονικοί ορίζοντες
Κατά την ιστορική διαδικασία που είναι ευρύτερα γνωστή στη Δύση ως εκκομίκευση, σημειώθηκε, υποστηρίζεται, το εξής καίριας σημασίας γεγονός: θρησκευτικής έμπνευσης έννοιες και συμβάντα δεν εξαφανίζονταν ολότελα αλλά ελάμβαναν σταδιακά έναν όλο και πιο «κοσμικό» (δηλ. εμμενές, μη υπερβατικό) χαρακτήρα. Αυτό μπορεί κανείς να το δει όχι μονάχα στις θεολογικές έννοιες, που διαπότισαν την πολιτική φιλοσοφία των Νεώτερων Χρόνων, αλλά και στα θρησκευτικά βιώματα, τα οποία συνεχίστηκαν, κατά κάποιον τρόπο, με νέες μορφές. Οι πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις είναι ο πνευματισμός (19ος αιώνας) και η μαζική χρήση ψυχοτρόπων ουσιών (20ός αιώνας). Αμφότερες, φυσικά, είχαν πανάρχαια θεμέλια: ο μεν πρώτος αποτελεί τη συνέχεια της παλιάς και γνωστής νεκρομαντείας (π.χ. χαρακτηριστική είναι η ιστορία του βιβλικού Σαούλ), ενώ η δεύτερη μπορεί να βρεθεί σε παλιές και «πρωτόγονες» κοινωνίες (π.χ. χρήση Banisteriopsis caapi από τους Ινδιάνους σαμάνους).
Μέσα στο, ίσως κάπως λησμονημένο σήμερα, βιβλίο του με τον τίτλο Θρησκείες, αξίες και εκστατικές εμπειρίες, ο Abraham Maslow διαπίστωνε πως ο μόνος τρόπος να καλυφθεί το κενό ύστερα από τη μεταπολεμική κατάρρευση της ηθικής μας παράδοσης είναι οι εκστατικές εμπειρίες (peak experiences). Διερευνώντας αυτές τις εμπειρίες δεν είναι κάτι που βιώνεται μόνο από αγίους και ασκητές, αλλά μπορεί να συμβαίνει στον καθένα από εμάς και μέσα από ένα μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων: από τα αθλητικά ρεκόρ ως τη μητρότητα και την ερωτική αγάπη, μέχρι και σε ουσίες όπως το LSD και η (φυσική ψυχοτρόπος ουσία) ψιλοκυβίνη.
Την ίδια περίπου εποχή, ο Octavio Paz επαινούσε επίσης την αξία των ναρκωτικών/παραισθησιογόνων ουσιών, το πιο άμεσο αποτέλεσμα της οποίας είναι η απελευθέρωσή μας από το «βάρος» της πραγματικότητας, ανοίγοντάς μας τις «πύλες» ενός άλλου κόσμου. Την ίδια περίπου εποχή, οι αφηγήσεις επιθανάτιων εμπειριών-NDEs (αρχής γενομένης με το «φαινόμενο Moody») απέκτησαν μεγάλη επίδραση. Όλες οι «εμπειρίες» του πνευματισμού διαθέτουν, σύμφωνα με τον William James, τρία θεμελιώδη κοινά: είναι ιδιόρρυθμες, είναι ασυνεχείς και δύσκολα ελέγξιμες επιστημονικά, αφού συντελούνται μονάχα από ορισμένα ειδικά άτομα και η σημασία τους αφορά αποκλειστικά στην προσωπική ζωή. Αυτά όμως θυμίζουν αρκετά όσα ο ίδιος παρατηρούσε για τις μυστικιστικές εμπειρίες, και δεν θα ήταν δύσκολο να τα επεκτείνει κανείς πάνω στις επιθανάτιες, δηλαδή αυτές που βιώνει κανείς όταν η καρδιά του έχει σταματήσει να λειτουργεί.
Αρχικά, ο Παπανικολάου κάνει διάκριση ανάμεσα στη μυστικιστική «εμπειρία» καθαυτή, και στα «οράματα» με τα οποία εκείνη συνδέεται.
Τελικά, όμως, πώς σχετίζονται όλα αυτά τα φαινόμενα μεταξύ τους και ποια η σχέση τους με τις παραδοσιακές θρησκείες; Σε τέτοια ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει το παρόν πόνημα του γνωστού και διεθνώς καταξιωμένου νευροεπιστήμονα, Ανδρέα Κ. Παπανικολάου, ο οποίος προβαίνει σε μια προσεκτική και συστηματική σύγκριση ανάμεσα στις καταγεγραμμένες εμπειρίες των διαφόρων «μυστικιστών», παλιότερα, καθώς και σε εκείνες των επιθανάτιων εμπειριών και των ψυχοτρόπων ουσιών, πιο πρόσφατα. Το βιβλίο στηρίζεται σε μια σειρά προσεκτικών διακρίσεων.
Μυστικιστική εμπειρία και οράματα
Αρχικά, ο Παπανικολάου κάνει διάκριση ανάμεσα στη μυστικιστική «εμπειρία» καθαυτή, και στα «οράματα» με τα οποία εκείνη συνδέεται. Για παράδειγμα, αν μελετάμε την περίπτωση ενός αγιορείτη μοναχού που βιώνει μια μυστικιστική εμπειρία και βλέπει τον Ιησού Χριστό, οφείλουμε να διακρίνουμε ανάμεσα στην εμπειρία και σε αυτό που παρατηρείται (Ιησούς Χριστός), δηλαδή στο όραμα. Μια εμπειρία, όμως, δεν απαιτεί αναγκαστικά κάποιο συγκεκριμένο όραμα.
Και με αυτό, προχωρούμε στην επόμενη διάκριση: η μυστική εμπειρία διακρίνεται ανάμεσα σε «εσωστρεφή» και «εξωστρεφή», σύμφωνα με τον Ουώλτερ Στέις, με την πρώτη να είναι η κυριότερη στην ιστορία του μυστικισμού, στηριγμένη σε ενδοσκόπηση και καταβύθιση στον πυθμένα της ανθρώπινης προσωπικότητας (στην Ανατολική Ορθόδοξη παράδοση, ονομάζεται «εκστατική»). Αντίθετα, η εξωστρεφής αναζητεί την εμπειρία έξω από αυτόν, στον φυσικό κόσμο. Μια ακόμη κομβική διάκριση του παρόντος συγγράμματος είναι η διάκριση ανάμεσα στη μυστικιστική εμπειρία και στην ερμηνεία που της δίνεται, συχνά από τα ίδια τα πρόσωπα που τη βιώνουν.
Παρενθετικά, μπορούμε να πούμε εδώ πως ο Παπανικολάου φαίνεται να θεωρεί τον ορθόδοξο μυστικισμό ως τη (γενικά παραθεωρημένη) συνέχεια των αρχαίων «μυστηρίων».
Συνεχίζοντας το προηγούμενο παράδειγμα του αγιορείτη ασκητή, θα λέγαμε εδώ πως η εμπειρία είναι αυτό το οποίο (διατείνεται ότι) βίωσε άμεσα, ενώ η ερμηνεία είναι η εξήγηση που του δίνει, η οποία θα είναι προφανώς παρμένη από την Ορθόδοξη χριστιανική θεολογία. Παρενθετικά, μπορούμε να πούμε εδώ πως ο Παπανικολάου φαίνεται να θεωρεί τον ορθόδοξο μυστικισμό ως τη (γενικά παραθεωρημένη) συνέχεια των αρχαίων «μυστηρίων». Σε γενικές γραμμές, κάθε θεολογική ή μεταφυσική παράδοση, ανεξαρτήτως του αν δέχεται Θεό ή όχι, περιλαμβάνει μια σειρά τυποποιημένων διαδικασιών για την επίτευξη μιας μυστικιστικής εμπειρίας: ο μύστης πρέπει να είναι ηθικά ενάρετος και να έχει «αδειάσει» εσωτερικά από σκέψεις, επιθυμίες και προθέσεις (καταστολή των σωματικών αισθήσεων μέσα από «άσκηση»).
Όσο για την πρόκληση σωματικού και ψυχικού πόνου, αυτή δεν υπάρχει αναγκαστικά σε όλες αυτές τις εμπειρίες (π.χ. απουσιάζει από Ινδουιστές, Βουδιστές και Πλωτίνο). Μήπως αυτό σημαίνει, αναρωτιέται, ότι οι ασκητικές ακρότητες που κάνουν μερικοί (π.χ. οι νηπτικοί αγιορείτες μυστικοί), δεν είναι αναγκαίες για την επίτευξη μυστικιστικής εμπειρίας; Πάντως, ο πόνος φαίνεται να είναι τουλάχιστον υποβοηθητικό μέσο, είτε επειδή προξενεί παραισθήσεις (νευρολογική εξήγηση) είτε επειδή ανοίγει κάποιες αντιληπτικές «πύλες» του νου (δυϊστική ερμηνεία Μπερξόν και Ουίλιαμ Τζέιμς) ή απλά επειδή αποτελεί μέσο ηθικής εξιλέωσης απέναντι στο θείο (θεολογική εξήγηση).
Αλλά και όλη η φαινομενολογία των ψυχώσεων είναι εντελώς αντίθετη από αυτή του μυστικισμού: οι ψυχώσεις προκύπτουν επαναληπτικά, δεν είναι αποτελέσματα προσπαθειών και κατά κανόνα έχουν μάλλον αρνητική επίδραση στη ζωή όσων τις βιώνουν
Παρότι παραθέτει και την υπόθεση των παραισθήσεων, ο συγγραφέας επιχειρηματολογεί παρακάτω εναντίον της, ξεκινώντας από την κλασική περιγραφή του Λόϋμπα, το 1925. Όπως εξηγεί ο ίδιος, οι μελέτες δείχνουν ξεκάθαρα ότι οι μυστικιστικές εμπειρίες διαφέρουν σημαντικά από την ψύχωση, στο γεγονός ότι οι αυταπάτες της τελευταίας δεν χαρακτηρίζονται από άρρητο αλλά είναι σαφείς και συμβατικές. Αλλά και όλη η φαινομενολογία των ψυχώσεων είναι εντελώς αντίθετη από αυτή του μυστικισμού: οι ψυχώσεις προκύπτουν επαναληπτικά, δεν είναι αποτελέσματα προσπαθειών και κατά κανόνα έχουν μάλλον αρνητική επίδραση στη ζωή όσων τις βιώνουν. Επιπλέον, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι μύστες διαφέρουν από τον γενικό πληθυσμό ως προς τις νευρικές ή άλλες παθήσεις. Τέλος, μέχρι σήμερα δεν έχει προσδιορισθεί με ακρίβεια ο εγκεφαλικός σχηματισμός που αντιστοιχεί σε μια μυστικιστική εμπειρία, ούτε όμως έχει τεκμηριωθεί κάποια σχέση μεταξύ των μυστικών εμπειριών και της δραστηριότητας του κροταφικού λοβού (για να εξηγηθεί με την υπόθεση της επιληψίας, παρότι υπάρχουν όντως μερικές εξαιρέσεις που παρουσιάζουν την επιληψία να συνδέεται με μυστικιστικό βίωμα, όπως στην περίπτωση του Ντοστογιέφσκι).
Ιστορικά, ο πρώτος φιλόσοφος-μύστης στη Δύση υπήρξε αναντίρρητα ο Πλωτίνος, ο οποίος μας έδωσε τα τέσσερα βασικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν μια μυστικιστική εμπειρία: «μια φωτεινή παρουσία που προκαλεί την μέγιστη δυνατή ευδαιμονία, την φαινομενική ένωση του υποκειμένου και του αντικειμένου της εμπειρίας, την έλλειψη φόβων και την βεβαιότητα τη αλήθειας της μυστικής γνώσεως» (σελ. 78). Φως, μέθεξη, αφοβία και βεβαιότητα είναι τα τέσσερα στοιχεία που κυριαρχούν σε κάθε μυστικιστικό βίωμα, ανεξαρτήτως πολιτισμού και ιστορικής εποχής, από τον Ινδουισμό ως τον Βουδισμό, τον μυστικιστικό Ιουδαϊσμό και το σουφικό Ισλάμ, μέχρι τους Αθωνίτες αγίους και τους Χριστιανούς ασκητές στη Δύση. Παρεμπιπτόντως, αντίθετα με τους αντίστοιχους δυτικούς, σχεδόν όλοι οι «μύστες» της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας απέφυγαν να περιγράψουν τις εμπειρίες του σε πρώτο πρόσωπο, με αποτέλεσμα αυτές να καταγράφονται κυρίως από βιογράφους τους, οι οποίοι πάντως παραθέτουν συχνά αυτούσιες δηλώσεις των ίδιων που δεν αφήνουν χώρο για παρερμηνείες (παρεμπιπτόντως, ένα αξιόλογο βιβλίο σχετικά με τα χριστιανικά μυστικιστικά βιώματα, είναι Οι μυστικοί της χριστιανικής παράδοσης, του Αμερικανού ακαδημαϊκού Στίβεν Φάνινγκ, από τις εκδόσεις Ενάλιος). Οι αφηγήσεις των μυστικιστικών εμπειριών μπορεί να είναι είτε περιγραφές των εμπειριών καθαυτών, είτε περιγραφές του (εικαζόμενου σαν) αιτίου. Ο Παπανικολάου επικεντρώνεται, βέβαια, στην πρώτη κατηγορία, διότι η δεύτερη εξαρτάται από το περιεχόμενο-όραμα. Και η πρώτη όμως διαιρείται σε στοιχεία που είναι πολιτισμικά, και σε αυτά που είναι πανανθρώπινα. Συγκεκριμένα, η εκφραστική εκδήλωση μυστικιστικής εμπειρίας είναι σαφώς πολιτισμικά καθορισμένη. Ποια είναι όμως τα κοινά και οικουμενικά χαρακτηριστικά ενός μυστικιστικού βιώματος;
«βάσει των περιγραφών (και όχι των ερμηνειών), τα μόνα γνωρίσματα τα οποία φαίνεται να χαρακτηρίζουν την εμπειρία όλων ή των περισσοτέρων μυστών είναι ότι πρόκειται για άρρητη και απολύτως βεβαία γνώση, ότι είναι παροδική, ότι συνεπάγεται παθητικότητα ή απώλεια βουλήσεως και μια διαίσθηση επαφής ή αλληλεπιδράσεως του υποκειμένου με το αντικείμενό της» (σελ. 191).
Και στη συνέχεια:
«Αυτά εν ολίγοις φαίνεται να είναι τα γνωρίσματα του μυστικού αντικειμένου: το αντικείμενο χαρακτηρίζεται από εκτυφλωτική λαμπρότητα, αποτελεί οργανική ενότητα, είναι μια ζώσα και ενσυνείδητη και αιώνια οντότητα ανεξάρτητη χώρου και χρόνου. Αυτά είναι τέλος πάντων τα μόνα γνωρίσματα τα οποία είναι δυνατόν να συναχθούν από την πληθώρα των ετεροκλήτων χαρακτηρισμών, κάποιοι εκ των οποίων είναι σαφώς εξαρτώμενοι από τις πολιτισμικές και θρησκευτικές καταβολές του κάθε μύστη» (σελ. 196).
Αυτές οι εμπειρίες όμως, εκτός από τον θρησκευτικό ή μεταφυσικό χώρο, συναντώνται ουσιαστικά αυτούσιες και σε περιπτώσεις χρήσης ψυχοδηλωτικών φαρμάκων. Κλασικά ψυχοδηλωτικά είναι κυρίως αγωνιστές της σεροτονίνης και διαιρούνται σε δύο κατηγορίες: τα φάρμακα με χημική δομή όμοια με την τρυπταμίνη (π.χ. ψιλοκυβίνη, LSD, DMT), αλλά και σε εκείνα που ομοιάζουν με τη φαιναιθυλαμίνη (π.χ. μεσκαλίνη). Στην πρώτη ομάδα τοποθετείται το γνωστό παραισθησιογόνο των Ινδιάνων «αγιαχουάσκα», ενώ στη δεύτερη το «πεγιότ». Η τελετουργική χρήση τέτοιων φαρμάκων μπορεί να προκαλέσει τέτοιες εμπειρίες, κάτι που αποδεικνύεται από σχετικά πειράματα, αρχής γενομένης με το περίφημο «πείραμα της Μεγάλης Παρασκευής».
Ο Ανδρέας Κ. Παπανικολάου είναι ομότιμος καθηγητής Κλινικών Νευροεπιστημών της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Tennessee όπου διηύθυνε τον φερώνυµο τοµέα, πρόεδρος του Κέντρου Εφηρµοσµένων Νευροεπιστηµών του Πανεπιστηµίου Κύπρου και επίτιµο µέλος της Ελληνικής Εταιρείας Κλινικής Νευροφυσιολογίας και της Ελληνικής Νευροψυχολογικής Εταιρείας. |
Εξετάζοντας, παρενθετικά, και τις περιπτώσεις των επιθανάτιων εμπειριών (NDEs), ο Παπανικολάου τις διακρίνει από τις μυστικιστικές, με το επιχείρημα ότι οι πρώτες περιλαμβάνουν κατά κανόνα συγκεκριμένα και σαφή αλλοκοσμικά οράματα, αντίθετα με τις τελευταίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται γενικά από ασάφεια και δυσκολία να κατανοηθούν με λεκτικές διατυπώσεις. Κανείς, φυσικά, δεν μπορεί να αποδείξει την εγκυρότητα του περιεχομένου-οράματος των μυστικιστικών εμπειριών. Ωστόσο, μπορεί να τεκμηριωθεί η εγκυρότητα των βιωμάτων καθαυτών. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, διότι περνούμε από τις εμπειρίες στις απόπειρες ερμηνείας τους.
Δύο θεμελιωδώς αλληλοσυγκρουόμενες κοσμοθεωρίες
Σύμφωνα με τον συγγραφέα, υπάρχουν δύο θεμελιωδώς αλληλοσυγκρουόμενες κοσμοθεωρίες. Αμφότερες αποτελούν μεταφυσικές θέσεις, διότι μπορούν να υποστηριχθούν μεν με εύλογα επιχειρήματα, αλλά δεν μπορούν να ελεγχθούν (δηλ. να επαληθευθούν ή να διαψευσθούν) οριστικά με εμπειρικά τεκμήρια. Η πρώτη από αυτές είναι η (σύμφωνα με τον ορισμό του συγγραφέα) «δημοκρίτεια» και πρεσβεύει πως τίποτε το μη υλικό δεν υπάρχει στο σύμπαν, προσδοκώντας να εξηγήσει κάποια στιγμή νατουραλιστικά το σύνολο των παρατηρήσιμων φαινομένων. Πρόκειται για την κοσμοθεωρία που πρεσβεύει ένα μεγάλο μέρος ανθρώπων σήμερα, καθώς και πιθανώς η πλειονότητα των φυσικών επιστημόνων. Στον αντίποδα, στέκεται η λεγόμενη «διηνεκής», η οποία βλέπει τον κόσμο μας σαν ένα «παραπέτασμα», πίσω από το οποίο κρύβεται μια βαθύτερη και πιο αυθεντική πραγματικότητα, πνευματικής υφής. Αυτή είναι λίγο-πολύ η κοσμοθεωρία όλων των μυστικών, ανεξαρτήτως της παράδοσης από την οποία προέρχονται.
Ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει προκαταβολικά πως δεν θεωρεί αμφότερες εξίσου εύλογες, αλλά χωρίς να παίρνει ρητά θέση υπέρ κάποιας, υποψιάζεται κανείς πως βρίσκεται πλησιέστερα σε μια μορφή της διηνεκούς, παρότι δεν διστάζει να παίρνει αποστάσεις από αυτά που θεωρεί ακρότητες της τελευταίας (π.χ. μεσαιωνικός θρησκευτικός φανατισμός). Το συμπέρασμά του από τη συγκριτική εξέταση των διαφόρων μυστικιστικών εμπειριών είναι ότι αυτές είναι πραγματικά γνήσιες. Γιατί όμως αυτό;
Αρχικά, διότι, ακόμη και με τον κίνδυνο της ζωής τους, οι μύστες επιμένουν ότι έχουν αποκτήσει εμπειρικά αληθείς απαντήσεις στα υπαρξιακά τους ερωτήματα. Έπειτα, παρατηρούμε τέτοιον βαθμό συνοχής στις περιγραφές της μυστικιστικής εμπειρίας καθαυτής, που θα απαιτούνταν μια παγκόσμια, διαπολιτισμική και αιωνόβια συνωμοσία, προκειμένου να εξηγηθεί διαφορετικά. Τέλος, αρκετοί μύστες έγιναν τέτοιοι δίχως καν να το έχουν επιδιώξει εκούσια, ακόμη και χωρίς να έχουν εκδηλώσει σχετικές επιθυμίες και προσδοκίες. Πάντως, η κυριαρχία της δημοκρίτειας κυριαρχίας στον επιστημονικό χώρο σήμερα καθιστά απίθανη την αποδοχή των παραπάνω συμπερασμάτων. Αυτό όμως δεν είναι απαραίτητο να συνεχίζεται για πάντα.
Συγκεκριμένα, ο Παπανικολάου παρατηρεί ότι το δημοκρίτειο αφήγημα κυριαρχούσε απόλυτα στις φυσικές επιστήμες μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, έχει όμως ήδη αρχίσει βασικά να εγκαταλείπεται από την πρωτοπορία της σύγχρονης διανόησης: η μαθηματική θεωρία του χάους, οι εξισώσεις της γενικής Σχετικότητας και της κβαντομηχανικής μας αποκαλύπτουν έναν κόσμο που τα μέρη του δεν αλληλεπιδρούν μηχανικά, σαν τις μπάλες του μπιλιάρδου, αλλά με έναν τρόπο που θυμίζει περισσότερο τις εντυπωσιακές διαισθήσεις του Πλωτίνου. Μήπως λοιπόν οι άλλοτε αλλοκοσμικές ιδέες θα αρχίσουν σε λίγο να λαμβάνονται υπόψη σοβαρά, ως εύλογες υποθέσεις; Ο «χρόνος ἅπαντατοῖσινὕστερον φράσει».
*Ο ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ είναι υποψήφιος διδάκτωρ Φιλοσοφίας.