«Η θάλασσα είναι η μάνα μας, η αεροπορία είναι η γκόμενα» (Το δόγμα του Ωνάση, σελ. 509)
Πρόκειται για τον δεύτερο τόμο των συναρπαστικών εκμυστηρεύσεων της πολύπλαγκτης συγγραφέως. Προηγήθηκε η «Τζέντα», του ίδιου σχεδόν αφηγηματικού όγκου.
Του Γιώργου Βέη
Εκεί, οι ασίγαστες καταθέσεις αφορούσαν τόσο στο πλέγμα των σχέσεων, τις οποίες η ίδια η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου, εκούσα-άκουσα, ανέπτυξε κατά την πολυετή παραμονή της στην Αραβία με τους γηγενείς, όσο και στα καθέκαστα των αξιομνημόνευτων ατομικών και οικογενειακών της εμπειριών. Οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του συζύγου της Στέλιου, εξαιρετικά δυναμικού, πολυμαθούς και αραβόφωνου συν τοις άλλοις δικηγόρου, υπαγορεύουν ασφαλώς το πεπρωμένο της. Και μάλιστα εξ ολοκλήρου. Γι' αυτό και του αφιερώνεται μέγα μέρος της αφήγησης.
Κι εδώ, στο Αλεξάνδρεια-Αθήνα, επισημαίνονται, όπως άλλωστε ευλόγως θα περίμενε κανείς, τα ίδια καταστατικά κειμενικά στοιχεία: μηδενική μυθοπλασία, επικυριαρχία του καταλυτικού συνήθως βιώματος, σημαδιακές στιγμές ενός μεταναστευτικού ήθους, το οποίο παράγει όχι μόνον οικογενειακές δομές, αλλά διαπολιτιστικές ικμάδες. Κατά κανόνα η γραφή ανακαλεί ένα ζέον παρελθόν, ικανό να υποκαταστήσει κι αυτό ακόμη το υποτονικό τώρα. Η εξομολόγηση, η κουβεντιαστή, άδολη παράθεση του εξ αντικειμένου υλικού ακυρώνει δηλαδή τις όποιες αντιφάσεις και παραλογισμούς του παρόντος μέσα από την ιαματική, λεπτομερή καταγραφή των εμπειριών ενός πολύτιμου χθες. Η περιήγησή μας σε έναν κατά τα φαινόμενα μυθικό χωρόχρονο καταφέρνει να μας γειώσει στο πολύπλοκο, το απρόοπτο και κάποτε στο ιδιαζόντως τραγικό.
Η εξιστόρηση εξακτινώνεται στην Αλεξάνδρεια, στην Αθήνα και στο Μόντε Κάρλο.
Η Αλεξάνδρα Παπαδημητρίου, το γένος Κρασάρη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, τότε που άκμαζε η ελληνική κοινότητα. Είναι απόφοιτος του περιώνυμου Αβερώφειου Παρθεναγωγείου. Ο σύζυγός της γνώρισε εγκαίρως και από πολύ κοντά τον Αριστοτέλη Ωνάση ή «Μπάρμπα», όπως τον έλεγε χαρακτηριστικά. Χρημάτισε, ως γνωστόν, νομικός σύμβουλος κι εκτελεστής της διαθήκης του.
Οι τρεις γιοι της συγγραφέως μπαινοβγαίνουν στις σελίδες του βιβλίου με την άνεση που μπαινόβγαιναν τότε, στο πρωταρχικό πατρικό-σπίτι. Το κείμενο δηλαδή έρχεται να μεταστεγάσει την παιδική ηλικία και τα νιάτα ενός εξεχόντως παρηγορητικού χρόνου. Η εξιστόρηση εξακτινώνεται στην Αλεξάνδρεια, στην Αθήνα και στο Μόντε Κάρλο. Τα δίσεκτα χρόνια της δικτατορίας και τα ελπιδοφόρα της μεταπολίτευσης παρέχουν τα ικανά και αναγκαία περιγράμματα ενός σημασιολογικά βεβαρυμένου κλίματος.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης ψυχογραφείται δεόντως, η Τζάκυ φοράει τη μάσκα της μοιραίας Ελένης, ο Αλέξανδρος νεκρολογείται ψύχραιμα, η Χριστίνα αποτελεί μιαν ταραγμένη Ιφιγένεια/Ηλέκτρα.
Κοντολογίς, η διεργασία της ανάμνησης λειτουργεί και πάλι φυσιολογικά. Δεν προσκρούει, για να το διατυπώσω διαφορετικά, σε προκαλύμματα, ήτοι Deckerinnerungen, για να θυμηθούμε τον πρώτο διδάξαντα τον Φρόυντ, αλλά ενεργεί απερίσπαστη, προκειμένου να ανασυστήσει πραγματικότητες στις τρεις προαναφερόμενες πόλεις, υπαρκτές καθόλα.
* Ο Γιώργος Βέης είναι είναι πρέσβης επί τιμή και ποιητής. Τελευταίο του βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Βράχια» (εκδ. Ύψιλον).