
Για το βιβλίο της Λίλης Λαμπρέλλη «Μικρό αλφαβητάρι αφήγησης, Εγχειρίδιο αυθαίρετου στοχασμού πάνω στα παραμύθια και στην αφήγησή τους» (εκδ. Πατάκη).
Της Ιωάννας Σπηλιοπούλου
σαν ψίθυρος ερωτικός μέσα στη φασαρία του κόσμου.
Λίλη Λαμπρέλλη, Μικρό αλφαβητάρι αφήγησης
Αποτελώντας σε έναν βαθμό συμπλήρωμα του Λόγος εύθραυστος κι αθάνατος (2010), το Μικρό αλφαβητάρι αφήγησης εμπλουτίζει τη βιβλιογραφία της Λίλης Λαμπρέλλη και την ιδιαίτερη οπτική της, σε μια εποχή που παρατηρείται έντονο ενδιαφέρον για την αφήγηση στη χώρα μας. Στόχος να κωδικοποιήσει ‒μέσω «αυθαίρετου στοχασμού»‒ βιωμένες γνώσεις για το θεωρητικό υπόβαθρο και την πράξη της αφήγησης (με παραπομπές στην ανθρωπολογία και την ψυχανάλυση), εστιάζοντας σε έννοιες-κλειδιά γύρω από τα μαγικά παραμύθια και τη συμβολική ανάγνωσή τους.
Μετεωριζόμενοι ανάμεσα στο άχρονο και στο τώρα, οι ήρωες και οι ηρωίδες, αθώοι, ναυαγοί του βίου, γυμνοί, εξόριστοι του εαυτού τους, προσκρούουν στη σκληρή πέτρα της πραγματικότητας.
Πρώτο λήμμα η λυδία λίθος της ανθρώπινης σχέσης, άρα και της επαφής μεταξύ παραμυθά και ακροατών: η αγάπη [1], εν υπνώσει βασιλοπούλα των πάντων. Και πρόκειται ακριβώς για ένα «εγχειρίδιο εργόχειρου» γραμμένο με αγάπη (και με τη δύναμη της προφορικότητας): οι σταυροβελονιές του ‒τα σύμμεικτα: συναισθήματα, στάσεις, πρακτικές, θεωρίες…‒ συνυφαίνουν εντέλει έναν καμβά φιλοσοφίας ζωής, γίνονται οδοδείκτες ενός γίγνεσθαι που περπατιέται χωρίς τα δεκανίκια της δεοντολογίας, παρά μόνο με ευθύνη και αυθεντικότητα.
Όπως στα σεμινάριά της, η συγγραφέας αναδεικνύει επίμονα και εδώ τη γενναιόδωρη δύναμη των παραμυθιών για την προσωπική μας εξέλιξη. Μετεωριζόμενοι ανάμεσα στο άχρονο και στο τώρα, οι ήρωες και οι ηρωίδες, αθώοι, ναυαγοί του βίου, γυμνοί, εξόριστοι του εαυτού τους, προσκρούουν στη σκληρή πέτρα της πραγματικότητας («Πήρε τα μάτια της και περπάτησε, περπάτησε ολομόναχη μέσα στην ερημιά»). Πολιορκημένοι ελεύθεροι να τα χάσουν όλα, να αψηφήσουν τη μοίρα, να αντικρίσουν άφοβα τον ερειπιώνα της απολεσθείσας παιδικής ηλικίας, να συγκατοικήσουν με την έλλειψη και την ατέλεια, να ενηλικιωθούν μετακινώντας τα ριζώματά τους προς την κατεύθυνση της θαυμαστής δυνατότητας... ή να πεθάνουν εγκλωβισμένοι, αυτοπαγιδευμένοι στη στασιμότητα.
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν ‒τα αφηγηματικά νήματα γίνονται σταυροδρόμια‒, ανεβαίνουν σε δέντρα και βουνά (αναβαθμοί των επιπέδων συνείδησης) για να κατοπτεύσουν το πεδίο, βιώνουν αλλεπάλληλους εσωτερικούς θανάτους [2] και δοκιμασίες στο χείλος του θανάτου, φτάνουν «σε ένα μυστικό ξέφωτο στο δάσος του χρόνου» (όπως λέει ο Γάλλος αφηγητής και δάσκαλος της Λίλης Λαμπρέλλη, Ανρί Γκουγκό). Οι κακοποιοί (δράκοι, στρίγκλες, λάμιες και άλλα τερατάκια) με τη σκοτεινή παρουσία τους αποτελούν σημαδούρες του ταξιδιού μύησης προς την αυτογνωσία και την αυτονομία (ο θαρραλέος ταπεινός θα γίνει βασιλιάς). Κι ενώ ένα σιωπηλό σαρκοβόρο πένθος κατασπαράσσει τον ήρωα, τα παραμύθια μας μαθαίνουν (χωρίς διδάγματα) να μην είμαστε σπαράγματα του εαυτού μας. Ο ήρωας αποδέχεται, υποδέχεται, συμφιλιώνει τα φωτεινά και τα ερεβώδη κομμάτια του. Από τα έγκατα της απελπισίας αναδύεται και αγκυροβολεί στην τραχιά αλήθεια.
Ο homo fabulator, ο καθένας μας, ακολουθώντας τα ίχνη του ήρωα στη συλλογική περιπέτεια της αφήγησης, γίνεται και ο ίδιος ήρωας: η συγγραφέας προτείνει να είναι παρών, αλλοπαρμένος, υψιπετής προσγειωμένος [...] αγκαλιά τόσο με βασιλοπούλες όσο και με δράκους.
Παρόμοια ο homo fabulator, ο καθένας μας, ακολουθώντας τα ίχνη του ήρωα στη συλλογική περιπέτεια της αφήγησης, γίνεται και ο ίδιος ήρωας: η συγγραφέας προτείνει να είναι παρών, αλλοπαρμένος, υψιπετής προσγειωμένος, με έρεισμα το τρίπτυχο αισθήσεις ‒ συναισθήματα ‒ διαίσθηση, αγκαλιά τόσο με βασιλοπούλες όσο και με δράκους, να διανέμει ταπεινά θαύματα, συντονιζόμενος στους ρυθμούς του νερού: «γινόμαστε νερομάνες, χείμαρροι, ρυάκια, μια βρύση που στάζει σταγόνα σταγόνα, ο αντίλαλος από ένα ξερό πηγάδι, μια λίμνη, μια φουρτουνιασμένη θάλασσα [3]». Ξεριζώνοντας τους υπονομευτές της αυθεντικής σχέσης (τη χάρτινη τίγρη του φόβου, το ναρκισσισμό, τη σοβαροφάνεια...), μέσω της φωνής και του σώματός του ιχνηλατεί το αρχέγονο κι άφθαρτο, ανοίγοντας δίοδο για το ψυχικό μάγμα: «Ακούστε με, όπως ακούτε τη βροχή ή τον άνεμο ή μια μακρινή μουσική» [4].
Με δομικό υλικό το όνειρο, το παραμύθι, στις ακρώρειες μνήμης και λήθης, ακτινοβολεί αέναα:
Σαράντα ζευγάρια σιδερένια παπούτσια αργά λιώνουν στα μονοπάτια του χρόνου, ενώ οι ήρωες κατευθύνονται, ενώ κατευθυνόμαστε στο ανοιχτό πέλαγος, στη θάλασσα της ζωτικότητας, με εμπιστοσύνη άνευ ορίων, άνευ όρων. Τα παραμύθια, λόγος απελευθερωτικός, ανυπότακτος, και παλλόμενη σιωπή, χαρτογραφούν θησαυρούς, χαράσσουν ρωγμές για να διεισδύει η καρδιά του φωτός ‒ παραμυθία εν Φαντασία και Λόγω και ανθεκτικότητα. Απέναντι στην εντροπία του κόσμου απονέμουν τη δικαιοσύνη της ζωής. Από την αφετηρία του «Ωχ, καημός!», με προορισμό το «Φτου ξελευτερία!».
* Η ΙΩΑΝΝΑ ΣΠΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ είναι φιλόλογος.