Για το αυτοβιογραφικό αφήγημα του Νίκου Βατόπουλου «Ένα παιδί μεγαλώνει στην Αθήνα 1934-1944» (εκδ. Μεταίχμιο). Κεντρική εικόνα: Ο συγγραφέας με τη μικρή Ada στο σπίτι τους, το 1967 © Από το αρχείο του Νίκου Βατόπουλου.
Γράφει ο Ηλίας Καφάογλου
«Η ιδέα του ημερολογίου είναι πολύ παλιά, χάνεται στους αιώνες, και έχει πάντα να κάνει με δύο ισχυρές, αλληλένδετες και αντιφατικές δυνάμεις. Από τη μια, με την ανάγκη υπεράσπισης του εαυτού, με την ανέλκυση του εαυτού σε καθεστώς υψίστης σημασίας, με την αναμόχλευση και την εξόρυξη των μύχιων συναισθημάτων και, από την άλλη, με την έμμεση συνομιλία με τον κόσμο, την κοινωνία, το ανθρώπινο γένος, αυτό που προϋπήρξε, αυτό που μας περιβάλλει, αυτό που θα έρθει όταν εμείς θα έχουμε κυλήσει στη χώρα της λήθης. Συνεπώς, το ημερολόγιο δεν είναι μια απλή υπόθεση. Προϋποθέτει αυτές τις δύο δυνάμεις, την κατάφαση στην καθημερινότητα που σε ορίζει και την ταυτόχρονη παράδοσή της σε ένα συνεχές του χρόνου, μέσα στο οποίο εσύ θα εξαιρείσαι ως φυσική παρουσία, ωστόσο θα εκπροσωπείσαι με τα κατάλοιπα των καθημερινών εγγραφών σου», γράφει ο Νίκος Βατόπουλος αναστοχαζόμενος πάνω στις γραφές του ίδιου του πατέρα του, Ιωάννη Βατόπουλου, γεννημένου το 1928, το ημερολόγιο του οποίου γραμμένο από το παιδικό και εφηβικό του χέρι «στο διάστημα μιας δεκαετίας, από το 1934 έως και το 1944», μαζί μας ξεφυλλίζει. Και μας γοητεύει.
Πρώτα πρώτα, με την αφηγηματική του τακτική, ο τρόπος με τον οποίο «ρωτάει» την πηγή του, την «αφουγκράζεται», εξετάζει τι μας λέει, από τις σιωπές της μέχρι τις αποφάνσεις και τη γλώσσα της. Το ημερολόγιο, σελίδες διάστικτες με μολύβι πρώτα, με καφετί μελάνι, σελίδες κρουστές που γυρνούν όταν γεμίζουν, ο Βατόπουλος επιλέγει να το παρουσιάσει και να μιλήσει γι' αυτό, και μέσα από αυτό για τον καιρό και τον τόπο, την Αθήνα του «μετέωρου μοντερνισμού» και του πολέμου, ως τεκμήριο περισσότερο της δημόσιας Ιστορίας, «παρά ως οικογενειακό κειμήλιο». Δεν παραλείπει να επιτονίσει τον στοιχειώδη αυθορμητισμό του έφηβου αφηγητή «και μια ορισμένη αφέλεια», επισημαίνοντας ότι τα προσωπικά αυτά στοιχεία δίνουν τον προσωπικό χαρακτήρα στο κείμενο του πατέρα, αλλά μας φιλοδωρούν με την υποχρέωση να το αντιμετωπίσουμε με ύστερο βλέμμα που «οδηγεί σε μία άλλου τύπου ακτινογραφία της εποχής».
Αυτή ακριβώς η μετακένωση της ειδικής περίπτωσης σε συλλογικό βίωμα συνιστά και συστήνει μια τελετουργία προιοκονομώντας και τη συγκινημένη, αλλά στοχαστική σχολιογραφική γραφή του Βατόπουλου. Πρόκειται, συγχρόνως, για ένα κείμενο μαθητείας διπλής, του πατέρα, του Βατόπουλου μέσα από το κείμενο του πατέρα και, από αυτή την άποψη, το βιβλίο του δεινού αθηναιογράφου Βατόπουλου συνιστά τρόπον τινά αυτοβιογραφία, αφού μάς αποκαλύπτει, όπως, άλλωστε και στο προηγούμενο βιβλίο του, Στο βάθος του αιώνα (εκδ. Μεταίχμιο), τα υλικά που τον διαμόρφωσαν και χορδίζουν τη δημόσια παρουσία του, έτσι ώστε, με κείμενα και δράσεις, να λειτουργεί ως εξολκέας βιωμάτων των πόλεων, της Αθήνας πρωτίστως.
Η μετακένωση της ειδικής περίπτωσης σε συλλογικό βίωμα συνιστά και συστήνει μια τελετουργία προιοκονομώντας και τη συγκινημένη, αλλά στοχαστική σχολιογραφική γραφή του Βατόπουλου. Πρόκειται, συγχρόνως, για ένα κείμενο μαθητείας διπλής...
Πράγματι, «αυτές οι σελίδες που έχουν φτάσει στα χέρια μου, δεμένες σε αυτό το δερματόδετο ημερολόγιο, είναι ένα δημόσιο κτήμα. Είναι το βλέμμα των παιδιών που μεγάλωσαν σε συνθήκες εντελώς διαφορετικές από τις σημερινές και με περιορισμούς σε ελευθερίες και ανέσεις αδιανόητες για τις γενιές που άρχισαν να μεγαλώνουν ακόμα και λίγα χρόνια μετά. Η καθημερινότητα στην Αθήνα ανάμεσα στο 1948 και το 1960 ήταν εντυπωσιακά διαφορετική, όχι μόνο από την πλευρά της ασφάλειας και της αφθονίας αλλά κυρίως από την πλευρά της προοπτικής και της πίστης στο μέλλον» – η Αθήνα, λοιπόν, αναβλύζει «ως μήτρα αφηγήσεων».
Δεν πρόκειται για την Αθήνα απλώς όπου, λόγου χάριν, ύστερα και από την έλευση των προσφύγων, νέα πολεοδομικά τετράγωνα σχεδιάζονται, καινούργιες λεωφόροι διανοίγονται, αρχιτεκτονικές-πολεοδομικές καινοτομίες αναπτύσσονται εν πλήρει οδώ, οι δημόσιοι χώροι αναδιατάσσονται και, έτσι, ανοηματοδοτούνται, κοινωνικές ιεραρχήσεις εμπεδώνονται αποτυπωμένες και στον πολεοδομικό ιστό. Την Αθήνα ως πόλη, εντέλει, συνιστούν οι κοινωνικές σχέσεις που ενσωματώνει η πολυεπίπεδη συμβιωτική σχέση των πολιτών, ήδη από παιδιά και ως έφηβοι. Αυτές οι σχέσεις, τα βιώματα ατομικά και συλλογικά –η σκληρή οπλή του χρόνου, του πολέμου, που ξεφτίζει, ξύνει το αστικό παλίμψηστο–, είναι που (καθ)ορίζουν τον τρόπο με τον οποίο συνδεόμαστε με τις πόλεις, μέσα στην καθημερινότητα.
Την Αθήνα ως πόλη, εντέλει, συνιστούν οι κοινωνικές σχέσεις που ενσωματώνει η πολυεπίπεδη συμβιωτική σχέση των πολιτών, ήδη από παιδιά και ως έφηβοι.
Το ημερολόγιο του πατέρα γράφτηκε στο μικρό, οικογενειακό σπίτι στο τέρμα Πατησίων, «ένα παρατηρητήριο του κόσμου». Σχολεία της Κυπριάδου, Λεόντειο Λύκειο στα Πατήσια –«σπάνιος συνδυασμός ελληνικής και ευρωπαïκής παιδείας»– οι καθηγητές, οι συμμαθητές, η σχολική ζωή εν πολέμω –πόσο κοστίζει το ψωμί, τα κρεμμύδια…–, η αγάπη ανάμεσα σε φίλους, το παιχνίδι στον δρόμο, κάθε μέρα μία μικρή παράσταση, συχνά αυτοσχέδια στο σπίτι, «η Ιστορία ως μάθημα και η Ιστορία ως καθημερινότητα», η λαχτάρα για το θέατρο και τον κινηματογράφο, ο «Ορφέας» στην οδό Σταδίου, τα μπάνια στη θάλασσα, στον Μπάτη και στην Εδέμ, στο Ολυμπιακό Κολυμβητήριο Ζαππείου στην Κατοχή, τα ταξίδια από την Αθήνα και τον Πειραιά προς την Πελοπόννησο, στο ακόμα ειδυλλιακό Άστρος Κυνουρίας, από όπου καταγόταν η μητέρα του πατέρα του Βατόπουλου, γεννημένη το 1900, ο αθλητισμός, ο Σπόρτινγκ, ιδρυθείς το 1936, Ηλία Ζερβού και Σαρανταπόρου –οι αθλητικοί σύλλογοι, λέσχες φιλίας, που ικανοποιούσαν ανάγκες εξωστρέφειας– και κοινωνικότητας το μπάσκετ, το ποδόσφαιρο, ο Παναθηναïκός, το γήπεδο της Λεωφόρου, εκδρομές στον Ποδονίφτη και στο τότε ονειρώδες τοπίο του Κηφισσού –σύμπλεση αστικής και φυσικής ζωής σε πολλά σημεία στην Αθήνα και στα περίχωρα–, όλα αυτά και άλλα συστήνουν ένα κόσμο έκστασης, φαντασμαγορίας, δράσης για χιλιάδες παιδιά και νέους στις δύστηνες εκείνες εποχές.
Σε εκείνες τις εποχές, εκτός κέντρου της πόλης, η ζωή στάλαζε και προχωρούσε με άλλον ρυθμό, εκείνον που ως κλίμακα είχε αυτήν της γειτονιάς, θερμοκήπιο «ενός ορισμένου πολιτισμού», εκεί όπου τρόπον τινά γεννήθηκε η νέα Αθήνα, ύστερα από τους Βαλκανικούς, κυρίως μετά το σημαντικότερο επίτευγμα του νεοελληνικού κράτους, αυτό της εγκατάστασης των προσφύγων, ύστερα από τη Μικρασιατική εμπλοκή. Η γειτονιά, χώρος συνάφειας και κοινωνικής επαφής, κόσμος γεμάτος θαύματα για τον πατέρα του Βατόπουλου και για τους συνομηλίκους και συνοδίτες του, ένας οργανωμένος μικρόκοσμος, είναι ένα τοπίο καταγωγής, μια μικρή πατρίδα, όπως και οι αυλές, ενδοχώρες του ημιυπαίθριου βίου.
Η γειτονιά και οι δρόμοι της, εκεί όπου συνήθως το παιχνίδι μεταφερόταν, δρόμοι-σηματοφόροι ελευθερίας, γεώργησης οικειότητας και αλληλεγγύης, αλλά και οδοδείκτες κινδύνου, δρόμοι, πάντως, σήματα άσκησης στη ζωή, πόσο μάλλον τότε που μικρός ήταν ο Ιωάννης Βατόπουλος «το σώμα συμβιβαζόταν με τις κατόψεις των σπιτιών» και τα μικρά σπίτια της Αθήνας κατέλιπαν τα σώματα ανικανοποίητα – οι ανάγκες της ζωής ορίζουν πάντοτε ένα τρόπο θέασης του κόσμου. Από τις γειτονιές της Αθήνας, από μικρά χωριά, από μικρές επαρχιακές πόλεις, μας θυμίζει ο Βατόπουλος, προέρχονται γενιές αυτοδημιούργητων Ελλήνων. «Το όνειρο της κοινωνικής ανέλιξης, που σφράγισε την ιεράρχηση του 20ού αιώνα, πηγάζει εν πολλοίς από το κύτταρο της μικρής κλίμακας», αρμοδίως σημειώνει ο συγγραφέας του Μικροί δρόμοι της Αθήνας.
Τίποτα δεν είναι περισσότερο απρόβλεπτο από το παρελθόν. Είναι, άραγε, κεκτημένο ή ερωτηματικό; Οι τόποι θυμούνται. Ο Βατόπουλος θυμάται. Σπάζουν οι ραφές της μνήμης, αλλά η γραφή του μας γητεύει με τους κλιμακούμενους αναβαθμούς μιας εμπύρετης αφήγησης, που στιγμή δεν εκβάλλει σε μια μελαγχολία που απλώνεται στην επιφάνεια του χρόνου και την οπισθογραφεί. Ξεφυλλίζει το σώμα της Αθήνας ξεφυλλίζοντας το σώμα του ημερολογίου του πατέρα του, κεράκι στη συλλογική μνήμη και όχι εισόδημα πικρίας για τον απωλεσθέντα, τα απωλεσθέντα. Αλλά δεν μπορείς να επισκεφθείς το παρελθόν, παρά μόνο όταν έχεις μπροστά σου το μέλλον. Πώς μπορούμε να συζητήσουμε για την Αθήνα σήμερα, με τον Βατόπουλο ανά χείρας;
* Ο ΗΛΙΑΣ ΚΑΦΑΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και αρθρογράφος. Τελευταίο του βιβλίο, «Η “Γυφτοπούλα” μια γυναίκα ερωτευμένη και η εποχή της» (Εκδόσεις του Φοίνικα).