Συγκριτική ανάγνωση δυο βιβλίων για παιδιά εμπνευσμένων από τον Μικρό Πρίγκιπα, τα «Πρίγκιπας σημαίνει Αμίρ» της Άννας Κοντολέων (εκδ. Πατάκη) και «Το υπέροχο ταξίδι της Νίλου» του Γκουίντο Κόντι (εκδ. Καλέντης).
Της Σίσσυς Τσιφλίδου
Έχω την αίσθηση ότι η κλασική ατάκα της αλεπούς στον Μικρό Πρίγκιπα του Εξυπερύ, «την αξία δεν τη βλέπουν τα μάτια», συνιστά μια από τις πιο φθαρμένες και πολυχρησιμοποιημένες ατάκες λογοτεχνικών ηρώων. Κανείς μας, ωστόσο, δεν μπορεί να παραβλέψει ότι είναι και από τις πλέον αναγνωρίσιμες, ειδικά για έναν συγγραφέα που θα ήθελε να οικειοποιηθεί τον λογοτεχνικό μύθο του Εξυπερύ μεταγράφοντάς τον δημιουργικά σε μια σύγχρονη πραγματικότητα, ενέργεια καθόλα «νόμιμη», μιας και «όλα τα έργα είναι δυνητικά υπερκείμενα», όπως παρατηρεί στα Palimpsests ο Γάλλος θεωρητικός Gérard Genette, «καθώς δεν υπάρχει λογοτεχνικό έργο το οποίο να μην περιέχει λίγο ή πολύ ένα άλλο λογοτεχνικό έργο» [στην κεντρική εικόνα, καρέ από την ταινία Το παιδί και η αλεπού του Λικ Ζακέ].
Υπάρχουν, λοιπόν, κείμενα που από την αρχή και με τη βοήθεια των παρακειμενικών στοιχείων του εξωφύλλου τους αποκαλύπτουν άμεσα στον αναγνώστη το υποκείμενό τους, δηλαδή την κύρια πηγή της σημασιοδότησής τους. Ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα θα δούμε στο Πρίγκιπας σημαίνει Αμίρ της Άννας Κοντολέων, ένα βιβλίο για μικρά παιδιά, που εκδόθηκε πρόσφατα. Ο εικονογραφικός τύπος του μικρού χαμογελαστού αγοριού στο εξώφυλλο του βιβλίου, με το τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του πράσινο -γεμάτο στάμπες από κίτρινα αστέρια, πλανήτες και σπίτια- κασκόλ, η κόκκινη αλεπού που κουρνιάζει ευτυχισμένη στην αγκαλιά του, καθώς και η λέξη «Πρίγκιπας» στον τίτλο που τοποθετείται ακριβώς πάνω από το παιδί, παραπέμπουν ευθέως στον Μικρό πρίγκιπα του Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ και τη φίλη του την αλεπού. Ο πρίγκιπας, όμως, στο νέο έργο έχει μελαψό χρώμα και λέγεται Αμίρ, στοιχεία που επίσης ενεργοποιούν βιώματα και ανακαλούν παραστάσεις που σχετίζονται με το φλέγον ζήτημα των προσφύγων.
Από την άλλη πλευρά είναι δυνατόν το υποκείμενο ενός έργου να μην αποκαλύπτεται με τέτοιον άμεσο τρόπο αλλά να ανιχνεύεται στην πορεία της αφήγησης. Μια τέτοια περίπτωση είναι το έργο του Γκουίντο Κόντι Το υπέροχο ταξίδι της Νίλου.
«Σου έχει πει ποτέ κανείς να ακούς τη φωνή της καρδιάς σου; Είναι τόσο απλό και συνάμα τόσο δύσκολο! Σχεδόν κανείς δεν τα καταφέρνει, γιατί είναι πολύ κοπιαστικό. Οι άνθρωποι για παράδειγμα έχουν χάσει τελείως αυτό το χάρισμα», λέει η καμηλοπάρδαλη στη μικρή πελαργίνα που έχει φτάσει μετά από πολλές περιπέτειες στις ατέλειωτες πεδιάδες της Αφρικής. Η Νίλου, που φέρει το όνομα μιας πριγκίπισσας της ανατολής, στο πρώτο της μεταναστευτικό ταξίδι χάνεται μέσα σε μια καταιγίδα, όντας νεαρή και άπειρη στο πέταγμα. Σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να βρει τον δρόμο της και τους αγαπημένους της, τη μητέρα της και τον νεαρό πελαργό Μίαν, η ηρωίδα θα συνάψει συμβόλαια φιλίας, θα έρθει αντιμέτωπη με τον φόβο του θανάτου, θα βιώσει πρωτόγνωρα συναισθήματα και καταστάσεις.
Τα λόγια της καμηλοπάρδαλης, που θα ειπωθούν πολλές φορές, με διαφορετικούς τρόπους και από άλλους χαρακτήρες του έργου του Κόντι, επιβεβαιώνουν την οικειοποίηση των αφηγηματικών τρόπων και κάποιων βασικών θεμάτων του έργου του Εξυπερύ, όπως το χτίσιμο της φιλίας και ο αποχωρισμός των αγαπημένων προσώπων. Αν και οι πρωταγωνιστές του έργου είναι γεράκια, καμηλοπαρδάλεις, φίδια, οι αρετές και οι κακίες τους μοιάζουν πολύ με αυτές των ανθρώπων, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον Μικρό πρίγκιπα.
Ο μικρός Αμίρ, σαν την αλεπού, θα κατανοήσει ότι φιλία σημαίνει να εξημερώνεις τον άλλον, να κάνεις, δηλαδή, δεσμούς, να βλέπεις με την καρδιά και όχι με τα μάτια την ουσία των πραγμάτων και πως η φροντίδα γεννά την ευθύνη.
Καθώς εκτυλίσσεται και η ιστορία του Αμίρ, που αφορά, κυρίως, τη μάχη επιβίωσης που δίνει ένα ασυνόδευτο προσφυγόπουλο σε μια άγνωστη μεγαλούπολη (η συγγραφέας περικειμενικά αποκαλύπτει ότι η πηγή έμπνευσής της ήταν ήδη από το 2008 οι άστεγοι στο κέντρο της Αθήνας), ο ήρωας εξομολογείται ότι ο δάσκαλος πατέρας του ήταν που του έδωσε το βιβλίο του Εξυπερύ θέλοντας να τον κάνει να συνειδητοποιήσει πως «η καρδιά βλέπει καλύτερα από τα μάτια» και ότι ο χρόνος που θα περνούσε με τον μικρό του αδερφό θα ήταν εκείνος που θα έκανε τον έναν για τον άλλο μοναδικό και τον Αμίρ υπεύθυνο για τον μικρό Μαλίκ. Ο μικρός Αμίρ, σαν την αλεπού, θα κατανοήσει ότι φιλία σημαίνει να εξημερώνεις τον άλλον, να κάνεις, δηλαδή, δεσμούς, να βλέπεις με την καρδιά και όχι με τα μάτια την ουσία των πραγμάτων και πως η φροντίδα γεννά την ευθύνη. Θα συλλάβει βιωματικά ότι «θα είναι για πάντα υπεύθυνος για κείνα που έχει εξημερώσει».
Και στα δύο μεταγενέστερα έργα παρατηρούμε ότι ενισχύεται ενδοκειμενικά η υπερκειμενική τους σχέση με το έργο του Εξυπερύ, η οποία σε αυτές τις περιπτώσεις προβάλλει ενεργητικά το παλαιότερο κείμενο σαν ένα παλίμψηστο κείμενο σε νέα και διαφορετικά δίκτυα σημασιοδότησης. Ο παρωδιακός χαρακτήρας των δύο κειμένων στοχεύει όχι στον ενδοκειμενικό ή εξωκειμενικό σχολιασμό του έργου του Εξυπερύ αλλά στην υπέρβαση και την αναδημιουργία του έργου. Το γλωσσικό υλικό επαναδραστηριοποιείται, δημιουργεί υπαινιγμούς για την ύπαρξη μιας διαφορετικής σχέσης ανάμεσα στα κείμενα και τα κοινωνικά συμφραζόμενα.
Μέσω διαδικασιών, όπως η μεταμόρφωση ή ο μετασχηματισμός, οι δυο συγγραφείς μιμούνται το προηγούμενο κείμενο, σχετίζονται μαζί του.
Θα λέγαμε ότι ο Κόντι μεταμορφώνει με απλές διαδικασίες το κείμενο, αφού αντλεί έμπνευση από το αρχικό έργο, αλλά δεν προσπαθεί να μας πει μιαν άλλη ιστορία, απλώς επεκτείνει την αρχική εμβαθύνοντας στη συγκεκριμένη θεματική της, τη φιλία. «Τι πάει να πει φίλοι;» αναρωτιέται η Νίλου. Και ο Χαντί, ο μικρός σπίνος, απαντά: «Να φροντίζουμε ο ένας τον άλλον ακόμη κι αν έχουμε καιρό να ιδωθούμε. Αν είμαι πλάι σου στο ταξίδι αυτό σημαίνει πως σου χαρίζω τη φιλία μου…»
Αλλά και ο Αμίρ θα συνάψει συμβόλαιο φιλίας με τον Μαλίκ, έναν αδέσποτο σκύλο που του δίνει το όνομα του μικρού του αδερφού. Ο χρόνος που θα αφιερώσουν ο ένας στον άλλο θα τους κάνει να νιώσουν -ο ένας για τον άλλο- σημαντικοί.
Η επέκταση του Κόντι αφορά και τη χρήση μοτίβων των μαγικών παραμυθιών, όπως είναι η παρουσία της γριάς στο δάσος και το μαγικό δαχτυλίδι που αυτή δίνει στη Νίλου για να την προστατεύσει από τους εχθρούς της. Ο συγγραφέας προσθέτει ενδιαφέρουσες νέες οπτικές: «Πάντα χρειαζόμαστε κάποιον που θα μας δείχνει τον δρόμο», λέει στη Νίλου ο Χαντί. Η σκηνή του αποχωρισμού της ηρωίδας με την ελεφαντίνα Λίλα, τη «μεγάλη μητέρα», μεταγράφει την αντίστοιχη σκηνή του αποχωρισμού της αλεπούς με τον Μικρό πρίγκιπα: «Μπορεί να είμαι γριά», λέει η Λίλα, «αλλά εσύ μου έμαθες ότι στη σαβάνα μπορούν ακόμη και τώρα να συμβούν εκπληκτικά πράγματα που σου γλυκαίνουν την ψυχή.[…] Για όλους θα είμαι η ελεφαντίνα που κουβαλούσε στη ράχη της μια πελαργίνα με τ’ όνομα Νιλού και τον φίλο της τον Χαντί […] κι αν τύχει και ξανασυναντηθούμε η χαρά μας θα είναι διπλή. Μας αφήνεις το δώρο της προσμονής, τη γλύκα της θύμησής σου και την ελπίδα της επιστροφής».
Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο κοινό στοιχείο των δύο ιστοριών (Κόντι και Εξυπερύ) είναι ο χρόνος του αποχωρισμού. Ο Μικρός Πρίγκιπας αντιλαμβάνεται πότε κλείνει ο κύκλος της εμπειρίας και αποφασίζει να φύγει. Η Νίλου δε γυρίζει πίσω το κεφάλι, όπως ακριβώς τη συμβούλεψε η γριά του δάσους, όταν αποχαιρετά τα ζώα του δάσους. Γενικά οι σκηνές του αποχωρισμού αποκτούν ειδικό βάρος σε αυτό το έργο, προς το τέλος δε σημειώνουν και την ψυχική εξέλιξη, την ωριμότητα της ηρωίδας: «Η φιλία μας δεν τέλειωσε, απλώς εγώ πρέπει να συνεχίσω μόνη μου», λέει η Νίλου στον Χαντί που ακίνητος στο κλαδί του νιώθει προδομένος και ανίκανος να διαχειριστεί την απώλεια της φίλης του. Και συνεχίζει: «Εσύ θα έχεις πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου, αλλά πρέπει να ζήσεις τη ζωή σου κι εγώ τη δική μου. […] Κάθε αποχωρισμός είναι επώδυνος […] Αν περιμένουμε μερικές μέρες ακόμη, ο πόνος θα είναι πιο μεγάλος». Η Νίλου, αν και μιλά διαισθητικά, έχει ήδη μάθει από τον Σαλίμ, το βασιλικό γεράκι ότι, παρά τη μελαγχολία του αποχωρισμού, η απουσία του άλλου δημιουργεί τη χαρά της προσμονής. Καλλιεργείται έτσι η αίσθηση ότι η συμβολή μας στην εκπλήρωση του προορισμού του άλλου είναι το πιο μεγάλο δώρο που αυτός μας αφήνει όταν φεύγει. Πάντα στις κατοπινές μας διαδρομές θα κουβαλάμε την εμπειρία της σχέσης και ποτέ πια τα ταξίδια μας δε θα είναι τα ίδια. Αλλά ο χωρισμός έχει τον σωστό του χρόνο, για να μη γιγαντωθεί η μελαγχολία, να μη μεγαλώσει κι άλλο ο πόνος, για να γίνουν τα πράγματα σωστά.
Ο τρόπος που το ζώο ζητάει από το μικρό αγόρι να προσεγγίσουν αργά, σταθερά και μεθοδικά ο ένας το άλλο είναι ίσως από τα πιο πολυδιαβασμένα λογοτεχνικά αποσπάσματα για το χτίσιμο μιας φιλίας.
Έχει ενδιαφέρον, βέβαια, να επισημάνουμε ότι η οικειοποίηση του Μικρού πρίγκιπα έχει λάβει στο πέρασμα του χρόνου πολυμεσική διάσταση. Ας θυμηθούμε ενδεικτικά την ταινία Το παιδί και η αλεπού του Λικ Ζακέ όπου η μικρή ηρωίδα, στην προσπάθειά της –εμμονή θα λέγαμε– να προσεγγίσει τη μη εξημερωμένη αλεπού που ζει στο δάσος κοντά στο σπίτι της, σταδιακά εκδηλώνει αισθήματα κτητικότητας που οδηγούν στη φρενήρη αντίδραση του ζώου, όταν αυτό εγκλωβισμένο στους τέσσερις τοίχους της παιδικής κρεβατοκάμαρας πηδά από το ψηλό παράθυρο ξαναβρίσκοντας με κίνδυνο της ζωής του την ελευθερία του, μια πράξη που διακόπτει οριστικά και αμετάκλητα τον «φιλικό» δεσμό που είχε αναπτύξει με τόσο κόπο με το μικρό παιδί. Ουσιαστικά και αυτή η κινηματογραφική σκηνή μεταγράφει σε ένα σύγχρονο παρόν την προηγούμενη λογοτεχνική με την αλεπού και τον πρίγκιπα, στο έργο του Εξυπερύ. Ο τρόπος που το ζώο ζητάει από το μικρό αγόρι να προσεγγίσουν αργά, σταθερά και μεθοδικά ο ένας το άλλο είναι ίσως από τα πιο πολυδιαβασμένα λογοτεχνικά αποσπάσματα για το χτίσιμο μιας φιλίας. Εδώ το φιλμικό κείμενο διατηρεί και αξιοποιεί τα ίδια θέματα και μοτίβα του λογοτεχνικού κειμένου.
Ο αποχωρισμός, πάλι, στο βιβλίο της Κοντολέων παίρνει νέα διάσταση μιας και δεν επιλέγεται αλλά επιβάλλεται από τις συνθήκες: ο μικρός Μαλίκ δεν μπορεί να σώσει ούτε το βρέφος από τον βέβαιο πνιγμό, όταν η βάρκα των προσφύγων βουλιάζει, ούτε να αποτρέψει τη φυγή του από το όμορφο χωριό του ούτε να σώσει ο ίδιος τον σκύλο του. Σταδιακά, και μέσω των ποικίλων αποχωρισμών, αποκαλύπτεται ο σκοπός της γραφής: να αντιπαραβάλλει στην αθωότητα ενός μικρού παιδιού, που απορεί και σχολιάζει έναν άνισο σε ευκαιρίες και κατανομή αγαθών κόσμο, την αλλοτριωμένη συνείδηση μιας κοινωνίας που ευτυχώς διαθέτει ακόμα πυρήνες ανθρωπιάς ικανούς να διασώζουν την ελπίδα.
Ο μικρός Αμίρ είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ασυνόδευτού παιδιού που ζει μόνο και φοβισμένο στη μοναξιά μιας μεγαλούπολης εκτεθειμένο στους κινδύνους που το περιβάλλουν. Ο μικρός θα ζήσει την αναλγησία των πλουσίων, τη συμπόνια του εστιάτορα της γειτονιάς, θα νιώσει την αδιαφορία και την ενόχληση των περαστικών. Σε ένα ρεαλιστικό περιβάλλον αφήγησης η Κοντολέων δομεί μια ιστορία που θα μπορούσε να αφορά αποκλειστικά ανθρώπους που βρέθηκαν στη δίνη της οικονομικής κρίσης (όπως άλλωστε και η ίδια μας εξομολογείται, το έργο αρχικά αφορούσε αυτές τις κοινωνικές ομάδες). Η αφήγηση σε ορισμένα σημεία γίνεται άκρως παραστατική, ειδικά στη σκηνή όπου ο Αμίρ αφήνει στα σκαλοπάτια του φαρμακοποιού το άψυχο σώμα του νεκρού (όπως ο ίδιος πιστεύει) σκυλιού του, θύμα της φόλας κάποιου ασυνείδητου κάτοικου. Το ρεαλιστικό ύφος της συγγραφέα προσδίδει αλήθεια στο κείμενο και βοηθά τον μικρό αναγνώστη να συλλάβει πτυχές μιας πολύ σκληρής πραγματικότητας. Η Κοντολέων, όμως, δεν παραβλέπει ότι απευθύνεται σε παιδιά και επιλέγει ένα αισιόδοξο τέλος με τον Αμίρ και το σκυλάκι του να δέχονται τη φροντίδα της «Μετάδρασης», μιας οργάνωσης που βοηθά τα ασυνόδευτα παιδιά να βρουν καταφύγιο, να επανασυνδεθούν με τις οικογένειές τους και να ενταχθούν κοινωνικά.
Στο διηλικιακό αλληγορικό παραμύθι της Νίλου, που κανείς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και «ταξίδι ενηλικίωσης», τα παιδιά θα ονειρευτούν και οι μεγάλοι θα ταξιδέψουμε ανάδρομα σε σχέσεις που συνάψαμε, πορευτήκαμε μαζί τους, αποχωριστήκαμε στο σωστό ή μη χρόνο και σίγουρα θα αναρωτηθούμε για τη συμβολή τους, τον τρόπο που συνεισέφεραν στην αυτογνωσία μας, τα πολύτιμα διδάγματα που αποκομίσαμε από το πέρασμά τους από τη ζωή μας.
Στην ιστορία του Αμίρ θα συγκινηθούμε με τα όσα συμβαίνουν σε ένα μικρό παιδί που, διψώντας για λίγη συμπόνια, παλεύει αποξενωμένο μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον για να κρατήσει την αξιοπρέπειά του. Κι ίσως, την επόμενη φορά, το μάτι μας να μην περάσει αδιάφορα πάνω από την ανθρώπινη δυστυχία που τον τελευταίο καιρό κυριολεκτικά χτυπά την πόρτα μας και κλονίζει τη σιγουριά και τη βόλεψή μας.
Κι όλα αυτά ξαναδιαβάζοντας τον Μικρό Πρίγκιπα.
* Η ΣΙΣΣΥ ΤΣΙΦΛΙΔΟΥ είναι εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και διδάκτωρ ΠΤΔΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.