Για το βιβλίο των Λουκά Ζαχείλα και Κοσμά Κέφαλου «Σκακιστικές Ολυμπιάδες στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου και μετά (1950-2000) – Ο συναρπαστικός κόσμος του σκακιού μέσα από την κορυφαία διεθνή διοργάνωση» (εκδ. Σοφία). Κεντρική εικόνα: Ο αμερικανός Reshevsky απέναντι στον γιουγκοσλάβο Gligorić, ο οποίος και τελικά επικράτησε στη Σκακιστική Ολυμπιάδα του 1950 στο Ντουμπρόβνικ.
Του Χρήστου Κεφαλή
Ένα ενδιαφέρον βιβλίο για τις σκακιστικές Ολυμπιάδες κυκλοφόρησαν πρόσφατα οι εκδ. Σοφία στη σειρά Yellow Tree. Τιτλοφορείται Σκακιστικές Ολυμπιάδες στα χρόνια του ψυχρού πολέμου και μετά, 1950-2000 και το υπογράφουν οι Λουκάς Ζαχείλας και Κοσμάς Κέφαλος, δυο γνωστοί παράγοντες στον χώρο του σκακιού και αρθρογράφοι για ιστορικά και άλλα θέματα σχετιζόμενα με το «βασιλιά των παιχνιδιών».
Το σκάκι έχει αποκληθεί μια «εικόνα της ζωής» και αγαπήθηκε από μεγάλους στοχαστές και καλλιτέχνες, από τον Ντιντερό και τον Βολταίρο ως τον Μαρξ και τον Λένιν και από τον Ραμπελαί και τον Γκαίτε ως τον Τολστόι και τον Γκόρκι. Ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, αποτιμώντας την αξία του, έλεγε χαρακτηριστικά: «Η ζωή είναι ένα είδος σκακιού, στο οποίο συχνά έχουμε πόντους να κερδίσουμε και ανταγωνιστές ή αντιπάλους να αντιμετωπίσουμε, και στο οποίο υπάρχει μια τεράστια ποικιλία καλών και άσχημων συμβάντων, που αποτελούν σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα της σωφροσύνης ή της έλλειψής της… Έτσι, το παιχνίδι γίνεται μια εικόνα της ζωής και ιδίως του πολέμου». Ο Γκαίτε, από τη μεριά του, εκτιμώντας τη διανοητικότητα που το διακρίνει, είχε πει διάσημα ότι «το σκάκι είναι κριτήριο του νου».
Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που αναφέρθηκαν στην ικανότητα του σκακιού να καλλιεργεί ως άθλημα μια ποικιλία ικανοτήτων όπως η ορθή κρίση, η παρατηρητικότητα, η μνήμη και η αυτεπίγνωση. Αργότερα άλλοι, μεγάλοι σκακιστές, στοχαστές και καλλιτέχνες, τόνισαν τις συνδέσεις του με την επιστήμη και την τέχνη. Ανίχνευσαν τις πρώτες στην ύπαρξη μια ολοκληρωμένης και διαρκώς αναπτυσσόμενης θεωρίας, που περιλαμβάνει μια ποικιλία τομέων αναφορικά με πτυχές του παιχνιδιού (στρατηγική, τακτική, ανοίγματα, μέσον, φινάλε). Και διέκριναν τις δεύτερες στη δημιουργία ενός πλήθους πρωτότυπων καταστάσεων και συνδυασμών, των οποίων η περίτεχνη αντιμετώπιση από τους μεγάλους μετρ προσφέρει αισθητική απόλαυση και ένα αίσθημα αρμονίας. Η ύπαρξη του καλλιτεχνικού σκακιού, ενός πεδίου που αποσκοπεί στην ανάδειξη της ομορφιάς στο σκάκι μέσα από την παρουσίαση μιας ποικιλίας ευφάνταστων και λεπτεπίλεπτων θεμάτων σε επινοημένες θέσεις ενισχύει αυτό το στοιχείο.
...μεγάλοι σκακιστές, στοχαστές και καλλιτέχνες, τόνισαν τις συνδέσεις του με την επιστήμη και την τέχνη.
Το σκάκι, όπως κάθε επιστημονικό πεδίο, έχει τη δική του ιστορία, που παρακολουθεί την εξέλιξη των ιδεών για το παιχνίδι σε διάφορα στάδια, μέσα από την αναφορά στις μεγάλες σκακιστικές διοργανώσεις, τουρνουά, ματς παγκοσμίου πρωταθλήματος, κ.ά. Το βιβλίο των Λουκά Ζαχείλα και Κοσμά Κέφαλου έρχεται να καλύψει ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με αυτή την ιστορία. Παρουσιάζει την πορεία του σκακιού μέσα από τον κορυφαίο του θεσμό, τις σκακιστικές Ολυμπιάδες. Πρόκειται για τον πιο περίοπτο διεθνή ομαδικό θεσμό στο σκάκι, στον οποίο αποτυπώνονται οι πρόοδοι και οι τάσεις κάθε εποχής.
Οι πρώτες διοργανώσεις και η συντριπτική επικράτηση της Σοβιετικής Σχολής
Οι σκακιστικές Ολυμπιάδες ξεκίνησαν το 1924 και στη διάρκεια του Μεσοπολέμου διεξάχθηκαν 8 επίσημες και 3 ανεπίσημες διοργανώσεις. Ωστόσο, ο θεσμός ήταν ακόμη τότε υποβαθμισμένος, χωρίς ιδιαίτερη απήχηση, ενώ οι πιο σημαντικοί σκακιστές συχνά δεν μπορούσαν ή δεν θεωρούσαν σκόπιμο να δώσουν το παρόν. Οι συγγραφείς αφιερώνουν ένα μόνο κεφάλαιο σε αυτές τις πρώτες διοργανώσεις, εστιάζοντας στις σκακιστικές Ολυμπιάδες από το 1950 και μετά, όταν ο θεσμός απέκτησε την πραγματική αίγλη και τη σημασία του. Στο βιβλίο παρουσιάζεται τόσο η εικόνα του παγκόσμιου σκακιού στην 50ετία 1950-2000, όσο και η πρόοδός του στη χώρα μας, που μόλις μεταπολεμικά άρχισε να κάνει τα πρώτα ουσιαστικά βήματά της.
Στον διεθνή χώρο, το κορυφαίο, καθοριστικό γεγονός αυτής της περιόδου ήταν η άνοδος και η κυριαρχία της Σοβιετικής Σχολής, που έφερε μια επανάσταση στις απόψεις μας για το σκάκι. Μέχρι τότε κυριαρχούσαν οι απόψεις της Κλασικής Σχολής, που περιλάμβανε τους πρώτους παγκόσμιους πρωταθλητές, Στάινιτς, Λάσκερ, Καπαμπλάνκα και Αλιέχιν, καταλαμβάνοντας χοντρικά μια 50ετία (1880-1930). Οι μεγάλοι αυτοί σκακιστές είχαν δώσει έμφαση στην αναγνώριση και κατανόηση των διαφόρων στρατηγικών και τακτικών στοιχείων του σκακιού θεωρούμενων κατά ένα τρόπο μεμονωμένα, σε θέσεις όπου κάποιο από αυτά κυριαρχούσε και γινόταν συζήτηση για το σωστό χειρισμό του από την επίθεση και την άμυνα. Το αποτέλεσμα ήταν ένας μεγάλος εμπλουτισμός των σκακιστικών γνώσεων, που όμως έφερε και κορεσμό, μια αίσθηση ότι το σκάκι κινδύνευε να εξαντληθεί, την οποία δεν κατόρθωσαν να κλονίσουν οι αμφισβητίες της εποχής, που ανήκαν στη λεγόμενη Σχολή των Υπερμοντέρνων.
Η περιπλοκότητα της σκακιστικής θεωρίας αυξήθηκε, παρουσιάστηκαν ένα πλήθος νέες ιδέες στη θεωρία των ανοιγμάτων και τονίστηκε το στοιχείο της ακρίβειας χειρισμών απέναντι στις χαοτικές θέσεις που προέκυπταν.
Στον αντίποδα, η Σοβιετική Σχολή τόνισε τη σύγκρουση μεταξύ των διαφόρων στοιχείων, σε θέσεις όπου συνυπάρχουν μερικά από αυτά και γίνεται διαμάχη για το ποιο είναι πιο ουσιαστικό. Οι κορυφαίοι εκπρόσωποί της, οι παγκόσμιοι πρωταθλητές της περιόδου 1948-1972, Μποτβίνικ, Σμίσλοβ, Ταλ, Πετροσιάν και Σπάσκι, έδειξαν ο καθένας πώς αυτή η διαμάχη επηρέαζε κάποιο από τα κύρια σκακιστικά μεγέθη, στατικές αδυναμίες, χρόνος, χώρος, υλικό. Το αποτέλεσμα ήταν μια ουσιώδης αναθεώρηση των προηγούμενων απόψεων: οι παλιές, μονοσήμαντες εκτιμήσεις, που απέδιδαν εκ των προτέρων μια βασικά θετική ή αρνητική εκτίμηση στο ένα ή το άλλο στοιχείο, αντικαταστάθηκαν από διαλεκτικές εκτιμήσεις, που εξαρτούν την εκτίμηση από το σύνολο των γνωρισμάτων της θέσης. Η περιπλοκότητα της σκακιστικής θεωρίας αυξήθηκε, παρουσιάστηκαν ένα πλήθος νέες ιδέες στη θεωρία των ανοιγμάτων και τονίστηκε το στοιχείο της ακρίβειας χειρισμών απέναντι στις χαοτικές θέσεις που προέκυπταν.
Ο Bobby Fischer (δεξιά) στην παρτίδα του τελικού, με τον Boris Spassky στην Ολυμπιάδα του 1972. |
Αυτές οι καινοτομίες προσεγγίζονταν με την έναρξη της μεταπολεμικής περιόδου από το σύνολο των σκακιστών, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης και τις ΗΠΑ, που είχαν αξιόλογη σκακιστική παράδοση. Ωστόσο, στην ΕΣΣΔ μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης έλαβε χώρα μια πρωτοφανής ιστορικά καλλιέργεια του σκακιού, με την ευρεία διάδοσή του στα σχολεία και εκατομμύρια ενεργούς σκακιστές. Αυτή η τεράστια εμπειρία και οι πολυάριθμες εκδόσεις και διαρκείς αναλύσεις έφεραν τους Σοβιετικούς σκακιστές στην παγκόσμια πρωτοπορία, και μάλιστα σε ικανή απόσταση από τους ανταγωνιστές τους. Ακόμη και ο Φίσερ, ο διάσημος Αμερικανός παγκόσμιος πρωταθλητής που κατόρθωσε να σπάσει την ηγεμονία τους, επικρατώντας στο ματς με τον Σπάσκι το 1972, βασίστηκε στις επιτεύξεις τους. Στη συνέχεια, το σκάκι κυριαρχήθηκε ως τα 1990 από τα ματς παγκοσμίου πρωταθλήματος ανάμεσα στον Κάρποβ και τον Κασπάροβ, τους δυο κορυφαίους παγκόσμιους πρωταθλητές της εποχής που έφεραν σε νέα ύψη το παιχνίδι.
Από τις 26 Ολυμπιάδες που διεξάχθηκαν στα 1950-2000, η ΕΣΣΔ, στη διάρκεια της ύπαρξής της, κέρδισε τις 18. Και οι 5 Ολυμπιάδες της περιόδου 1992-2000, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, κερδήθηκαν από τη Ρωσία.
Οι σκακιστικές Ολυμπιάδες μετά το 1950 ήταν ένας καθρέφτης αυτών των εξελίξεων, με τη Σοβιετική Ένωση να κυριαρχεί, εύκολα ή δύσκολα, σχεδόν αδιάλειπτα. Συγκεκριμένα, από τις 26 Ολυμπιάδες που διεξάχθηκαν στα 1950-2000 (οι διοργανώσεις γίνονται κάθε διετία), η ΕΣΣΔ, στη διάρκεια της ύπαρξής της, κέρδισε τις 18. Δεν κατέλαβε την πρώτη θέση μόνο σε δυο Ολυμπιάδες όπου δεν συμμετείχε, το 1950 στο Ντουμπρόβνικ, λόγω της διένεξης ανάμεσα στον Τίτο και τον Στάλιν, και το 1976, όταν η Ολυμπιάδα έγινε στη Χάιφα του Ισραήλ, και σε άλλη μια το 1978, όταν υπερίσχυσε με ελάχιστη διαφορά η Ουγγαρία. Και οι 5 Ολυμπιάδες της περιόδου 1992-2000, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, κερδήθηκαν από τη Ρωσία.
Ολυμπιάδες γυναικών
Μια ανάλογη εικόνα παρουσιάζεται και στις Ολυμπιάδες γυναικών, που καθιερώνονται το 1957 και από το 1972 διεξάγονται μαζί με τις ανδρικές, αποκτώντας και αυτές σημαντική απήχηση. Εδώ επίσης κυριαρχεί ως το 1986 η ΕΣΣΔ, ενώ στη συνέχεια εμφανίζονται νέες δυνάμεις, η Ουγγαρία (χάρη στις τρεις αδελφές Πόλγκαρ), και μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ η Γεωργία και η Κίνα.
Στο βιβλίο παρακολουθούμε τις πιο σημαντικές στιγμές της κάθε διοργάνωσης, κρίσιμα ματς, καθοριστικές παρτίδες, κατατοπιστικές αναφορές στους σκακιστές και τις χώρες που διακρίθηκαν σε κάθε διοργάνωση. Κάθε Ολυμπιάδα παρουσιάζεται σε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Η παρουσίαση, ωστόσο, δεν είναι στενά σκακιστική. Διανθίζεται με παρεμβολές για τα γεγονότα της εποχής, ανέκδοτα και παράξενα περιστατικά από κάθε διοργάνωση, αλλά και βιογραφίες των μεγάλων σκακιστών, όπου παρουσιάζεται η ζωή και η συμβολή τους. Αυτό το περιστατικό κάνει προσιτό και ευανάγνωστο το βιβλίο όχι μόνο για σκακιστές αλλά και για το ευρύ κοινό.
Και οι δυο πρωταγωνιστές της Κουβανικής Επανάστασης ασχολούνταν με το σκάκι, με τον Τσε ιδιαίτερα να είναι από τα νιάτα του ερασιτέχνης παίκτης και μετά τη νίκη της επανάστασης διοργανωτής τουρνουά στην Κούβα...
Σε αρκετά σημεία γίνονται αναφορές σε επιφανείς πολιτικές μορφές που συνδέθηκαν με το σκάκι, ευρύτερα ζητήματα που ανακίνησαν οι σκακιστικές εξελίξεις, κ.ά. Στο μέρος για την Ολυμπιάδα του Ντουμπρόβνικ (1950), π.χ., σχολιάζεται η αγάπη του στρατάρχη Τίτο για το παιχνίδι, ενώ στο κεφάλαιο για την Ολυμπιάδα της Αβάνας (1966, μια από τις πιο ιστορικές και καλύτερες στην ιστορία του θεσμού), αναδεικνύεται εκτενώς η θερμή σχέση με αυτό των Φιντέλ Κάστρο και Τσε Γκεβάρα. Και οι δυο πρωταγωνιστές της Κουβανικής Επανάστασης ασχολούνταν με το σκάκι, με τον Τσε ιδιαίτερα να είναι από τα νιάτα του ερασιτέχνης παίκτης και μετά τη νίκη της επανάστασης διοργανωτής τουρνουά στην Κούβα, παρότι δεν παραβρέθηκε στην Ολυμπιάδα, αφού το επαναστατικό καθήκον τον είχε τότε καλέσει στη Βολιβία (σελ. 121-124).
Οι αδελφές Polgár: [Από αριστερά] Zsófia, Susan και Judit Polgár. |
Σε μέρη αφιερωμένα στην άνοδο και κυριαρχία της Ουγγαρίας στο γυναικείο σκάκι, χάρη στις τρεις αδελφές, Ζούζα, Σοφία και Τζούντιθ Πόλγκαρ, συζητείται η σχέση ανάμεσα στο ταλέντο και την εκπαίδευση στην επιτυχία στο σκάκι και ευρύτερα σε κάθε διανοητικό πεδίο. Η ιστορία των αδελφών Πόλγκαρ τροφοδότησε μια ολόκληρη διαμάχη, κυρίως λόγω της αμφιλεγόμενης απόφασης των γονιών τους να τις κρατήσουν μακριά από το σχολείο, αφιερώνοντάς τις πλήρως στο σκάκι, με στόχο να αποδείξουν ότι η επίτευξη είναι κυρίως προϊόν προσπάθειας. Αν και τα τρία κορίτσια πράγματι διέπρεψαν στο παιχνίδι –η Τζούντιθ Πόλγκαρ έγινε η ισχυρότερη σκακίστρια όλων των εποχών και η πρώτη που αντιμετώπισε με επιτυχία όλους τους ισχυρούς άνδρες μετρ της εποχής της, ενώ η Ζούζα έγινε παγκόσμια πρωταθλήτρια γυναικών– το ζήτημα αν το ταλέντο ή η προσπάθεια έχει πρωτεύοντα ρόλο κάθε άλλο παρά έχει λυθεί. Και, όπως επισημαίνουν οι δυο συγγραφείς, σημαντικά είναι και τα ηθικά ερωτήματα που εγείρονται, γύρω για το κατά πόσο οι γονείς έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν οι ίδιοι το μέλλον των παιδιών τους (σελ. 316-319).
Η ιστορία των αδελφών Πόλγκαρ τροφοδότησε μια ολόκληρη διαμάχη, κυρίως λόγω της αμφιλεγόμενης απόφασης των γονιών τους να τις κρατήσουν μακριά από το σχολείο, αφιερώνοντάς τις πλήρως στο σκάκι, με στόχο να αποδείξουν ότι η επίτευξη είναι κυρίως προϊόν προσπάθειας.
Στη βιογραφία του Φίσερ, από την άλλη, αναδεικνύονται τα λεπτά όρια που χωρίζουν την ιδιοφυία από τη μονομανία και την εκκεντρικότητα. Η πορεία του Αμερικανού παγκόσμιου πρωταθλητή, κατά πολλούς του κορυφαίου σκακιστή όλων των εποχών, παρουσιάζει άφθονα δείγματα και των δύο, αναμειγνύοντας το θρίαμβο με την τραγωδία: την κατάκτηση του παγκόσμιου τίτλου στο μεγάλο ματς με τον Σπάσκι ακολουθεί η αποχώρηση από την αγωνιστική δράση και ένα άδοξο, περιθωριακό τέλος. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, «Το φτωχόπαιδο από το Μπρούκλιν, πετυχαίνοντας το μοναδικό στόχο που είχε στη ζωή του κατέστρεψε στην πραγματικότητα το λόγο της ύπαρξής του. Χάνοντας το στόχο έχασε την επαφή που είχε με τον κόσμο και τη λογική» (σελ. 92).
Οι Έλληνες σκακιστές στις Ολυμπιάδες
Ένα ικανό μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην παρουσίαση της πορείας των ελληνικών ομάδων στις σκακιστικές Ολυμπιάδες, δίνοντας έναν καθρέφτη των σημαντικών προόδων αλλά και των αδυναμιών και ελλείψεων του ελληνικού σκακιού. Στην Ελλάδα το σκάκι αρχίζει να σημειώνει αξιόλογη πρόοδο μόνο μεταπολεμικά, με μια καθυστέρηση περίπου 80 χρόνων από τις προηγμένες σκακιστικά χώρες. Στην αρχή, βέβαια, η χώρα μας περιορίζεται στις τελευταίες θέσεις στις διοργανώσεις, αφού όλα βασίζονται στις προσπάθειες των ρομαντικών μετρ της εποχής, που με ατομικές θυσίες κατορθώνουν να δίνουν το παρόν στους αγώνες. Στη συνέχεια, χάρη στο θεμελιωτικό έργο του Τριαντάφυλλου Σιαπέρα, η Ελλάδα αρχίζει να ξεφεύγει από τις τελευταίες θέσεις και σημειώνονται κάποιες πρώτες επιτυχίες από νέους αξιόλογους μετρ στις δεκαετίες του 1960 και του 1970.
Ένας σημαντικός σταθμός είναι οι δυο σκακιστικές Ολυμπιάδες που διοργανώνονται στη Θεσσαλονίκη το 1984 και το 1988. Οι διοργανώσεις αυτές συντελούν τα μέγιστα στη μαζικοποίηση του αθλήματος στη χώρα μας, ενώ το 1988 σημειώνεται και η πιο αξιόλογη ως τώρα ελληνική επιτυχία, με την κατάκτηση της 6ης θέσης στις γυναίκες. Συνολικά, τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, οι ελληνικές ομάδες κατορθώνουν πλέον να περιλαμβάνονται στην πρώτη 25άδα της παγκόσμιας κατάταξης, χωρίς όμως να έχουν κάποια άλλη μεγάλη διάκριση.
Ένας σημαντικός σταθμός είναι οι δυο σκακιστικές Ολυμπιάδες που διοργανώνονται στη Θεσσαλονίκη το 1984 και το 1988. Το 1988 σημειώνεται και η πιο αξιόλογη ως τώρα ελληνική επιτυχία, με την κατάκτηση της 6ης θέσης στις γυναίκες.
Το βιβλίο περιλαμβάνει βιογραφίες και συνεντεύξεις των περισσότερων σκακιστών που σημάδευσαν την πορεία του ελληνικού σκακιού. Από τους πρώτους μεταπολεμικούς πρωταθλητές όπως οι Γαϊτανάρος, Παρλιάρος (που πέτυχε την πρώτη ισοπαλία Έλληνα σκακιστή με πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή, τον Όιβε, στην Ολυμπιάδα του Άμστερνταμ 1954), Μαστιχιάδης, Βυζαντιάδης, Παναγόπουλος, περνάμε στους διαδόχους τους, Σιαπέρα, Κόκκορη, Τρικαλιώτη, Βυζαντιάδη, Ορνιθόπουλο, Άγγο και παραπέρα στους πιο σύγχρονους μετρ, Μακρόπουλο, Κοτρωνιά, Σκαλκώτα, Σκέμπρη, Γρίβα, Μπανίκα, Παπαϊωάννου, Χαλκιά, κ.ά. Στο γυναικείο σκάκι ξεχωρίζουν οι Μπότσαρη, Μακροπούλου, Κόντου, Κουβάτσου (η πρώτη Ελληνίδα που κατακτά παγκόσμιο τίτλο στις νεάνιδες), κ.ά.
Οι εκτενείς συνεντεύξεις σκακιστών και σκακιστριών μας στο βιβλίο καθιστούν πρόδηλη την ικανοποίηση που προσφέρει το σκάκι στις βλέψεις για δημιουργικότητα και ανθρώπινη διάκριση. Αυτή η δυνατότητα, παράλληλα με τα άλλα οφέλη του, προσφέρεται απλόχερα ακόμη και σε μικρή ηλικία, καθώς είναι ένα από τα λίγα πεδία όπου τα ταλαντούχα παιδιά μπορούν να συναγωνίζονται ισότιμα τους μεγάλους. Μια εντυπωσιακή τέτοια ιστορία είναι του μετέπειτα πρωταθλητή Ελλάδας και προέδρου της Ελληνικής Σκακιστικής Ομοσπονδίας (ΕΣΟ) Γιώργου Μακρόπουλου, ο οποίος σε ηλικία 10 ετών, ενώ γνώριζε σκάκι μόλις λίγους μήνες, είχε νικήσει τον πρωταθλητή Ελλάδας Χατζιώτη. Το περιστατικό, με την επίσκεψη του εντελώς άγνωστου τότε μικρού στα γραφεία της ΕΣΟ από την Κρήτη όπου διέμενε, με πρωτοβουλία του πατέρα του, προκαλεί ζωηρή εντύπωση στον αναγνώστη (σελ. 264).
Παράλληλα, ωστόσο, υπογραμμίζεται διαρκώς στις συνεντεύξεις η αδιαφορία της πολιτείας και η έλλειψη οργάνωσης και βοήθειας σε όλα τα επίπεδα, ιδιαίτερα δε όσον αφορά στη διάδοση του σκακιού στα σχολεία και τη θέσπιση κινήτρων για διακρίσεις. Χαρακτηριστική η περίπτωση της Άννας Μαρίας Μπότσαρη, της οποίας το ρεκόρ Γκίνες στο σιμουλτανέ το 2002 (αναμέτρηση με πολλούς αντιπάλους ταυτόχρονα) ελάχιστα αξιοποιήθηκε από την πολιτεία (βλέπε τη συνέντευξή της, σελ. 358). Σε αυτές τις περιστάσεις θα πρέπει να αναζητηθεί και η αιτία για το ότι παρά τις αξιοσημείωτες προόδους του, το ελληνικό σκάκι δεν πέτυχε μέχρι σήμερα να αναδείξει παίκτες μέσα στην πρώτη 20άδα της παγκόσμιας κατάταξης και να πλησιάσει την κορυφή.
Το βιβλίο στηρίχτηκε σε υλικό που οι δυο συγγραφείς συνέλεξαν με επιμέλεια και παρουσίασαν, σε μια πρώτη μορφή, σε σειρά άρθρων στην εφημερίδα «Αυγή», από το Νοέμβρη του 2020 μέχρι τον Απρίλη του 2021, ενώ συμπληρώνεται στο τέλος με εκτενείς στατιστικούς πίνακες. Μια σημαντική πλευρά του, που τονίζεται και στον τίτλο του, είναι η τοποθέτηση των σκακιστικών εξελίξεων στο πλαίσιο των διεθνών ανταγωνισμών, ιδιαίτερα του ψυχρού πολέμου ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και την ΗΠΑ που κυριάρχησε μεταπολεμικά, θέλοντας το σκάκι ένα εργαλείο για την ανάδειξη της υπεροχής της μιας ή της άλλης ιδεολογίας. Ταυτόχρονα όμως τονίζεται ο χαρακτήρας του σκακιού ως μιας ευγενικής μάχης, που από τη φύση της απορρίπτει σκοπιμότητες αυτού του είδους. Με τα λόγια του πολυπρωταθλητή Ελλάδας Βασίλη Κοτρωνιά:
«Το σκάκι… (είναι) για τον καθένα κάτι διαφορετικό. Είναι κάτι ανάμεσα σε παιχνίδι και επιστήμη… (Μας διδάσκει ότι) δεν υπάρχει τίποτα πιο αληθινό, αλλά και ταυτόχρονα πιο επικό από τη σύγκρουση μιας πνευματικής οντότητας με κάποιαν άλλη» (σελ. 338).
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΕΦΑΛΗΣ είναι συγγραφέας. Τελευταίο του βιβλίο, η μελέτη «Οι Πολωνοί κομμουνιστές απέναντι στον Στάλιν» (εκδ. Red Marks).