
Για το βιβλίο σχετικά με τον Άρτουρ Σοπεγχάουερ [Arthur Schopenhauer] «Συνομιλίες: Όψεις από τη ζωή και το έργο του φιλοσόφου» (μτφρ. Βάλια Κακοσίμου, Νάγια Παπασπύρου, εκδ. Printa).
Γράφει ο Γιώργος Βέης
Προβάλλεται εδώ δεόντως, μεταξύ άλλων, η πάγια άποψη του μονήρους φιλοσόφου της Δρέσδης και της Φραγκφούρτης ονόματι Άρτουρ Σοπεγχάουερ (1788-1860), η οποία κατά λέξη έχει ως εξής: «Μια φιλοσοφία που φυλλομετρώντας τη, σελίδα τη σελίδα, δεν ακούμε οιμωγές, γόους, τριγμούς δοντιών, την τρομερή κλαγγή του αλληλοσκοτωμού, του παγκόσμιου φόνου, δεν είναι φιλοσοφία!». Πρόκειται για μια ιδιαιτέρως διαφωτιστική συλλογή μαρτυριών από Γερμανούς και μη, θαυμαστές, αλλά και εν μέρει αρνητές του, οι οποίοι συνάντησαν και συνομίλησαν κατά καιρούς με τον προαναφερόμενο στοχαστή. Είναι εκείνος, ως γνωστόν, που κατά τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, μας πρότεινε μια μέθοδο κωδικοποίησης των νόμων του Σύμπαντος. Από τα 130 πρόσωπα, τα οποία συμμετέχουν στην πρόσφατη, επαυξημένη έκδοση των Συνομιλιών που φρόντισε ο Arthur Hübscher (βλ. Gesprӓche, Friedrich Frommann Verlag, Στουτγάρδη – Μπαντ Κάνστατ 1971), η μεταφράστρια επέλεξε να αναδείξει 33. Η αξιολόγηση έγινε, όπως η ίδια έσπευσε να τονίσει στον πρόλογο του βιβλίου, προκειμένου να φτάσουν στο αναγνωστικό μας κοινό οι συζητήσεις, οι πλέον έγκυρες και οι πλέον κατατοπιστικές συγχρόνως.
«Όταν ο γέρος αυτός συζητούσε, τον έπιανε οίστρος και κεντούσε στον βαρύ καμβά των γερμανικών στολίδια λατινικών, ελληνικών, γαλλικών, αγγλικών, ιταλικών με κέφι, σαφήνεια κι εξάρσεις έναν πλούτο παραθεμάτων, μιαν ακρίβεια λεπτομερειών που έκαναν τις ώρες να περνούν».
Φρονώ ότι η προσωπογραφία του Άρτουρ Σοπεγχάουερ, όπως αποδίδεται από τον συγγραφέα Γκραφ Αλεξάντρ Φουσέ ντε Καρέιγ στη σελ. 204 επ. του παρόντος, συνοψίζει τα κύρια χαρακτηριστικά του ινδάλματός τόσων και τόσων στοχαστών σε διεθνές επίπεδο. Παραθέτω τα εξής αυτούσια, ενδεικτικά αποσπάσματα από την άψογη απόδοση στη γλώσσα μας: «Όταν τον είδα για πρώτη φορά, το 1859, στο τραπέζι του ξενοδοχείου Englischer Hof, στη Φραγκφούρτη, ήταν ήδη γέρος, με μάτια γαλανά, ζωηρά και διαπεραστικά, χείλη λεπτά κι ελαφρώς σαρκαστικά, με ένα αδιόρατο χαμόγελο, και το πλατύ του μέτωπο, μισοκρυμμένο στα πλάγια από δυο τούφες λευκών μαλλιών, αναδείκνυε μια ευγενική καί ιδιόμορφη φυσιογνωμία ενός ανθρώπου λαμπρού, πνευματώδους και μοχθηρού [...] Οι τρόποι του ευχάριστοι. Συνήθως επιφυλακτικός, και φοβισμένος από φυσικού του σε σημείο να σε υποψιάζει, δεν ηρεμούσε παρά μόνον με τους ανθρώπους του στενού του περιβάλλοντος ή με τους ξένους που ήταν περαστικοί από την Φραγκφούρτη. Οι κινήσεις του ζωηρές, γίνονταν έντονες πάνω στη συζήτηση. Απέφευγε τις μάταιες κουβέντες και λογομαχίες, για να χαρεί καλύτερα τη μαγεία μιας φιλικής συνομιλίας. Κατείχε και μιλούσε εξίσου τέλεια τέσσερις γλώσσες: (γερμανικά), γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και μέτρια ισπανικά. Όταν ο γέρος αυτός συζητούσε, τον έπιανε οίστρος και κεντούσε στον βαρύ καμβά των γερμανικών στολίδια λατινικών, ελληνικών, γαλλικών, αγγλικών, ιταλικών με κέφι, σαφήνεια κι εξάρσεις έναν πλούτο παραθεμάτων, μιαν ακρίβεια λεπτομερειών που έκαναν τις ώρες να περνούν. Μερικές φορές, ο μικρός κύκλος των στενών του συναναστροφών τον άκουγε μέχρι τα μεσάνυχτα, χωρίς ούτε μια στιγμή κούρασης να σκιάσει τα χαρακτηριστικά του φιλοσόφου ή να καταλαγιάσει για ένα λεπτό τη φλόγα του βλέμματός του. Ο καθαρός του λόγος κι οι επιτονισμοί του αιχμαλώτιζαν το ακροατήριο – σκιαγραφούσε και συγχρόνως ανέλυε, μια λεπτή ευαισθησία δυνάμωνε τη φλόγα του, ήταν ακριβής και σαφής σε κάθε θέμα. Ένας Γερμανός που είχε ταξιδέψει πολύ στην Αβησσυνία, ακούγοντάς τον μια φορά να παραθέτει ένα σωρό λεπτομέρειες σχετικά με τα διαφορετικά είδη κροκοδείλων και τις συνήθειές τους, έμεινε κατάπληκτος και νόμισε ότι είχε μπροστά του έναν παλιό σύντροφο των ταξιδιών του. Ευτυχείς όσοι άκουσαν τον τελευταίο αυτόν συζητητή της γενιάς του 18ου αιώνα! Ήταν σύγχρονος του Βολταίρου, του Ντιντερό, του Ελβέτιου και του Σαμφόρ».
Επισημαίνω ότι προβάλλονται αρκούντως εδώ πλείστα όσα στοιχεία, τα οποία, εκτός των άλλων, αναφέρονται στις κυριότερες θεματολογικές εστίες του προκείμενου φιλοσοφικού καταπιστεύματος. Όπως είναι φέρ’ ειπείν: α) η συστηματική μελέτη και η περαιτέρω ανάδειξη της βούλησης σε πρώτο κινούν, β) η αιτιολόγηση της ψευδαίσθησης του πραγματικού και η συσχέτιση με το πέπλο, ήτοι με τη Μάγια των Ινδουιστών, η οποία καλύπτει επιμελώς και διαρκώς το όντως ον, γ) η ιδιότυπη πτυχή της απαισιόδοξης κοσμοθεωρίας του, δ) η έννοια, η πρακτική και η συγκεκριμένη ωφέλεια, την οποία κομίζουμε από την απελευθερωτική εν τέλει δράση του ασκητισμού, ε) η ευεργετική, διά βίου συναναστροφή με έργα Τέχνης, στ) η κριτική της ψευδαίσθησης, την οποία αποκαλούμε κατ΄ ανάγκην συλλήβδην «εγώ» και ζ) η προάσπιση των δικαιωμάτων των ζώων, στο πλαίσιο μάλιστα της εξ αντικειμένου καθημερινότητάς μας.
Εξαίρεται επίσης η εμφανέστατη επίδραση, την οποία άσκησε η καταλυτική γνωμάτευση του εν λόγω φιλοσόφου για την ανθρώπινη ύπαρξη και για ό, τι αμέσως και εμμέσως την αφορά, στον παρεπόμενο σχηματισμό των θεωριών τόσο του όμαιμου, του εκρηκτικού Φρήντριχ Νίτσε (1844 – 1900), όσο και του Αυστριακού Ζίγκμουντ Φρόιντ (1856 – 1939). Κατ΄ αντιστοιχία, η αποδόμηση των θέσεων του συμπατριώτη του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (1770 - 1831) διατυπώνεται με απόλυτη σαφήνεια. Τα συναφή ακαταμάχητα τεκμήρια σε αρκετές σελίδες αποτελούν πράγματι αποκτήματα λεπτολόγου εμβάθυνσης στο είναι.
Κοντολογίς, η ιδιάζουσα καυστικότητα της λεκτικής μηχανής του Άρτουρ Σοπεγχάουερ συνιστά μνημείο πολεμικής ρητορικής. Στους αντίποδες όμως αυτής της αδυσώπητης κριτικής, απαντά η άμεση, η ανενδοίαστη αναγνώριση της οφειλής στον ομόγλωσσό του Ιμμάνουελ Καντ (1724 – 1804) και βεβαίως στον Πλάτωνα. Ανάλογα όμως ισχύουν και για τις Ουπανισάδες. Εξ ου και η εκ βαθέων εξομολόγηση: «Είχα την ευτυχία [...] να μυηθώ στις Βέδες, όπου με έμπασαν οι Ουπανισάδες. Τι μεγάλο ευεργέτημα! Ο αιώνας αυτός, κατά τη γνώμη μου, θα επηρεαστεί από τη σανσκριτική γραμματεία ακριβώς όπως ο 16ος από την επανανακάλυψη των Ελλήνων».
*Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή κειμένων «Καταυλισμός» (εκδ. Ύψιλον).
Αποσπάσματα από το βιβλίο
«Μέγιστο μειονέκτημα του χριστιανισμού θεωρούσε την αδιαφορία για τα ζώα [...] Τα ζώα δεν διαφέρουν και τόσο πολύ απ’ τον άνθρωπο, όπως νομίζουν μερικοί [...] Πρέπει να τα διαβάσετε όλα, κάθε μου αράδα. Δεν επαναλαμβάνομαι˙ ένα αντικείμενο το προσπελάζω από διαφορετικές μεριές και προσπαθώ πάντοτε, γράφοντας με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια, αλλά και με τη χρήση παρομοιώσεων συχνά, να διευκολύνω τους αναγνώστες μου στην κατανόηση δύσκολων μεταφυσικών εννοιών [...] Έχω πατήσει τα εξήντα, τούτα τα μαλλιά άσπρισαν, και μπόρεσα να μάθω πόσο πρέπει να υπολογίζει κανείς στην καλοσύνη του ανθρώπου. Ο Λα Ροσφουκώ κι ο Σπινόζα, παρά τις προσπάθειές τους, δεν κατάφεραν να υπογραμμίσουν ικανοποιητικά την άγρια βία του εγωισμού. Είμαι ακράδαντα πεπεισμένος πως, αν υπήρχαν δύο μόνο άνθρωποι στον κόσμο, ο πιο δυνατός, αν είχε να γυαλίσει τις μπότες του, δεν θα δίσταζε ούτε λεπτό να σκοτώσει τον μοναδικό του σύντροφο για το λίπος του. Τι σημασία έχει; Ο καλός Σαμαρείτης κι ο φονιάς είναι εξίσου καταδικασμένοι να γνωρίσουν τη συνέπεια κάθε πόνου˙ αρετή για τον ένα, μοίρα για τον άλλο, το συναίσθημα αυτό τους κυνηγάει παντού και δεν το ξεφορτώνονται ούτε καν φεύγοντας στην έρημο, κλείνοντας τα μάτια στη δημιουργία».