Για τη βιογραφία του Λόρδου Μπάιρον «Λόρδος Μπάιρον, Οι έρωτές του» (μτφρ. Σοφία Σκουλικάρη, επιμέλεια Κατερίνα Λελούδη) της Έντνα Ο'Μπράϊεν που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Του Κώστα Κατσουλάρη
«Το σπιτικό του Λόρδου Μπάιρον απαρτίζεται, εκτός των υπηρετών, από δέκα άλογα, οκτώ πελώρια σκυλιά, τρεις μαϊμούδες, πέντε γάτες, έναν αετό, ένα κοράκι κι ένα γεράκι∙ κι όλα αυτά, εκτός των αλόγων, περιφέρονται στο σπίτι, που κάθε τόσο αντηχεί από τους καβγάδες που κάνουν ανεμπόδιστα, λες κι είναι αφέντες του… Αργότερα ανακαλύπτω πως ο κατάλογος των ζώων που απαρίθμησα σε αυτό το παλάτι της Κίρκης ήταν ελλιπής, μόλις συνάντησα στη μεγάλη σκάλα πέντε παγόνια, δύο φραγκόκοτες κι έναν γερανό εξ Αιγύπτου.»
Η περιγραφή ανήκει στον ποιητή Πέρσι Σέλεϊ, σύζυγο της Μέρι Σέλεϊ, συγγραφέως του περίφημου «Φρανκενστάιν», με τους οποίους, παρέα με τον προσωπικό του γιατρό Δρ. Πολιντόρι και την τότε γυναίκα του Κλερ Κλερµόντ, ο Λόρδος Μπάιρον πέρασε μια θρυλική νύχτα σε ξενοδοχείο της λίμνης Λεμάν στην Ελβετία. Στη διάρκεια εκείνης της νύχτας, για την οποία έχουν γυριστεί ταινίες κι έχει χυθεί πολύ μελάνι, γεννήθηκε ένα ακόμη διάσημο «τέρας» της λογοτεχνίας, ο Δράκουλας. Το «Βαμπίρ» του Πολιντόρι, ήταν μια από τις ιστορίες που γράφτηκαν εκείνο το βράδυ, στον άτυπο λογοτεχνικό διαγωνισμό «τρομακτικής ιστορίας» που έλαβε χώρα, συνοδεία αλκοόλ, άλλων ψυχοτρόπων και διάχυτης λαγνείας. Η περιγραφή του Σέλεϊ, που αναφέρεται στο κατάλυμα του Μπάιρον στη Βενετία, ακόμη κι αν έχει στοιχεία υπερβολής, δίνει μια παραστατική εικόνα του ανδρός. Ο όρος «εκκεντρικός» ακούγεται φτωχός και αναχρονιστικός.
Μια απομυθοποιητική βιογραφία
Για τον Έλληνα αναγνώστη, βέβαια, που έχει γαλουχηθεί με τον μύθο του φιλέλληνα «Λόρδου Βύρωνα», τούτη η βιογραφία ίσως αποβεί απομυθοποιητική. Ας μην ξεχνάμε ότι η συγγραφέας της, η Ιρλανδή Έντνα Ο’ Μπράιεν είναι σημαντική μυθιστοριογράφος, με περγαμηνές σε Αγγλία και Αμερική, και η απόφασή της να καταπιαστεί με την «περίπτωση Μπάιρον» δεν θα μπορούσε να είναι σκανδαλοθηρική ή μυθοποιητική. Είναι ωστόσο γραμμένη κατά τον αγγλοσαξονικό τρόπο, με λιτό και στρωτό ύφος, προτάσσοντας τα hard facts (τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα) σε βάρος εικασιών και υποθέσεων. Ακολουθώντας ως «μίτο» την πλούσια και πολυκύμαντη ερωτική ζωή του, επιχειρεί να πλησιάσει τον άνθρωπο και, δευτερευόντως, τον λογοτέχνη Μπάιρον. Εντούτοις, δεν χάνει από τη μάτια της και τη διάσταση του «φιλέλληνα». Δεν θα μπορούσε άλλωστε να κάνει αλλιώς: Ο θάνατος είναι το ισχυρότερο hard fact, κι ο θάνατος του Μπάιρον στην Ελλάδα, στα 36 του χρόνια, στο Μεσολόγγι, τρία χρόνια πριν την Έξοδο, δεν είναι ένα απλό βιογραφικό γεγονός: ήταν ίσως η κορυφαία επιλογή της ζωής του.
ο μύθος του είχε ήδη χτιστεί, κι όπως φαίνεται από τον όγκο των βιβλίων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αναφέρονται σε αυτόν έκτοτε, είναι από τους πιο ισχυρούς και ανθεκτικούς στο χρόνο.
Ο βίος του Μπάιρον
Ο Τζορτζ Γκόρντον Μπάιρον γεννήθηκε το 1788 στο Λονδίνο. Προερχόταν από παρηκμασμένη αριστοκρατική οικογένεια και ήταν απόγονος του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδου του 3ου. Σπούδασε στο Κέιμπριτζ, όμως οι ανησυχίες του τον έκαναν γρήγορα να στραφεί στη λογοτεχνία. Από νωρίς ακολούθησε έναν εκκεντρικό, τυχοδιωκτικό τρόπο ζωής, πάνω από τις οικονομικές του δυνατότητες, πράγμα που τον έφερνε συχνά σε δύσκολη θέση. Ο ανεξέλεγκτος και πολύμορφος ερωτισμός του, που χαρακτηρίστηκε από έντονες ομοφυλοφιλικές εμπειρίες στην εφηβεία, εξελίχθηκε σε ιδιόμορφο πανσεξουαλισμό, με αποκορύφωμα την επί μακρόν ερωτική του σχέση με την ετεροθαλή αδελφή του Αυγούστα. Ομοφυλόφιλος (οι φήμες και μόνο αρκούσαν για να σε στείλουν στη φυλακή εκείνη την εποχή), πατέρας νόθων παιδιών, εραστής παντρεμένων γυναικών, αιμομίκτης, συγγραφέας αμφιλεγόμενων έργων, μέλος της βουλής των λόρδων με προωθημένες απόψεις, ο Τζορτζ Μπάιρον δεν άργησε να γίνει, ατύπως, ανεπιθύμητος στη χώρα του. Η τελική φυγή του, και η περιπλάνησή στην Ευρώπη μέχρι την κατάληξή του στην επαναστατημένη Ελλάδα, ήταν εν μέρει αναγκαστική.
Το πρώτο ταξίδι στην Ελλάδα και η συνέχεια
Στην Αθήνα βρέθηκε για πρώτη φορά ανήμερα Χριστουγέννων του 1809. Έλληνες, Ελληνίδες, Τούρκοι και Τουρκάλες, Αλβανοί και Αλβανίδες, πέρασαν από την κλίνη του, ενώ στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού έγραψε ένα από τα γνωστότερα έργα του, το «Τσάιλντ Χάρολντ». Στη δεύτερη «ελληνική εκστρατεία» του, τίποτε δεν ήταν πια το ίδιο. Η Επανάσταση είχε σχεδόν καταπνιγεί, ενώ κι ό ίδιος ήταν πια καταπτοημένος.
Η πρώτη εντύπωση από τη χώρα μας ήταν απογοητευική: «Οι Έλληνες οπλαρχηγοί, αντί να ενώσουν τις δυνάμεις τους, είχαν εμπλακεί σ’ έναν φαύλο κύκλο πισώπλατων μαχαιρωμάτων», έγραψε. Σκοπός του ήταν να πάει στον Μοριά, αλλά τελικά βρέθηκε στο Μεσολόγγι. Κι εκεί, η κατάσταση δεν ήταν ειδυλλιακή:
«Οι στρατιώτες […] δεν έδιναν δεκάρα για την ελληνική ανεξαρτησία, πίεζαν συνεχώς για μεγαλύτερους μισθούς και καλύτερο φαγητό.»
Λιγότερο από έναν χρόνο αργότερα, θα άφηνε εκεί την τελευταία του πνοή, χωρίς να είναι σαφές τι ακριβώς τον σκότωσε. Πάνω από το πτώμα του έριζαν οι γιατροί, αλλά και πολλοί άλλοι. Μετά από αρκετές μακάβριες σκηνές, η σορός του μεταφέρθηκε με πλοίο στην Αγγλία όπου και ετάφη. Πλήθη συνέρρεαν στον τάφο του, αλλά τα σχόλια στον Τύπο ήταν από χλιαρά έως εχθρικά. Τα περίφημα «Απομνημονεύματά του» ρίχτηκαν κυριολεκτικά στην πυρά από τον ίδιο του τον εκδότη – πράξη επαίσχυντη όσο και δηλωτική του μένους που υπήρχε πια εναντίον του στη χώρα του. Ωστόσο, ο μύθος του είχε ήδη χτιστεί, κι όπως φαίνεται από τον όγκο των βιβλίων που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αναφέρονται σε αυτόν έκτοτε, είναι από τους πιο ισχυρούς και ανθεκτικούς στο χρόνο.