Της Μαρίας Γιαγιάννου
«Εμείς οι υπογράφοντες πολίτες της Αρλ, είμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι ο Βικέντιος Βαν Γκογκ, κάτοικος πλατείας Λαμαρτίνου 2, είναι ένας επικίνδυνος τρελός που δεν πρέπει να παραμένει ελεύθερος. Ζητούμε λοιπόν από εσάς, σαν δήμαρχός μας, να φροντίσετε για τον εγκλεισμό αυτού του τρελού.» Και ο δήμαρχος φρόντισε. Περισσότερες από 80 υπογραφές γειτόνων κόσμησαν το περήφανο petition του 1889 με σκοπό τη σύλληψη του Βίνσεντ Βαν Γκογκ.
Αφορμή στάθηκε ο αυτοακρωτηριασμός του αυτιού του και η προσφορά της θυσίας σε μια νεαρή πόρνη της Αρλ. Η κοινότητα αναστατώθηκε. Ο Πωλ Γκωγκέν, που εκείνες τις μέρες έκανε μια προσπάθεια να ζήσει και να εργασθεί κάτω από την ίδια στέγη με τον άσπονδο φίλο του, κατατρόμαξε και έσπευσε να φύγει. Ο Θεόδωρος Βαν Γκογκ, στοργικός αδελφός και μαικήνας του (δεξιά στη φωτογραφία από κάτω), κατατρόμαξε και έσπευσε να έρθει. Σούσουρο επικράτησε στη μικρή αυτή πόλη της νότιας Γαλλίας, την Αρλ, όπου ο «κόκκινος τρελός» πρωτογνώρισε την αυτοκαταστροφική πλευρά του ανεξέλεγκτου χαρακτήρα του. Εκεί όπου ζωγράφισε τα πιο φωτεινά του έργα, ξεκίνησε η πιο σκοτεινή εποχή της ζωής του. Οι δυο πλευρές του ήλιου είναι μεταξύ τους δεμένες, όπως τα δυο προφίλ του ίδιου προσώπου. Έτσι και το πρόσωπο του Βαν Γκογκ, μισό στη σκοτεινιά του ψυχρού Βορρά και μισό στον ανοικτίρμονα ήλιο της Μεσογείου˙ μισό στη σκούρα εσωτερικότητα του Ρέμπραντ και μισό στην πολύχρωμη εξωστρέφεια του Μονέ. Εκεί, ανάμεσα στην καθιερωμένη παράδοση και σ' αυτό που δεν είχε ακόμα ανακαλυφθεί, γεννήθηκε ο θρύλος μιας παραγνωρισμένης μεγαλοφυΐας.
Οπλισμένος με πινέλο
Ένας άνθρωπος που ξεκίνησε ως ιερέας, βαθιά ταυτιζόμενος με τη ζωή του ανθρακωρύχου, αληθινός ανθρωπιστής όχι στα λόγια αλλά στην πράξη, δεν μπόρεσε τελικά να επιλέξει τίποτε άλλο από το καβαλέττο του.
Ολόκληρο το πρόσωπο του Βαν Γκογκ φωτίζεται στο ανά χείρας (κλασικό πλέον) βιογραφικό μυθιστόρημα του Ίρβινγκ Στόουν, που πρωτοεκδόθηκε το 1934 στην Αμερική και στην Ελλάδα το 1969 από τον Γκοβόστη. Από τις εκδόσεις Γκοβόστη και πάλι, σε μετάφραση Δ.Π. Κωστελένου, κυκλοφορεί αυτή η καίρια και σεμνά εμπλουτισμένη με μυθοπλαστικά στοιχεία βιογραφία του Στόουν για τον μεγαλύτερο καλλιτέχνη των αρχών του μοντερνισμού, με τον τίτλο «Πάθος για Ζωή». Ο τίτλος, όσο κι αν ακούγεται μπανάλ, ακριβολογεί˙ ως προς το πείσμα του βιογραφούμενου ήρωά του να επιμένει να ζει και να δημιουργεί φανατικά, αποδεχόμενος τις εντελώς αποθαρρυντικές, έως και απάνθρωπες, συνθήκες της ζωής του. Λέω «αποδεχόμενος τις συνθήκες» εκεί που θα μπορούσα και να πω «αντιστεκόμενος στις συνθήκες», ίσως όμως εν προκειμένω δύο αντίθετες έννοιες να σημαίνουν το ίδιο ακριβώς πράγμα. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι τον καιρό του Παρισιού, όπου ο Βίνσεντ προσπαθούσε να οργανώσει μια μικρή «κομμουνιστική κοινότητα καλλιτεχνών», ήταν η μόνη εποχή –με εξαίρεση εκείνη της αρρώστιας του– που δεν ζωγράφιζε. Τούτη η παρατήρηση είναι προφανώς εντελώς παρενθετική στη βιογραφία του, όμως την επισημαίνω ως μια συμβολή στο δίλημμα «έμπρακτη πολιτικοποίηση των καλλιτεχνών ή σκληρή καλλιτεχνική εργασία». Ένας άνθρωπος που ξεκίνησε ως ιερέας, βαθιά ταυτιζόμενος με τη ζωή του ανθρακωρύχου, αληθινός ανθρωπιστής όχι στα λόγια αλλά στην πράξη, δεν μπόρεσε τελικά να επιλέξει τίποτε άλλο από το καβαλέττο του. Σκεφτείτε, λέει, να είχε γίνει συνδικαλιστής ή παπάς.
«Ευτυχώς που ο Γκωγκέν, εγώ κι οι άλλοι ζωγράφοι δεν οπλιστήκαμε ακόμα με μυδραλιοβόλα κι άλλα καταστρεπτικά πολεμικά όπλα. Όσο για μένα, είμαι αποφασισμένος να μην κρατήσω στα χέρια μου άλλο όπλο απ' το πινέλο και την πένα μου», γράφει τον Ιανουάριο του 1889 ο Βίνσεντ στον Τεό, λίγες μέρες μετά το ατύχημά του (που, ως συνήθως, στην παραφιλολογία της τέχνης, προηγείται της τέχνης του) και μετά την εσπευσμένη αναχώρηση του Γκωγκέν από την Αρλ. Πρόκειται για μία μόνο στιγμή της εσωτερικής ζωής του Βίνσεντ από τις εκατοντάδες καταγραφές στα περίπου 700 γράμματα που έστειλε στον αδελφό του στα 37 χρόνια της σύντομης ζωής του. Από τους τόμους με τις επιστολές του Βαν Γκογκ αντλεί, κατά κύριο λόγο, ο Ίρβινγκ Στόουν τις γνώσεις του για την ψυχοσύνθεση και για την αγωνιώδη μελέτη του καλλιτέχνη καθώς πασχίζει μπροστά σε αναπαραγωγές του Μιλέ, της σχολής Μπαρμπιζόν (η οποία προανήγγειλε τον ιμπρεσσιονισμό), σε σπουδές κάρβουνου των Ολλανδών δασκάλων και σε εικόνες ανατομίας από κτηνιατρικές σχολές, να μάθει ζωγραφική. Ο Βίνσεντ φιλοδοξεί να γίνει ένας ζωγράφος που θα πουλάει τα έργα του και από αυτά θα μπορεί να ζήσει (δηλαδή να τρώει, να κοιμάται σε κρεβάτι και να αγοράζει χρώματα). Η σχέση του με τον αδελφό του Τεό, η οποία διαποτίζει με όλον της τον συναισθηματικό πλούτο τις επιστολές που ανταλλάσσουν και μεταφέρεται με μεγάλη ευαισθησία στο μυθιστόρημα του Στόουν, είναι το μοναδικό αλύγιστο στήριγμά του σε όλες του τις αποφάσεις, μετοικήσεις, περιπέτειες, αμφιβολίες και λυσσασμένες ελπίδες. Είναι τόσο τρυφερά δοσμένη η σχέση των δύο αδελφών στο μυθιστόρημα, ώστε μπορεί να πει κανείς ότι το βιβλίο μιλά πρώτα και κύρια για την δύναμη της αγάπης. Έπειτα έρχεται η δύναμη της μοναξιάς και αργότερα της τέχνης.
Η ειρωνεία του ιστορικού μυθιστορήματος
Πράγματι ο Αμερικανός συγγραφέας Ίρβινγκ Στόουν (1903-1989), έμπειρος βιογράφος, πιστός στο είδος της μυθιστορηματικής βιογραφίας, είχε δηλώσει ότι αυτό που επιθυμούσε ήταν να αφηγείται «σπουδαίες και βαθιές ανθρώπινες ιστορίες» ταυτιζόμενος με την εκάστοτε υπό έρευνα προσωπικότητα και προσπαθώντας να φτάσει στην ουσία του ανθρώπου μάλλον παρά της ιδιότητάς του. Ανάμεσα στα ιστορικά πρόσωπα που τον σαγήνευσαν τόσο ώστε, ως εξερευνητής, να ακολουθήσει βήμα-βήμα τα μονοπάτια του βίου τους και να ανασυνθέσει γύρω τους ένα σκηνικό fiction αλλά με φωτογραφική πιστότητα, είναι ο Τζακ Λόντον, ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Κάρολος Δαρβίνος, ο Αβραάμ Λίνκολν και η Μαίρη Τοντ, ο Ερρίκος Σλήμαν. Το βιβλίο όμως που του έφερε την πραγματική αναγνώριση, αφού πρώτα απορρίφθηκε από δεκαεπτά εκδοτικούς οίκους, ήταν το μυθιστόρημα Πάθος για Ζωή – Η ζωή του Βαν Γκογκ, γεγονός που συμβάλλει στη γενικότερη ειρωνεία της ζωής (πώς να μην είναι τυλιγμένο σε ειρωνεία ένα υπερ-επιτυχημένο βιβλίο αφιερωμένο στον πιο υπερ-αποτυχημένο ζωγράφο όλων των εποχών. Η επιτυχία μάλιστα οδήγησε στο να γυριστεί η ομώνυμη ταινία του 1956 με τον Κερκ Ντάγκλας στον ρόλο του Βίνσεντ και τον Άντονι Κουίν ως Γκωγκέν - βλ. την κεντρική, ψηφιακά επεξεργασμένη εικόνα.) Η ανάγνωση ενός τέτοιου βιβλίου είναι ούτως ή άλλως μια εμπειρία αλλόκοτη, μια σκηνοθετημένη έκπληξη˙ ειρωνική, καθότι η μοίρα έχει ήδη τελεστεί κι όμως ο αναγνώστης, παρά την επίγνωσή του, ελπίζει αυτή τη φορά η Μυθοπλασία να ανατρέψει επιτέλους την Ιστορία!
Πορτρέτο με τον επίδεσμο στο αυτί.
|
Τι θα συμβεί άραγε στον Βικέντιο; αναρωτιέται ο αναγνώστης. Θα φτιάξει την οικογένεια που ονειρεύεται; (κι όμως, ξέρω πως απέτυχε στον έρωτα και πέθανε μόνος). Θα καταφέρει να ζήσει πουλώντας πίνακες; (κι όμως, ξέρω πως σ' όλη του τη ζωή πούλησε μόνο έναν: «Το Κόκκινο Αμπέλι»). Θα επανέλθει η υγεία του μετά απ' αυτή την κρίση; (κι όμως, ξέρω ότι υπάρχει ένα άσυλο Σαιν-Ρεμύ στον ορίζοντα... κι ακόμα δεν έχω φτάσει στο σχετικό κεφάλαιο). Θα προλάβει να τον σώσει ο αδελφός του από τον πυροβολισμό στην κοιλιά; (κι όμως, ξέρω...) Όλα τα ξέρω κι όλα τα διαβάζω σαν να μην τα ξέρω˙ σαν να ήταν ικανό ένα μυθοπλαστικό twist να διαψεύσει τα γεγονότα. Ίσως γι' αυτό τα έργα τέχνης που βασίζονται σε ιστορικές αλήθειες μου φαίνονταν πάντοτε τόσο απογοητευτικά, τόσο εγγεγραμμένα στο παλιό καλό απαράλλακτο Γεγονός. Δεν μπορώ ωστόσο ν' αρνηθώ ότι το Πάθος για ζωή έχει τη μαγεία να αναβάλλει, με μια αφήγηση παρήγορη, το ήδη τετελεσμένο. Κι αυτό που εντέλει συμβαίνει είναι η μικρή ιστορία να ανατραπεί από τη μεγάλη Ιστορία, με την έννοια ότι ο Βαν Γκογκ θα δικαιωθεί μετά το πέρας του βίου του.
Το Κόκκινο Αμπέλι, ο μοναδικός πίνακας που κατάφερε να πουλήσει όσο ζούσε.
|
Το Πάθος για ζωή είναι ένα βιβλίο γραμμένο σε απλή, καθημερινή γλώσσα, με γραμμική αφήγηση, ρεαλιστικούς διαλόγους, γραφικές περιγραφές των εξωτερικών τοπίων (εμπνευσμένες από τα θέματα και τα χρώματα της τοπιογραφίας του Βαν Γκογκ), χωρισμένο σε οκτώ κεφάλαια (βιβλία) που καθένα τους αντιστοιχεί σε μία πόλη απ' όσες στέγασαν τον ζωγράφο στη μακρά, παρότι σύντομη, αναζήτηση του νοήματος της ζωής του. Το αδρό σκιτσάρισμα των χαρακτήρων δεν θυμίζει το ιδιοφυές σκιτσάρισμα του Βαν Γκογκ, όμως έχει κάτι από την αθωότητά του. Είναι, θα λέγαμε, ένα βιβλίο ταιριαστό με την ψυχή του ήρωά του, το οποίο εγκύπτει με γνήσια αφοσίωση στα πάθη του και τα εικονογραφεί με απόλυτη συνέπεια.
Θησαυρός ο άνθρακας
Σύντομα ανακαλύπτει την κλίση του στη διδασκαλία της καλοσύνης από άμβωνος και τη βαθιά συμπόνια του απέναντι στους κατατρεγμένους της κοινωνίας.
Για να βρει ο Βίνσεντ τη φύση του και να πατεντάρει την θεϊκή του «αδεξιότητα» – δηλαδή μια πρώιμη εξπρεσιονιστική τεχνική που ούτε καν οι ιμπρεσιονιστές δεν ήταν έτοιμοι να κατανοήσουν – χρειάστηκε να ψάξει τριανταεπτά συναπτά έτη σε διάφορες πόλεις της Ευρώπης και κυρίως της Ολλανδίας και της Γαλλίας. Γεννήθηκε το 1853 στο ολλανδικό χωριό Ζούντερτ και πέθανε το 1890 στην πόλη Ωβέρ-Σιρ-Ουάζ, βορειοδυτικά του Παρισιού. Οι ενδιάμεσες στάσεις του ήταν στο Λονδίνο, στο Άμστερνταμ, στο Μπορινάζ, στο Έττεν, στη Χάγη, στη Νιουένεν, στο Παρίσι, στην Αρλ και στο Σαιν-Ρεμύ. Η επαγγελματική ζωή του ξεκινά με τη βεβαιότητα ότι πρόκειται να διαπρέψει στο εμπόριο έργων τέχνης, καθώς από τα δεκάξι του εργάζεται στην γκαλερί Goupil (τμήμα της οποίας μάλιστα ανήκει στην οικογένεια Βαν Γκογκ) και τελειώνει με την αβεβαιότητά του αν τελικά κατάφερε ποτέ να γίνει ζωγράφος... Ο κατά τέσσερα χρόνια μικρότερος αδελφός του, Τεό, είναι που θα αναλάβει την θέση του εμπόρου τέχνης στην εταιρεία Γκουπίλ με μεγαλύτερη επιτυχία από τον Βίνσεντ, ο οποίος σύντομα θα απολυθεί από τη θέση του στο Λονδίνο εξαιτίας κακής συμπεριφοράς. Ο Στόουν τον βάζει να λέει σε μια χοντροκομμένη πελάτισσα την απηυδισμένη ατάκα «Αν κλείνατε τα μάτια σας και διαλέγατε, δεν θα μπορούσατε να πάρετε χειρότερα» (και γενικώς ο Στόουν περιγράφει με επιτυχία τη μάστιγα των ευπώλητων στην αγορά τέχνης). Μετά από την αποτυχία αυτή δοκιμάζει να γίνει δάσκαλος ξένων γλωσσών στο παραθαλάσσιο Ραμσγκέητ της Αγγλίας και κατόπιν σε ένα σχολείο μεθοδιστών στο Άιλγουορθ, αλλά σύντομα ανακαλύπτει την κλίση του στη διδασκαλία της καλοσύνης από άμβωνος και τη βαθιά συμπόνια του απέναντι στους κατατρεγμένους της κοινωνίας.
Γυναίκες ανθρακωρύχοι, 1881-82
|
Παρατηρεί την αγροτική οικογένεια Ντε Γκρόοτ, οι οποίοι του επιτρέπουν να τους ζωγραφίσει.
Μετά το Μπορινάζ ξεκινά μια στοχοπροσηλωμένη αναζήτηση με σπασμωδικές επιστροφές στο πατρικό σπίτι, του οποίου η έδρα μετακινείται, μαζί με την ανάγκη του Βίνσεντ για γονεϊκή στοργή, από το Έττεν στη Νιουένεν. Ο Βίνσεντ περνάει μερικούς δύσκολους μήνες στη Χάγη, με την βοήθεια του ζωγράφου Άντον Μωβ, ο οποίος τελικά τον απαρνείται εξαιτίας της στενής του σχέσης με την Χριστίνα (ή Σιεν), μια θεόφτωχη πόρνη, στο πρόσωπο της οποίας έχει βρει μια σύντροφο στη φτώχια. Αφού η σχέση τους καταρρέει, ο Βαν Γκογκ επιστρέφει στους γονείς του στη Νιουένεν φορτωμένος με άνισες γνώμες για το ταλέντο του, που κυμαίνονται από τις απόψεις των εμπόρων τέχνης ότι είναι ένας άθλιος και ανίκανος αλήτης μέχρι τον ενθουσιασμό του σνομπ (ελάσσονος) ζωγράφου της Χάγης, Βάισσενμπρουχ. Στη Νιουένεν, παράλληλα με τη δύσκολη συμβίωση με τους γονείς του, οι οποίοι ασφαλώς αδυνατούν να καταλάβουν τη σκοπιμότητα της «τρέλας» του, συμβαίνει και ένα κορυφαίο γεγονός στην ιστορία της τέχνης: ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ ζωγραφίζει τον πίνακα «Οι πατατοφάγοι» (1885). Παρατηρεί την αγροτική οικογένεια Ντε Γκρόοτ, οι οποίοι του επιτρέπουν (ενώ κανένας άλλος στην ευρύτερη περιοχή δεν του επιτρέπει κάτι ανάλογο) να τους ζωγραφίσει. «Αρχίζει κανείς μ' έναν απελπισμένο αγώνα ν' ακολουθήσει τη φύση κι όλα πάνε στραβά. Καταλήγεις ήρεμα να δημιουργείς από την παλέτα σου κι η φύση συμφωνεί μ' αυτό κι ακολουθεί», σκέφτεται ο Βίνσεντ καθώς προσφέρει στην ανθρωπότητα έναν από τους πιο συγκινητικούς πίνακες όλων των εποχών. Καθώς ο ίδιος θεωρούσε ότι δεν είχε καμία ικανότητα στον σχεδιασμό ανθρώπινων μορφών, δοκιμάζει τις δυνάμεις του, με επίμονες σπουδές και 40 προσχέδια, για να καταλήξει στο μοναδικό πολυπρόσωπο πορτραίτο που ζωγράφισε, όπου οι πατάτες, η γη και οι πατατοφάγοι ενώνονται σε ένα μοναδικό ηθογραφικό στιγμιότυπο που, ακόμα και σήμερα, αχνίζει σαν πατάτα, ζεστή και παρήγορη τροφή, όπως όλο του το έργο, στον τοίχο του Μουσείου Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ.
Η θρησκεία του ήλιου
Ο Σεζάν στο Αιξ, ο Γκωγκέν ονειρεύεται τα νησιά Μαρκέζας, ο Μονέ είναι στην Αντίμπ, ο Μοντιτσέλλι στη Μασσαλία και ο Βαν Γκογκ πάει στην Αρλ.
Μετά απ' αυτό, ξεκινάει η εποχή της βαθιάς ηλίασης. Παρίσι, Αρλ, Σαιν-Ρεμύ, Ωβέρ. Ο Ίρβινγκ Στόουν μας βάζει με επιτυχία στην ατμόσφαιρα του Παρισιού των τελών του 19ου αιώνα. Έχουμε την τύχη να ξενυχτίσουμε πίνοντας αψέντι με τις καρικατούρες όλων των μεγάλων της εποχής. Ο Σερά να βαδίζει προς την υπερκόπωση υπέρ μιας ζωγραφικής ως «αφηρημένης επιστήμης», ο Σεζάν να κοιμάται, από κλοσαρικό γούστο, στα παγκάκια όσο οι πίνακές του χλευάζονται ως γελοίοι, ο Λωτρέκ σε κατάσταση υπεραναπλήρωσης της αναπηρίας του να γλεντάει ασύδοτα με γυναίκες και να εικονογραφεί αλά γκροτέσκ την παρισινή ατμόσφαιρα και φυσικά ο Γκωγκέν, αιματώδης και χονδροειδής να λιώνει απ' τη φτώχεια, να φαντασιώνεται την αθωότητα της φύσης και να διασχίζει με θράσος τη ζωή. Ο αναγνώστης βλέπει την ομάδα όλων αυτών των ύστερων ιμπρεσιονιστών (Petit Boulevard, τους αποκαλούσε ο Βίνσεντ), που ακολουθούν τους πρωτεργάτες Μονέ, Μανέ, Ρενουάρ, Σισλέ, Πισσαρό (τους ζωγράφους του Grand Boulevard), αλλά με πιο «καταραμένη» ενέργεια, να μεταναστεύουν ψάχνοντας, κυριολεκτικά, τον ήλιο.
Ηλιοτρόπια με το λατρευτό κίτρινο-κροκί του Βαν Γκογκ γεμίζουν τους τοίχους του σπιτιού του.
«Εσείς, άνθρωποί μου, πρέπει να υιοθετήσετε τη θρησκεία του ήλιου», λέει ο Σερά, διά χειρός Στόουν, καθώς βλέπει ότι όλοι ψάχνουν μια θέση για το καβαλέττο τους στον ήλιο. Ο Σεζάν στο Αιξ, ο Γκωγκέν ονειρεύεται τα νησιά Μαρκέζας, ο Μονέ είναι στην Αντίμπ, ο Μοντιτσέλλι στη Μασσαλία και ο Βαν Γκογκ αποφασίζει να πάει στην Αρλ. Εκεί, στο «Κίτρινο Σπίτι» διαδραματίζονται τα γνωστά επεισόδια με τα οποία ξεκίνησε και τούτο το άρθρο. Ηλιοτρόπια με το λατρευτό κίτρινο-κροκί του Βαν Γκογκ γεμίζουν τους τοίχους του σπιτιού του. Επίσης, ο «Σπορέας» του (παραλλαγή των αγροτών του Μιλέ, τον οποίο θαυμάζει τόσο πολύ) είναι τέκνο της Αρλεζιανής περιόδου. Στην εποχή του Σαιν-Ρεμύ ο Βαν Γκογκ παλεύει με την ασθένειά του (η οποία μοιάζει με επιληψία) και την αποδοχή της, ενώ ταυτόχρονα, στις διαυγείς του φάσεις, ζωγραφίζει από ένα μικρό (φροντισμένο από τον γιατρό του) κελί τα τοπία της περιοχής. Η γνωστή «γιαπωνέζικη» Αμυγδαλιά του (1890), ζωγραφίστηκε την εποχή του ασύλου. Η μία ιατρική περίθαλψη σύντομα διαδέχεται την άλλη και ο Βίνσεντ μετακομίζει στην Ωβέρ, όπου με τη στήριξη ενός γιατρού που θαυμάζει τη δουλειά του αντιστέκεται στις κρίσεις κατάθλιψης μέχρι που αυτοπυροβολείται στην περιοχή μεταξύ στήθους και κοιλιάς. Πρόσφατα κυκλοφόρησε μια εκδοχή που θέλει τον Βαν Γκογκ να πυροβολείται κατά λάθος από δυο ατίθασους νέους και να αποσιωπά το γεγονός για να τους προφυλάξει. Η επίσημη εκδοχή, ωστόσο, παραμένει η αυτοκτονία.
Ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ (ή Γοχ, όπως προφέρεται στα Ολλανδικά) τα έκανε όλα «λάθος». Και κυρίως στη ζωγραφική του. Από τις πρώτες του προσπάθειες, μέχρι το τέλος της ζωής του κατατρύχεται από μια τεχνική που «είναι λάθος», χρώματα που «είναι λάθος», σχέδιο που «είναι λάθος». Η πιστή μυθιστορηματική βιογραφία του από τον Ίρβινγκ Στόουν μάς καθοδηγεί στον χάρτη των «λαθών» του και ξαναχαρτογραφεί το πάθος με το οποίο τα μελετά και τα λαξεύει, τα ξαναδουλεύει και τα διορθώνει, τα πετάει και τα ξαναφτιάχνει, παλεύοντας να τα κάνει «σωστά». Ευτυχώς για την παγκόσμια ιστορία, απέτυχε εντελώς και έμεινε αδιόρθωτος. Έτσι, ο χρόνος έδωσε την ευκαιρία στο λάθος του Βαν Γκογκ να λάμψει όπως ήταν εξαρχής: σωστό˙ όσο ένας ιριδισμός του ήλιου πάνω στο χώμα, την ώρα που δεν τον περιμένεις. Απρόβλεπτος, πέραν του σωστού και του λάθους˙ καθαρή φύση.
Ας κλείσουμε με τα λόγια του αγαπημένου ιπτάμενου Ολλανδού μας, εκείνου που κάθε του ανεπανάληπτος πίνακας ήταν, και είναι, η τραχιά απόδειξη μιας σοφής αθωότητας: «Άμα είναι κανείς καλά, πρέπει να μπορεί να ζει μ' ένα κομμάτι ψωμί και να δουλεύει όλη μέρα, και νά 'χει ακόμα τη δύναμη να καπνίζει και να πίνει το ποτηράκι του˙ σ' αυτές τις περιστάσεις χρειάζεται κι αυτό. Και ταυτόχρονα, νιώθει καθαρά κει ψηλά τ' αστέρια και τ' άπειρο. Και τότε, μ' όλες τις στερήσεις, η ζωή είναι σχεδόν μαγευτική. Α! αυτοί που δεν πιστεύουν σ' ετούτο τον ήλιο είναι ασεβείς. Δυστυχώς, πλάι στον ήλιο του καλού Θεού, υπάρχει στα τρία τέταρτα του χρόνου ο [άνεμος] μιστράλ του διαβόλου».
* Η ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ είναι συγγραφέας και κριτικός τέχνης.